Η επανεκλογή Μακρόν και η πολιτική ήττα της “φιλελεύθερης συναίνεσης”
25/04/2022Αν κρίνουμε από τα επίσημα exit poll η επανεκλογή Μακρόν είναι όχι μόνο δεδομένη, αλλά και άνετη. Αν και πολλοί υπογραμμίζουν ότι σε σύγκριση με το 2017 η διαφορά του από τη Λεπέν είναι πολύ μικρότερη, αυτό που αξίζει περισσότερο να υπογραμμισθεί είναι ότι η διαφορά –εάν βεβαίως επιβεβαιωθεί το επίσημο exit poll– είναι μεγαλύτερη από αυτή που έδειχνε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου.
Όπως είχα εξηγήσει σε άρθρο μου, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του 2017 και του 2022 ήταν ότι ενώ το 2017 η Λεπέν δεν είχε “εκλογικές εφεδρείες”, το 2022 είχε αρκετές. Το 2017 οι ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει τους υποψήφιους, οι οποίοι είχαν αποκλεισθεί στον πρώτο γύρο, ήταν εξαρχής ξεκάθαρο ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους θα κατευθύνονταν στον Μακρόν. Ως σχετικά πολιτικά άφθαρτος, άλλωστε, ο Μακρόν προσφερόταν για να μπορέσουν διάφορα κοινωνικά στρώματα να προβάλουν πάνω του τις πολιτικές προσδοκίες τους.
Το 2022, η Λεπέν είχε “από χέρι” τις ψήφους των δύο ακροδεξιών υποψηφίων, οι οποίοι αθροιστικά είχαν εξασφαλίσει σχεδόν 10%, άρα η Ακροδεξιά –ή Νέα Δεξιά όπως άλλοι την αποκαλούν– πήγε στο δεύτερο γύρο με βάση εκκίνησης πάνω από 33%, ποσοστό, που λόγω της πρόσθετης αποχής, γίνεται μεγαλύτερο. Επίσης, μπορούσε να ελπίζει αφενός σε μικρές εισροές από τους υποψηφίους που είχαν λάβει κάτω από 5%, αφετέρου υπήρχαν ενδείξεις και δημοσκοπήσεις πως το υψηλό ποσοστό του Μελανσόν θα τριχοτομείτο μεταξύ αποχής, Μακρόν και Λεπέν, παρότι ο ίδιος είχε συστήσει στους ψηφοφόρους για το δεύτερο γύρο “όχι Λεπέν”.
Είναι προφανές πως η τάση “ψηφίζω το μικρότερο κακό”, ή αλλιώς “κόβω τον δρόμο στην επέλαση της ακροδεξιάς” το 2022 έχει μικρότερη εμβέλεια σε σύγκριση με το 2017 και πολύ μικρότερη σε σύγκριση με τον παλαιότερο δεύτερο γύρο, στον οποίο είχε συμμετάσχει ο πατήρ Λεπέν. Διατηρεί, ωστόσο, σημαντική εμβέλεια. Ένα μεγάλο ποσοστό των αριστερόστροφων ψηφοφόρων του Μελανσόν, παρότι διακρίνεται για το –εντονότερο ή μετρημένο– αντισυστημικό πρόσημό του, παραμένει στη λογική Αριστερά-Δεξιά, η οποία οδήγησε στην υπερψήφιση του (νεο)φιλελεύθερου κεντρώου παρά της ακροδεξιάς Λεπέν και κατ’ επέκταση στην επανεκλογή Μακρόν.
Οι τρεις ατζέντες
Αν ξύσουμε, όμως, την επιφάνεια, θα οδηγηθούμε σε άλλα μονοπάτια. Εξετάζοντας τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, είναι προφανές ότι το γαλλικό εκλογικό σώμα είναι τριχοτομημένο με όρους συμβατικής πολιτικής γεωγραφίας: Το ένα τρίτο περίπου ψηφίζει την “ακροδεξιά ατζέντα”, το ένα τέταρτο περίπου ψηφίζει την “αριστερή ατζέντα” και τα υπόλοιπα περίπου δύο πέμπτα ψηφίζουν την “ατζέντα της φιλελεύθερης συναίνεσης”. Με τον όρο περιγράφεται η σύγκλιση του άλλοτε διπόλου κεντροδεξιά-κεντροαριστερά ή αλλιώς χριστιανοδημοκρατία-σοσιαλδημοκρατία.
