Η επέλαση Τραμπ προς την προεδρία – Εκτός από δικαστήρια θα χρησιμοποιήσουν κι άλλα μέσα;
22/01/2024Ο θρίαμβος του Τραμπ στην Αϊόβα με συντριπτική διαφορά από τους άλλους διεκδικητές του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων επιβεβαίωσε αυτό που φαινόταν. Οι δημοσκοπήσεις, άλλωστε, δεν αφήνουν περιθώρια και για τη νίκη του στο Νιου Χαμσάιρ τις επόμενες ημέρες, παρά την συστηματική προεκλογική κινητοποίηση της Χάλεϊ. Ενδεικτικό του κλίματος είναι ότι ο άλλοτε πολλά υποσχόμενος Ντε Σάντις εγκατέλειψε την κούρσα, δηλώνοντας την υποστήριξή του στην υποψηφιότητα του Τραμπ.
Μπορεί οι εκλογές για την προεδρία των ΗΠΑ να αργούν ακόμα (Νοέμβριος 2024), αλλά όλα δείχνουν πως ο κύβος έχει ριφθεί σε ό,τι αφορά το ποιος θα είναι υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Με τις αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις που έχουν ασκηθεί στον Τραμπ και με τις παράλληλες προσπάθειες να αποκλείσουν τον Τραμπ από τις προεδρικές εκλογές με ένα είδος δικαστικού “πραξικοπήματος”, οι Δημοκρατικοί έχουν καταφέρει να τον καταστήσουν το απόλυτο φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων.
Αυτό θα έβγαζε νόημα εάν οι Δημοκρατικοί ήταν σίγουροι για τη νίκη του Μπάιντεν εάν είχε αντίπαλο τον Τραμπ. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν υφίσταται, πολύ περισσότερο που ο Μπάιντεν είναι πλέον προφανώς υπέργηρος για τον ρόλο του προέδρου και επιπλέον έχει προσωπικά χρεωθεί την εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας, ο οποίος εξελίσσεται υπέρ των Ρώσων. Κατά συνέπεια, το ενδεχόμενο ο Τραμπ να ξαναβρεθεί στον Λευκό Οίκο είναι από αρκετά έως πολύ πιθανό, με ό,τι αυτό θα σημαίνει και για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα και για τις διεθνείς ισορροπίες.
Στις μέχρι πρότινος κατηγορίες εναντίον του Τραμπ, έχει προσφάτως προστεθεί και κατηγορία για συνωμοσία εναντίον του κράτους! Ο Τραμπ είναι πολιτικά τοξικός, αλλά οι εναντίον του διώξεις δεν έχουν προηγούμενο για πρώην πρόεδρο. Είναι εξόφθαλμο ότι απέναντί του, εκτός από το Δημοκρατικό Κόμμα, είναι και η μεγάλη πλειονότητα του αμερικανικού κατεστημένου, μη εξαιρουμένης και της παραδοσιακής κομματικής ηγεσίας των Ρεπουμπλικανών.
Τεκτονικές αλλαγές
Είναι προφανές πως εάν ο Τραμπ δεν ήταν πολιτική απειλή, κανένας εισαγγελέας δεν θα ασχολείτο μαζί του. Η πολιτική εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης έγινε για να τον ακυρώσει, αλλά όλα δείχνουν πως φέρνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όσοι πίστευαν ότι με τις ποινικές διώξεις θα τον εξουδετέρωναν, διαψεύδονται παταγωδώς. Οι διώξεις έχουν εκτοξεύσει τα ποσοστά του. Οι διώξεις εναντίον του ενισχύουν την σχεδόν φανατική σχέση πολιτικής εκπροσώπησης που έχει οικοδομήσει με τη “βαθιά Αμερική”.
Ο τραμπισμός έχει αποκτήσει κοινωνικο-οικονομικές ρίζες. Αποτυπώνει τον βαθύ διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας, ο οποίος έχει προσλάβει διαστάσεις υφέρποντος εμφυλίου πολέμου. Οι ΗΠΑ δεν έφθασαν σ’ αυτό το σημείο χωρίς αιτία. Ήταν οι οικονομικές-κοινωνικές διαφοροποιήσεις της τελευταίας 20ετίας που γέννησαν τον τραμπισμό, ως αμερικανική εκδοχή ενός πολιτικού φαινομένου που σαρώνει και τη Γηραιά Ήπειρο. Οι αιτίες του δεν είναι μόνο ο νεοφιλελευθερισμός. Εκτός από τις ανατροπές στο οικονομικό επίπεδο, έχουμε πλέον και τον μεταμοντέρνο δικαιωματισμό (woke ατζέντα) στο επίπεδο των κοινωνικών αξιών.
Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την μήτρα της αντισυστημικής ψήφου που αλλάζει τον πολιτικό χάρτη σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι γεγονός ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της (νεο)φιλελεύθερης κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς αμφισβητείται εντόνως από τους πολίτες. Μικρομεσαία στρώματα στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, προσανατολιζόμενα κυρίως προς τη λεγόμενη “Νέα Δεξιά”.
Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους, ενισχύοντας τις οικονομικές ανισότητες. Πρόκειται για τεκτονικές αλλαγές που συνεχίζει να προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες η κρίση του 2008 και η οποία επιδεινώθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό. Η οικονομική κρίση είναι αυθεντικό προϊόν της απληστίας της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ανισοκατανομή του πλούτου έχει προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις. Σύμφωνα με την New York Times, στη δεκαετία του 1990 το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στη οκταετία του Μπους (2000-08) προσποριζόταν το 65% και στην οκταετία του Ομπάμα το 93%! Κι από τότε η κατάσταση έχει επιδεινωθεί.
Ροκάνισαν το κλαδί
Στην Ευρώπη, τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες εδραίωσαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ανάπτυξη, ευημερία και Κοινωνικό Κράτος. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, συνέκλιναν και λειτούργησαν σαν όχημα της παγκοσμιοποίησης και εφαρμοστές της ατζέντας του (νεο)φιλελευθερισμού, αλλά και του μεταμοντέρνου δικαιωματισμού που πλήττει τα εθνικά κράτη και τις κοινωνικές αξίες.
Λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ροκάνισαν το κλαδί που κάθονταν. Για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό, αλλά στη συνέχεια ήλθε αναπόφευκτα η λιτότητα. Με όργανο τις πολιτικές ελίτ η ολιγαρχία του χρήματος αποδομεί τα αμορτισέρ που μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν την οικονομική ανάπτυξη. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η ιδεολογική επίθεση με την woke ατζέντα.
Στις ΗΠΑ, η κοινωνική πολιτική του Ομπάμα μετρίασε την κρίση, αλλά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δυσκολεύεται και εκεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Δεν ήταν μόνο οι μειονότητες και οι παραδοσιακά περιθωριοποιημένοι. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το “τρένο” μικρομεσαίους άλλοτε νοικοκυραίους και ειδικά την παραδοσιακή λευκή εργατική τάξη της “βαθιάς Αμερικής” που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η αντίδραση αυτών των στρωμάτων στον μεταμοντέρνο δικαιωματισμό.
Η “βαθιά Αμερική”
Ο Τραμπ εξελέγη το 2016 λόγω αυτής ακριβώς της κοινωνικής δυναμικής. Μία ματιά στον αμερικανικό εκλογικό χάρτη του 2016 δείχνει ότι η Χίλαρι Κλίντον ψηφίσθηκε κατά κανόνα από την ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, ψηφίσθηκε από τις μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, μουσουλμάνοι κ.α.) που φοβήθηκαν από την αντιμεταναστευτική ρητορική του Ρεπουμπλικανού υποψήφιου.
Ο Τραμπ πήγε με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο κόντρα στο ρεύμα. Όταν υποσχόταν πως με την επιβολή δασμών θα φέρει πίσω μεγάλες εταιρείες και θέσεις εργασίας άγγιζε ευαίσθητες χορδές εκατομμυρίων πιεζόμενων αμερικανικών νοικοκυριών. Το ίδιο άγγιζε και η ρητορική του εναντίον του μεταναστευτικού ρεύματος. Η είσοδος μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνικών στρωμάτων που νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση.
