Η Ελλάδα σαν “ισοβίτης”
24/09/2017Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση. Όπως μας έχει δείξει η πείρα των χρόνων του Μνημονίου, ο πόλεμος κρίνεται κυρίως στο πεδίο της οικονομίας. Και σ’ αυτό το πεδίο, η έξοδος από τα Μνημόνια και η αισιόδοξη ρητορική του Τσίπρα για το από εδώ και πέρα δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα που βιώνει η μικρομεσαία θάλασσα, δηλαδή ο κορμός της ελληνικής κοινωνίας.
Μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται για τα υπερπλεονάσματα, αλλά είναι εμφανέστατη εδώ και καιρό η φοροδοτική κόπωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Η κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων με υπερφορολόγηση απορροφά ζωτικούς πόρους από την πραγματική οικονομία, γεγονός που την καθηλώνει. Είναι θεμελιώδες ότι όταν η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε τόσο άσκημη κατάσταση ούτε το ασφαλιστικό, ούτε το τραπεζικό σύστημα μπορούν να είναι υγιή.
Από φέτος και μέχρι το 2022, άλλωστε, η μνημονιακή υποχρέωση είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ετήσια αφαίμαξη της πραγματικής οικονομίας κατά πάνω από 6,3 δισ. ευρώ ετησίως. Η αφαίμαξη θα συνεχισθεί μέχρι το 2060 με ρυθμό 2,2% του ΑΕΠ. Για να προσεγγισθούν αυτοί οι στόχοι θα πρέπει η οικονομία να τρέξει με υψηλότατο ρυθμό ανάπτυξης που με τις υφιστάμενες συνθήκες είναι ανεδαφικός. Αυτό φάνηκε και από το ότι η μεγέθυνση και το 2016 και το 2017 ήταν σαφώς μικρότερη από τις προβλέψεις.
Όλα δείχνουν ότι προς το παρόν η ελληνική οικονομία ισορροπεί σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο και χωρίς ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική. Αυτό σημαίνει ότι διαψεύδεται το “θεώρηση του ελατηρίου” και κατ’ επέκτασιν η προοπτική μίας γρήγορης ανάκαμψης, η οποία θα επέτρεπε την επούλωση οικονομικών και κοινωνικών πληγών που έχουν ανοίξει οι μνημονιακές πολιτικές. Με άλλα λόγια, επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα παραμείνουν στη σημερινή δύσκολη κατάσταση.
Στο πολιτικό επίπεδο, αυτό συντηρεί το ήδη βαρύ κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατεί για και στους κόλπους των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις είναι αποκαλυπτικές των εκλογικών διαρροών, παρότι η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν εμφανίζει ισχυρή πολιτική δυναμική.
Οι ελπίδες του Τσίπρα για σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και για συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαψεύσθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Τώρα πλέον, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει επενδύσει τα πάντα στο σενάριο της καθαρής εξόδου από το Μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018.
Το χρέος και η καθαρή έξοδος
Μέχρι τότε η κυβέρνηση ποντάρει πολλά στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων με σκοπό να τεθεί η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Αναμφίβολα, η ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους θα δημιουργούσε κλίμα οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας, γεγονός που με τη σειρά του θα διευκόλυνε την έλευση επενδύσεων. Θα είχε, επίσης, και υψηλό πολιτικό συμβολισμό.
Η διελκυστίνδα μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου αναμένεται να ξαναρχίσει όταν ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία. Ο Σόιμπλε επιμένει ότι το αν πρέπει ή όχι να ελαφρυνθεί το ελληνικό χρέος θα πρέπει να συζητηθεί μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου. Αντιθέτως, το ΔΝΤ θα θέσει το ζήτημα αμέσως μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης, απειλώντας με αποχώρηση από το ελληνικό πρόγραμμα.
Δεμένη χειροπόδαρα από τα Μνημόνια και μετά την τυπική λήξη τους, η Ελλάδα θυμίζει ισοβίτη. Προς το παρόν, στο Μαξίμου ελπίζουν ότι θα μειώσουν την ποινή και είναι ειλικρινείς όταν διαψεύδουν ότι σχεδιάζουν πρόωρες εκλογές. Είναι δεδομένο πως θα προσπαθήσουν να ολοκληρώσουν την 3η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν και παραλλήλως να κάνουν ό,τι πρέπει για να επιτύχουν μία καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια το καλοκαίρι του 2018. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου δεδομένο πως οι δανειστές θα συμφωνήσουν με αυτό…