Εάν, μάλιστα, προβάλουμε τα ποσοστά στο επίπεδο των κοινωνικών στρωμάτων, θα διαπιστώσουμε σε γενικές γραμμές ότι τη “φιλελεύθερη συναίνεση” την ψήφισε κατά κανόνα η “αστική Γαλλία”, τα ανώτερα και μεσαιοανώτερα στρώματα των μεγάλων πόλεων. Την “αριστερή ατζέντα” ψήφισαν κατά κανόνα τα εργατικά και λαϊκά στρώματα και οι μετανάστες του Παρισιού κι άλλων μεγάλων πόλεων. Τέλος, την “ακροδεξιά ατζέντα” ψήφισαν κατά κανόνα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα ειδικά στην επαρχία.
Αν και το κίνημα των “Κίτρινων Γιλέκων” ανακάτεψε την τράπουλα σε σχέση με τα ιδεολογικά στερεότυπα, είναι προφανές ότι το “αντισυστημικό” πρόσημο ως κοινός παρονομαστής των ψηφοφόρων του Μελανσόν και της Λεπέν δεν ήταν ικανό να υπερνικήσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των δύο εκλογικών ομάδων με όρους συμβατικής πολιτικής γεωγραφίας, δηλαδή στη γραμμή Αριστερά-Δεξιά.
Η επανεκλογή Μακρόν, λοιπόν, επιβεβαίωσε ότι οι “συστημικές” δυνάμεις διατηρούν το στρατηγικό πλεονέκτημα. Μπορεί η Λεπέν να πρόσθεσε στο ποσοστό της του πρώτου γύρου σχεδόν 20 μονάδες, αλλά δεν κατάφερε να προσελκύσει τη μεγάλη πλειονότητα των αριστερόστροφων “αντισυστημικών” ψήφων. Για να το πούμε με άλλα λόγια, η παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Αριστερά-Δεξιά και το εξίσου παραδοσιακό αντί-ακροδεξιό ιδεολογικό σύνδρομο των αριστερών ψηφοφόρων κέρδισε στη μάχη με τη σχετικά πιο πρόσφατη διαχωριστική γραμμή “συστημικοί-αντισυστημικοί”.
Η “φιλελεύθερη συναίνεση”
Το γεγονός ότι η Λεπέν υπερέβη με άνεση το όριο του 40%, την εδραιώνει ως τον άλλο πόλο – παρά το υψηλό ποσοστό του Μελανσόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εγγράφει υποθήκες για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές και βεβαίως για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Εάν πρέπει να εξάγουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα, που αφορά όχι μόνο τη Γαλλία, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη, η εκλογική εμβέλεια αυτού που αποκαλείται “φιλελεύθερη συναίνεση” συρρικνώνεται.
Οι συνιστώσες της “φιλελεύθερης συναίνεσης”, δηλαδή η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά έχουν εδώ και αρκετά χρόνια πάψει να είναι δίπολο για τους εξής δύο λόγους: Πρώτον, επειδή ιδεολογικά και ακόμα περισσότερο πολιτικά οι δύο ιστορικές αυτές πολιτικές οικογένειες έχουν συγκλίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δεύτερον, επειδή ενώ μεταπολεμικά κυριαρχούσαν ως αντίπαλες και εναλλασσόμενες στην εξουσία παρατάξεις, εδώ και χρόνια τα εκλογικά ποσοστά τους έχουν αθροιστικά συρρικνωθεί, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να παραμείνουν εξουσία.
Η περίπτωση της Γαλλίας έχει μία ιδιαιτερότητα. Μετά το Brexit, την εκλογή του Τραμπ και την ήττα του Ρέντσι στο ιταλικό δημοψήφισμα, οι γαλλικές άρχουσες ελίτ είχαν φροντίσει επιμελώς να μη βρεθούν στην ίδια θέση. Έτσι, ενώ το 2017 οι παραδοσιακές κομματικές εκλογές είχαν αναδείξει τον Φιγιόν ως υποψήφιο της γκωλικής κεντροδεξιάς και τον Αμόν ως υποψήφιο των Σοσιαλιστών, το παιχνίδι παίχτηκε πάνω από τα κεφάλια και των δύο και των κομμάτων τους.
Η επανεκλογή Μακρόν
Υπενθυμίζουμε ότι ο Φιγιόν είχε εξουδετερωθεί πολιτικά-εκλογικά με την παραδοσιακή μέθοδο: είχαν διοχετευθεί στα Μίντια μικροσκάνδαλα (η αργομισθία της συζύγου του κλπ), τα οποία ήταν ασήμαντα σε σύγκριση με όσα κατά κανόνα συμβαίνουν στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας κι όχι μόνο. Για την περίπτωση εκείνη ισχύει το ευαγγελικό “διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλο”. Ο Αμόν είχε εξουδετερωθεί με άλλο τρόπο. Μπορεί η κομματική βάση να τον είχε επιλέξει ως υποψήφιο Πρόεδρο, αλλά η κυρίαρχη δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλιστών –προφανώς με την προτροπή και των αρχουσών ελίτ– είχε προσανατολισθεί με τις ευλογίες και του τότε απερχόμενου Προέδρου Ολάντ προς την υποψηφιότητα του Μακρόν. Έτσι ο Αμόν κατέληξε με μονοψήφιο ποσοστό.