Στη λευκή και συντηρητική “βαθιά Αμερική” επικρατεί νοσταλγία για τις παλιές καλές ημέρες και ένα κράμα απόγνωσης και οργής για το σήμερα και στο οικονομικό και στο αξιακό επίπεδο. Αυτά ακριβώς εξέφρασε ο Τραμπ, υποσχόμενος ότι θα καθαρίσει τον “βάλτο” της Ουάσιγκτον. Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι τον ρόλο αυτό τον έπαιξε ένας δισεκατομμυριούχος, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα ιδιότυπα αντισυστημικό κοινωνικό-πολιτικό κίνημα.
Έθιξε τα “ιερά και τα όσια”
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι επαγγελίες Τραμπ απέκτησαν αξιοπιστία στα μάτια κυρίως της εκλογικής βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κυρίως από τον εχθρικό τρόπο που τον αντιμετώπισε το κατεστημένο. Υπενθυμίζω ότι σύσσωμο σχεδόν το αμερικανικό και διεθνές κατεστημένο είχε στηρίξει με πάθος τη Χίλαρι και ταυτοχρόνως είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να γελοιοποιήσει τον υποψήφιο και στη συνέχεια πρόεδρο Τραμπ. Και τώρα, βεβαίως, το ίδιο κατεστημένο είναι πίσω από τις ποινικές διώξεις εναντίον του.
Προφανώς, ο Τραμπ είναι και λαϊκιστής και τοξικός. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, που εξόργισε το (νεο)φιλελεύθερο κατεστημένο ήταν ότι έθιξε –τουλάχιστον στα λόγια– τα “ιερά και τα όσια”, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση. Από την άλλη, η περιφρόνηση των αρχουσών ελίτ προς τους “νεοπληβείους” έχει εξουδετερώσει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς χειραγώγησης των μαζών. Όταν τα κατεστημένα Μίντια επιτίθενται με πάθος στον Τραμπ, η “βαθιά Αμερική” αντανακλαστικά στοιχίζεται πίσω του, με αποτέλεσμα οι ποινικές διώξεις να μετατρέπονται σε μπούμερανγκ.
Στην πραγματικότητα, στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει συντελεστεί τα τελευταία 10-15 χρόνια μία πρωτοφανής επανάσταση. Το παραδοσιακό δίπολο Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι που εξασφάλιζε παραδοσιακά την συστημική πολιτική σταθερότητα έχει πάψει να λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή –λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών– ο τραμπισμός κατάφερε να μεταλλάξει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε κάτι που δεν ήταν.
Η ρητορική Τραμπ ολοκλήρωσε μία ιδιότυπα αντισυστημική και συχνά ανορθολογική ιδεολογική τάση που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στη βάση των Ρεπουμπλικάνων. Ο τραμπισμός αποτελεί πλέον απτή πολιτική πραγματικότητα, που διχάζει βαθιά και συγκρουσιακά την αμερικανική κοινωνία και στο οικονομικό και στο αξιακό επίπεδο με απροσδιόριστες επιπτώσεις στο μέλλον της υπερδύναμης. Μπορεί το 2020 η συστράτευση του αντι-Τραμπ πολιτικού φάσματος να έδωσε την οριακή νίκη στον Μπάιντεν, αλλά η αξιοπιστία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος υπέστη ρήξη. Αυτό που συνέβη στο Καπιτώλιο ήταν περισσότερο μία τυφλή και βίαιη αντίδραση στην υποτιθέμενη νοθεία, παρά μία εξέγερση-πραξικόπημα για τον σφετερισμό της εξουσίας.
Είναι ακριβώς η ίδια κοινωνική αντίδραση που τώρα φουσκώνει τα προεκλογικά πανιά του Τραμπ. Το 2024, άλλωστε, δεν είναι 2020. Ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας είναι βαθύτερος, αλλά τόσο η εξέλιξη της οικονομίας όσο και οι ακρότητες της woke ατζέντας στρέφουν προς τον Τραμπ και ψηφοφόρους, οι οποίοι στις προηγούμενες εκλογές είχαν με μισή καρδιά επιλέξει τον Μπάιντεν ή είχαν απόσχει. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Τραμπ είναι φαβορί όχι μόνο για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και για την προεδρία. Αυτός είναι ο λόγος έχει αρχίσει να ακούγεται ότι εάν αποτύχει το “δικαστικό πραξικόπημα” να μην εκπλαγούμε εάν επιστρατευτούν άλλα μέσα…