ΑΝΑΛΥΣΗ

Η διπλή πολιτική τύχη του Μητσοτάκη

Η διπλή πολιτική τύχη του Μητσοτάκη

Ακόμα κι αν κάποιος είναι επιφυλακτικός με τις δημοσκοπήσεις –και όχι αδίκως εάν κρίνουμε και από το παρελθόν– είναι μάλλον δύσκολο να αμφισβητήσει ότι η ΝΔ διατηρεί ένα καθαρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη διανύει τον τέταρτο έτος της θητείας της κι ότι εκ των πραγμάτων έχει υποστεί πολιτική φθορά από την άσκηση της εξουσίας και μάλιστα σε αλλεπάλληλες δύσκολες συνθήκες, όπως η πανδημία και τώρα η ενεργειακή κρίση με τον συνεπαγόμενο ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.

Σε προηγούμενο άρθρο είχα υπογραμμίσει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα δοκιμασθεί την επικείμενη χειμερινή περίοδο από την αναπόφευκτη πίεση που θα υποστεί η μικρομεσαία θάλασσα, ο κορμός της ελληνικής κοινωνίας. Και πιθανόν, αυτό να κοστίσει στους “γαλάζιους” ακόμα και την πρώτη θέση εάν –όπως όλα δείχνουν– οι κάλπες στηθούν από άνοιξη και μετά.

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ΝΔ, όμως, δεν είναι οι όποιες κυβερνητικές επιδόσεις, δεδομένου ότι στο επίπεδο αυτό μπορεί να ασκηθεί αξιόπιστη κριτική για μεγάλα λάθη και παραλείψεις. Tο μεγαλύτερο εκλογικό πλεονέκτημά της είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά-εκλογικά την όποια φθορά του κυβερνώντος κόμματος. Κι αυτό, παρότι μετά το κομματικό συνέδριο ο Τσίπρας δεν μπορεί πλέον να επικαλεσθεί εσωκομματικά εμπόδια. Ο βασικός λόγος που η αξιωματική αντιπολίτευση παραμένει ανίκανη να κεφαλαιοποιήσει την πολιτική-εκλογική φθορά των “γαλάζιων” είναι ότι παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη στα παραδοσιακά ιδεολογήματά της.

Είναι χαρακτηριστικό π.χ. πως όταν το σκάνδαλο των υποκλοπών βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, λόγω των εξαρτημένων αντανακλαστικών της η Κουμουνδούρου εστίασε τα αντιπολιτευτικά πυρά του στην υπόθεση των προσφύγων-μεταναστών που είχαν εγκλωβισθεί σε νησίδα του Έβρου, υιοθετώντας, μάλιστα, την τουρκική εκδοχή! Αναφέρω αυτό το παράδειγμα, επειδή είναι ενδεικτικό μίας ιδεολογικής-πολιτικής στάσης, η οποία αποκλίνει πολύ από τις ευαισθησίες και τα “θέλω” της ελληνικής κοινωνίας.

Όμηρος του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”

Ναι μεν ο Τσίπρας έχει διακηρύξει πως επιδιώκει να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μία κεντροαριστερή παράταξη που θα θυμίζει το ΠΑΣΟΚ της παλιάς εποχής, αλλά είναι προφανές πως οι ιδεολογικές-πολιτικές ορίζουσές του τον εγκλωβίζουν και δεν του επιτρέπουν να κάνει πράξη αυτό που οραματίζεται. Στα μεγάλα ζητήματα, όπως τα εθνικά θέματα, η ενεργειακή κρίση και οι κεντρικές οικονομικές επιλογές, η Κουμουνδούρου ουσιαστικά είναι βουβή κι όταν μιλάει μάλλον αποκλίνει από το μήκος κύματος που μπορεί να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία.

Έτσι, το μόνο που της απομένει είναι η εμμονή σε μία συνδικαλιστικού χαρακτήρα αντιπολίτευση (κυρίως διεκδικήσεις υπέρ των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων), χωρίς σχέδιο για μία άλλη πορεία. Δεδομένου, όμως, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη –πριν λόγω της πανδημίας και τώρα λόγω της ενεργειακής κρίσης– μοίρασε (και συνεχίζει να μοιράζει) σχεδόν 50 δισ. ευρώ έχει αφαιρέσει από τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και το όποιο πολιτικό-εκλογικό κέρδος θα του προσκόμιζε η συνδικαλιστικού χαρακτήρα αντιπολίτευση που ασκεί.

Όσοι, λοιπόν, σήμερα είναι για διάφορους λόγους δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν βρίσκουν εκλογική και πολύ περισσότερο πολιτική στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ. Τη δυστοκία αυτή αντανακλούν και οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Ακόμα κι αν αμφισβητήσουμε την ακρίβειά τους, με την έννοια ότι μεγαλώνουν το “γαλάζιο” προβάδισμα, η εμπειρική εκτίμηση δείχνει πως ο Τσίπρας δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει δυναμική και να “πάρει κεφάλι”.

Κρίνοντας από τα γεγονότα κι όχι από τη ρητορική, ο “μεγάλος ΣΥΡΙΖΑ”, για τον οποίο μιλάει ο πρόεδρός του, ουσιαστικά παραμένει σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικά-πολιτικά όμηρος του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”. Κι αυτό συμβαίνει όχι τόσο λόγω των εσωκομματικών εμποδίων, όσο λόγω της αδυναμίας του ίδιου του Τσίπρα να υπερβεί τις δικές του αφετηριακές ιδεοληψίες. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην εσωκομματική αντιπολίτευση της “Ομπρέλας”, αλλά και στον ίδιο τον πρόεδρο του κόμματος και την γύρω του ηγετική ομάδα.

