ΑΝΑΛΥΣΗ

Η ενεργειακή συνεργασία Ρωσίας-Γερμανίας έχει και αθέατη όψη

Η ενεργειακή συνεργασία Ρωσίας-Γερμανίας έχει και αθέατη όψη, Παναγιώτης Γεννηματάς

Η ζόφωση του διεθνούς κλίματος στην αγορά της ενέργειας έχει εμφανιστεί από το καλοκαίρι του 2021. Η ανησυχία πυροδοτήθηκε με την αναστολή από την κυβέρνηση Μέρκελ των τεχνικών εγκρίσεων για τη λειτουργία του αγωγού Νord Stream II, η κατασκευή και η ολοκλήρωση του οποίου είχε συντελεστεί επί των μακρών ημερών της καγκελαρίας της. Έτσι το νέο ποιοτικό άλμα στην ενεργειακή συνεργασία Ρωσίας-Γερμανίας έμεινε μετέωρο.

Εύλογα εγείρεται το ερώτημα: γιατί η Άνγκελα Μέρκελ δεν προχώρησε η ίδια στη χορήγηση των σχετικών εγκρίσεων για την ενεργοποίηση του αγωγού πριν αποχωρήσει από την εξουσία; Γιατί δηλαδή άφησε σε εκκρεμότητα την ολοκλήρωση μιας ακόμα ενεργειακής διασύνδεσης, που ενίσχυε την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας της, ενδυναμώνοντας όμως παράλληλα τους δεσμούς ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία;

Μια πρώτη προσέγγιση είναι η υπόθεση ότι η Μέρκελ, έχοντας προαποφασίσει από καιρό την αποχώρησή της από την εξουσία, δεν θέλησε –από συνήθεις λόγους πολιτικής αβροφροσύνης– να δεσμεύσει τη διάδοχη κυβέρνηση σε μια τόσο σοβαρή απόφαση, ή τουλάχιστον να της στερήσει την ευκαιρία μιας σημαντικής εθνικής υπογραφής. Ελάχιστοι θα βρουν την εξήγηση αυτή αρκετά πειστική. Η απορία παραμένει: γιατί η Μέρκελ πέταξε το μπαλάκι μιας τόσο σοβαρής ενεργειακής απόφασης στο διάδοχο σχήμα μιας προεξοφλούμενης κυβέρνησης συνεργασίας, στην οποία η πιθανότητα συμμετοχής των Πρασίνων εμφανιζόταν λίαν πιθανή;

Το ανεπιθύμητο πραγματοποιήθηκε. Η νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού με τη συμμετοχή των Πρασίνων δεν προχώρησε στη χορήγηση αδειών για την ενεργοποίηση του Νοrd Stream II. Αν το ζήτημα ήθελε κάποιο χρόνο για την ενδοκυβερνητική επίλυση, η ένταση στις σχέσεις με τη Ρωσία εξ αιτίας της εισβολής στην Ουκρανία ήρθε να εντάξει την αναστολή της λειτουργίας του αγωγού στο πλέγμα των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, απέναντι στις οποίες η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τη στάση της.

Ενεργειακή συνεργασία Ρωσίας-Γερμανίας

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ερμηνεία για την αποφυγή της δέσμευσης από την κυβέρνηση Μέρκελ. Μια υπόθεση που μοιάζει πλησιέστερη στην πραγματικότητα. Η Μέρκελ, από την πρώτη στιγμή της ανόδου της στην καγκελαρία (2005) ανέλαβε να συνεχίσει την ενεργειακή πολιτική του προκατόχου της σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαντ Σρέντερ για στενότερη ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία.

Η ενίσχυση της γερμανορωσικής συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας είχε επί του προκατόχου της πάρει τη μορφή του διμερούς απ’ ευθείας αγωγού Νοrd Stream I που είχε ολοκληρωθεί επί της προηγούμενης κυβέρνησης. Ο αγωγός αυτός είχε επισύρει την μήνι άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τις ενεργειακές ανάγκες των οποίων αγνοούσε. Πρωτίστως όμως δεν είχε την συγκατάθεση των Αμερικανών που εθορυβήθησαν δεόντως με την εμβάθυνση της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία.

Η Μέρκελ δεν έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για τις αμερικανικές ανησυχίες. Η εμβάθυνση της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία ήταν γερμανική απόφαση που είχε ληφθεί αμέσως μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Για τη συνέχεια αυτή η ανατολικογερμανικής καταγωγής Μέρκελ δεν είχε προφανώς καμμία αντίρρηση. Η προηγούμενη μάλιστα κυβέρνηση του Σρέντερ δεν είχε διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ για το ζήτημα της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Κατόπιν αυτού η Μέρκελ ευλόγησε την ανάληψη της προεδρίας της γερμανορωσικής κοινοπραξίας του αγωγού Νord Stream I από τον ίδιο τον πρώην καγκελάριο Σρέντερ, ως προσωπικότητα εμβληματική που καθιστούμε εμμέσως πλην σαφώς την γερμανορωσική ενεργειακή συνεργασία εθνική πολιτική.

Γερμανικός ενεργειακός ελιγμός 

Αλλά η πολιτική αυτή ουδέποτε έγινε πλήρως αποδεκτή από τις ΗΠΑ. Όσοι παρακολουθούν στενότερα τη διεθνή πολιτική ενδεχομένως ενθυμούνται την κρίση στις γερμανοαμερικανικές σχέσεις που σημειώθηκε κατά την περίοδο 2008-11 εξ αφορμής παρακολουθήσεων των επικοινωνιών της Γερμανίδας καγκελαρίου από τους Αμερικανούς. Την υπόθεση αυτή η ίδια η Μέρκελ φρόντισε φρονίμως να υποβαθμίσει. Η ουσία όμως παρέμενε. Η Μέρκελ δεν υπήρξε ποτέ εγκάρδιος συνομιλητής στον Λευκό Οίκο. Η καχυποψία την συνόδευε μέχρι το τέλος, όχι μάλιστα αδικαιολόγητα.

Μετά την καταστροφή του πυρηνικού σταθμού στη Φουκοσίμα της Ιαπωνίας το 2013, η Μέρκελ θεώρησε πολιτικά σκόπιμο να “πουλήσει” στο θορυβημένο εκλογικό σώμα της Γερμανίας, που χαρακτηρίζεται από αυξημένες περιβαλλοντικές ευαισθησίες, δείγματα περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Έσπευσε, λοιπόν, κατόπιν αυτού να αναστείλει το πυρηνικό πρόγραμμα σταθμών ηλεκτρικής παραγωγής της Γερμανίας και να το αντικαταστήσει με την προώθηση των εναλλακτικών μορφών ενεργειακής αειφορίας.

Ο στρατηγικός αυτός ενεργειακός ελιγμός από άλλους επαινέθηκε και από άλλους κατεκρίθη. Ήταν όμως η “πράσινη” συνείδηση της Γερμανίδας καγκελαρίου που την εξώθησε σε τόσο ριζοσπαστική απόφαση, χωρίς να ανησυχεί για την αποτελεσματικότητα της εναλλακτικής στρατηγικής; Φυσικά η Μέρκελ δεν έγινε απότομα θιασώτις των Πρασίνων. Όταν απεφάσιζε την αναστολή του πυρηνικού προγράμματος της Γερμανίας, η κρυψίνους καγκελάριος είχε προχωρήσει διακριτικά στην απόφαση υλοποίησης του αγωγού Nord Stream II. Έπαιζε επομένως εκ του ασφαλώς τον ρόλο της “πράσινης καγκελαρίου”, σε στενότατη πάντοτε συνεργασία με τον προκάτοχό της Σρέντερ, σταθερό διαμεσολαβητή της Γερμανίας με τον Ρώσο πρόεδρο και με την ολόθερμη συναίνεση της γερμανικής βιομηχανίας, της οποίας ο Σρέντερ ήταν εξ αρχής ο εκλεκτός.

Ευρωπαϊκή ενεργειακή ισορροπία

Ο πρόεδρος Τραμπ, επιθυμώντας να προσελκύσει τον Πούτιν σε στενότερη σχέση με τις ΗΠΑ, ώστε να τον απομακρύνει από τον κινέζικο εναγκαλισμό, δεν είχε τις ίδιες αντιρρήσεις για τη γερμανική ενεργειακή πρόσδεση στη Ρωσία με τους προκατόχους του. Έτσι ο Νοrd Stream II ολοκληρώθηκε απρόσκοπτα. Αλλά, η Προεδρία Μπάιντεν εμπνέεται προφανώς από τις φθίνουσες, μετά το 2006, αρχές του αμερικανικού αυτοκρατορικού μεγαλοϊδεατισμού και την ψυχροπολεμική ιδεολογία απέναντι στη Ρωσία.

Η Προεδρία Μπάιντεν βλέπει ως αιτία για την αποτυχία των παγκοσμιοποιητικών αμερικανικών βλέψεων για ενσωμάτωση του πρώην σοβιετικού οικονομικού χώρου στη ζώνη των διεθνών καπιταλιστικών συναλλαγών, τον ρωσικό εθνικισμό που εκφράζει ο Πούτιν. Με τη λογική αυτή, οι πιέσεις προς τη Γερμανία για την αναστολή λειτουργίας του νέου αγωγού έχουν αρχίσει από το 2020, για να κορυφωθούν το καλοκαίρι του 2021. Αποτέλεσμα των πιέσεων αυτών ήταν η Μέρκελ να αφήσει τελικά το ζήτημα της λειτουργίας του Nord Stream II στα χέρια των διαδόχων της.

Η σημερινή τρικομματική γερμανική κυβέρνηση έχει μέχρι στιγμής αποδειχτεί εξαιρετικά ανασφαλής και ενδοτική, πρώτον απέναντι στον “πράσινο” εταίρο και δεύτερον απέναντι στις αμερικανικές πιέσεις. Οι ΗΠΑ αξιώνουν σήμερα από τη Γερμανία να αναιρέσει την ενεργειακή της πολιτική, που έχει δρομολογηθεί από τις αρχές του 1990 και η οποία υποστηρίζει την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Θα υπαναχωρήσει η γερμανική κυβέρνηση σε ξεπερασμένες ασκήσεις αμερικανικού μεγαλείου; Ή θα χρειαστεί και πάλι Grosse Koalition (Μεγάλο Συνασπισμό) για να επιλύσει το διαφαινόμενο αδιέξοδο;

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version