Ο Μακρόν είχε προβληθεί κατά κόρον σαν η ενσάρκωση του “νέου”. Μπορεί όσον αφορά την ηλικία και τη συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα να ήταν το 2017 πράγματι νέος, αλλά ήταν παλιός όσον αφορά το τι εξέφραζε πολιτικά. Ο Μακρόν τα κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο, λόγω της στράτευσης πίσω από την υποψηφιότητά του σύσσωμων των αρχουσών ελίτ της Γαλλίας, αλλά και σύσσωμου του ευρωπαϊκού ιερατείου. Είναι ενδεικτικός ο ενθουσιασμός που είχε επικρατήσει μετά τη σαρωτική νίκη του το 2017 και η ανακούφιση και ενθουσιασμός που επικράτησε τώρα.
Στην πραγματικότητα, για να περάσει ο Μακρόν στον δεύτερο γύρο το 2017, έπρεπε οι δύο συνιστώσες της “φιλελεύθερης συναίνεσης” στη Γαλλία, οι κεντροδεξιοί γκωλιστές και οι κεντροαριστεροί Σοσιαλιστές να συμμετέχουν σε επίπεδο ψηφοφόρων στις εκλογές ενιαία. Αυτό τον ρόλο έπαιξε ο Μακρόν, “εξαφανίζοντας” από τον εκλογικό χάρτη των προεδρικών εκλογών και τους γκωλιστές και τους Σοσιαλιστές, όπως επιβεβαιώθηκε στον πρώτο γύρο του 2022. Το 2017 ήταν εξαρχής σαφές ότι εάν ο Μακρόν έμπαινε στον δεύτερο γύρο θα εκλεγόταν. Το ίδιο συνέβη και τώρα, έστω κι αν η επανεκλογή Μακρόν επετεύχθη με πολύ μικρότερη διαφορά.
Κερδίζουν όσοι αθροίζονται
Οι συστημικές δυνάμεις στη Γαλλία που έχουν στη σημαία τους την παγκοσμιοποίηση, το νεοφιλελευθερισμό και την Ευρωζώνη, είχαν από το 2017 νομιμοποιήσει πολιτικά τη στρατηγική τους και είχαν εγγράψει και υποθήκη για δεύτερη πενταετία, την οποία και κέρδισαν με την επανεκλογή Μακρόν. Ο Γάλλος Πρόεδρος, άλλωστε, μπορεί να άνοιξε σκληρά μέτωπα στο εσωτερικό της Γαλλίας, λόγω της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του, αλλά στην εξωτερική και ευρωπαϊκή πολιτική του ήταν κατά κανόνα θετικός παράγοντας.
Το στρατηγικό πλεονέκτημα των δυνάμεων της “φιλελεύθερης συναίνεσης” είναι το γεγονός ότι μπορούν να αθροίζονται όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν ισχύει το ίδιο για τις “αντισυστημικές” δυνάμεις. Για τους λόγους που εξέθεσα παραπάνω, αυτές δεν μπορούν να αθροιστούν εκλογικά. Έτσι το γεγονός ότι με μία έννοια αποτελούν πλειοψηφία, θεσμικά δεν λέει τίποτα. Με τον τρόπο αυτό, η εκδηλωμένη “αντισυστημική” πίεση, έτσι όπως εκφράσθηκε όχι μόνο από τα “Κίτρινα Γιλέκα”, αλλά και με άλλους τρόπους, εξουδετερώνεται.
Για πόσο χρόνο; Θεσμικά σίγουρα για την επόμενη πενταετία. Πολιτικά θα το δείξουν τα γεγονότα, αρχίζοντας από τις δύσκολες για τον Μακρόν βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου Ιουνίου. Κάνοντας για δεύτερη φορά ένα εκλογικό άλμα (το πρώτο το 2017 το δεύτερο τώρα) η Λεπέν μπορεί να ελπίζει ότι το 2027 θα είναι η τρίτη και επιτυχής προσπάθειά της να κατακτήσει το Ελιζέ. Η ενεργειακή κρίση και το κύμα ακρίβειας, άλλωστε, είναι δεδομένο ότι θα ροκανίσει την πολιτική εμβέλεια και κατ’ επέκταση την εκλογική επιρροή του Γάλλου Προέδρου. Πολύ περισσότερο που η νομιμοποιητική βάση του –πολιτικά όχι θεσμικά– είναι πολύ πιο αδύναμη σε σύγκριση με το 2017.