Διπλά τυχερός ο Μητσοτάκης

Ο Μητσοτάκης, όμως, είναι διπλά τυχερός. Εκτός από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν “τραβάει” πολιτικά-εκλογικά, κάτι αντίστοιχο –για διαφορετικούς λόγους– συμβαίνει και με το ΠΑΣΟΚ. Μετά την κατάρρευσή του, το ΠΑΣΟΚ επί Φώφης Γεννηματά είχε καταφέρει να ισορροπήσει σε ανώτερο μονοψήφιο ποσοστό, εδραιώνοντας μία θέση μικρομεσαίου κόμματος. Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου τον περασμένο Δεκέμβριο, ωστόσο, ανέδειξε μία πολιτική δυναμική. Αυτό δεν φάνηκε μόνο από την σχετικά ευρεία συμμετοχή, αλλά κυρίως από το κλίμα αισιοδοξίας που είχε τότε κυριαρχήσει στην ευρύτερη Κεντροαριστερά.

Όπως είναι γνωστό, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ είχε στείλει μαζικά ψηφοφόρους κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από μικρό κόμμα έφθασε να γίνει πρώτο κόμμα. Είχε στείλει, όμως, και πολλούς ψηφοφόρους προς τη ΝΔ, αφού στο ΠΑΣΟΚ υπήρχε μία πτέρυγα (κυρίως σημιτικοί) με φιλελεύθερο κεντροδεξιό πρόσημο. Τα όσα μεσολάβησαν τα τελευταία χρόνια είχαν προκαλέσει απογοήτευση σε πρώην “πράσινους” ψηφοφόρους, ωθώντας τους με κάποια νοσταλγική διάθεση να κάνουν δεύτερες σκέψεις.

Ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού μία τάση να ξαναδούν με νέα ματιά το παλιό κόμμα τους, να θεωρήσουν ότι ενδεχομένως το είχαν αρκετά τιμωρήσει κι ότι θα άξιζε να του δώσουν μία νέα ευκαιρία. Η εκλογή του Ανδρουλάκη, ενός νέου που δεν είχε ασκήσει εξουσία και δεν κουβαλούσε ορατές πολιτικές αμαρτίες, τροφοδότησε αυτή την τάση, δημιουργώντας ένα πολιτικό-εκλογικό ρεύμα. Οι δημοσκοπήσεις αμέσως έδειξαν το ΠΑΣΟΚ να σπάσει προς τα πάνω το φράγμα του 10%, με δυναμική να πάει αρκετά παραπάνω.

Λίγος ο Ανδρουλάκης

Στην πολιτική σκηνή, ωστόσο, ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μεγάλη ευκαιρία, η οποία για να αποδώσει καρπούς πρέπει να αξιοποιηθεί καταλλήλως. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες θα μετατρέψουν το κλίμα σε απτή πολιτική-εκλογική δυναμική. Μόνο εάν το ΠΑΣΟΚ αποδείκνυε κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι έχει γυρίσει σελίδα κι ότι μπορεί να παρεμβληθεί πολιτικά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να σπάσει το διπολικό σύστημα, μετατρέποντάς το σε πρώτη φάση σε τριπολικό και ενδεχομένως στη συνέχεια και πάλι σε διπολικό, αλλά αυτή τη φορά με κύριο αντίπαλο της ΝΔ το ΠΑΣΟΚ κι όχι τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς για τη Χαριλάου Τρικούπη, ο Ανδρουλάκης, ο οποίος απέδειξε το οργανωτικό ταλέντο του, στο πολιτικό επίπεδο αποδείχθηκε λίγος. Αν ανατρέψει κανείς τα γεγονότα του 2022 θα διαπιστώσει την πολιτική απουσία του ΠΑΣΟΚ, ενώ υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για καινοτόμες δυναμικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Ο νέος πρόεδρος των “πρασίνων”, όμως, συμπεριφέρθηκε σαν “παιδί του κομματικού σωλήνα” κι όχι ως πολιτικός με Π κεφαλαίο, χάνοντας μία μοναδική, σχεδόν ιστορική, ευκαιρία.

Αλλά κι όταν με το σκάνδαλο των υποκλοπών ο Ανδρουλάκης επανήλθε στο προσκήνιο και πάλι οι χειρισμοί του ήταν πολιτικά συμβατικοί, εάν όχι αβαθείς. Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα κινηθεί λίγο πάνω από το 10%, ενώ δυνητικά θα μπορούσε να προσεγγίσει ακόμα και το 20%, αλλάζοντας ποιοτικά τις πολιτικές ισορροπίες. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης επικαλούνται το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης έχει την υποστήριξη των συστημικών Μίντια, αλλά αυτό είναι ένα δεδομένο, εντός του οποίου οφείλουν να κινηθούν, αφού δεν είναι σε θέση να το αλλάξουν. Στο χέρι τους, ωστόσο, είναι να αλλάξουν τον εαυτό τους, αλλά δεν το κάνουν. Να λοιπόν γιατί ο σημερινός πρωθυπουργός είναι διπλά τυχερός. Κανείς προκάτοχός του στη μεταπολιτευτική περίοδο δεν είχε τόσο εύκολους πολιτικούς αντιπάλους.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι