Η δυσανεξία της Προέδρου για το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”
25/07/2022«Η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα», δήλωσε χθες ανήμερα της επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και ήλθε αντιμέτωπη η ίδια με το κοινό περί δικαίου, αλλά και πολιτικής αίσθημα. Η αρχή είναι γνωστή σε όλους τους τελειόφοιτους νομικών σπουδών και στην ρίζα της παραπέμπει στην ευρύτερη και φιλοσοφική σχέση Δικαιοσύνης –ως σύστημα εφαρμογής νομικών κανόνων– με το δίκαιο.
Πράγματι οι δικαστές δεν μπορούν να παραβλέπουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου με την επίκληση ενός δύσκολα ανιχνεύσιμου κοινού περί δικαίου αισθήματος. Από την άλλη όμως οι δικαστές δεν απονέμουν δικαιοσύνη εν κενώ, ούτε οι ίδιοι ζουν στο νησί της ουτοπίας: Είναι μέλη μίας συγκεκριμένης σε τόπο και χρόνο κοινωνίας και επηρεάζονται ακόμη και όταν δεν το θέλουν από την οργανωμένη κοινωνία μέσα στην οποία ζουν. Όταν το πλαίσιο του νόμου το επιτρέπει, (όταν δεν υπάρχει σύγκρουση), δεν μπορούν να μην λαμβάνουν υπόψη και την δικαιϊκή αντίληψη της κοινωνίας γιατί τότε χάνεται η νομιμοποιητική απήχηση της εφαρμογής του νόμου.
Η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου στην ομιλία της στην 48η επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας έκανε μία πολιτική παρέμβαση. Είναι σαφές ότι αναφερόταν στην υπόθεση Λιγνάδη και στις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί. Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί το έκανε, θα μπορούσε κάλλιστα να το αντιπαρέλθει, δεν είναι δα και το πλέον σημαντικό ζήτημα μία δικαστική απόφαση, για να μιλήσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε μία τέτοια επέτειο.
Το λεπτό σημείο που φυσικά δεν ξέφυγε από την έμπειρη δικαστικό και νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι ότι ο δικαστής στην υπόθεση Λιγνάδη είχε ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας. Μπορούσε να πάρει την απόφαση που τελικά πήρε (την αποφυλάκιση) και να είναι εντός του πλαισίου του νόμου, αλλά απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ή μπορούσε να διατάξει την συνέχιση της προφυλάκισης Λιγνάδη, όπως είχε αποφασιστεί πρωτόδικα, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και να είναι επίσης εντός του πλαισίου του νόμου και παράλληλα να εκφράζει την δικαιϊκή αντίληψη της κοινωνίας.
Πολιτική παρέμβαση από Σακελλαροπούλου
Με την συγκεκριμένη αναφορά η κ. Σακελλαροπούλου τοποθετήθηκε απέναντι σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που εξακολουθεί να αντιδρά στην “απελευθέρωση του βιαστή”. Πίσω από την θετικιστική αρχή -ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα-, και την προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης, πήρε πολιτική θέση στηρίζοντας την αποφυλάκιση Λιγνάδη, κόντρα στο αίτημα της πλειοψηφίας της κοινωνίας το οποίο, ευθυγραμμιζόμενη με την κυβερνητική θέση, εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί λαϊκίστικο. Για αυτό άλλωστε έκανε λόγο για «θεσμικά αντίβαρα που αποτελούν θεμέλια του Κράτους Δικαίου και δεν υποτάσσονται στο λαϊκισμό, τις πλειοψηφίες και τους εφήμερους συσχετισμούς».
Η θέση που εξέφρασε συνάδει με την κυβερνητική αντιμετώπιση του θέματος, όπως την εξέφρασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (και σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες την έχει επεξεργαστεί ο καθηγητής Γιώργος Γεραπετρίτης). Σύμφωνα με αυτή είναι «εύλογος ο προβληματισμός των πολιτών», αλλά οι πολίτες δεν είναι δικαστές (εν ολίγοις είναι αδαείς και πρέπει αυτά να αφήνονται στους ειδικούς) και ακολούθως αποδοκιμαστέες οι αντιδράσεις τους που υποκινούνται από την αξιωματική αντιπολίτευση, που λαϊκίστικά και δημαγωγικά επιθυμεί μία “λατινοαμερικάνικη μπανανία”.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου ευθυγραμμίζεται πολιτικά με την κυβέρνηση. Η θεσμική αποστολή της όμως είναι να στέκεται πάνω από τις τρέχουσες πολιτικές υποθέσεις ως πολιτειακός παράγοντας εξισορρόπησης των πολιτικών αντιπαραθέσεων και παθών και όχι να γίνεται μέρος τους. Η υποβάθμιση των “αδαών πολιτών” με την επίκληση του λαϊκισμού συνιστά απίσχναση της δημοκρατίας.