Η επόμενη ημέρα στον αντιδεξιό χώρο – Συγκυριακή κυριαρχία ή πολιτική ηγεμονία
07/07/2019Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ποιος θα είναι ο νικητής των εθνικών εκλογών. Ακόμα και στην ελάχιστα πιθανή περίπτωση που η ΝΔ δεν αποσπάσει αυτοδυναμία (εάν η επόμενη Βουλή είναι επτακομματική και εάν οι “γαλάζιοι” δεν υπερβούν το 37%) είναι δεδομένο ότι ο Μητσοτάκης θα βρει τρόπο να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπάρχουν “πρόθυμοι” στο ΚΙΝΑΛ και ως ύστατη λύση υπάρχει και η δυνατότητα “μετεγγραφής” βουλευτών από την Ελληνική Λύση. Ποια, όμως, θα είναι η επόμενη ημέρα στον αντιδεξιό χώρο;
Συνδεδεμένο με αυτό το ερώτημα είναι ότι περισσότερες “προσευχές” κι από τον Μητσοτάκη για να έχει η ΝΔ αυτοδυναμία κάνει η Γεννηματά. Κι αυτό, επειδή σ’ αυτή την περίπτωση η πίεση που θα δεχθεί όχι μόνο απ’ έξω, αλλά και από το εσωτερικό του κόμματός της, για να συνεργασθεί με τους “γαλάζιους” θα είναι ασφυκτικές. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, εάν αρνηθεί να συμπράξει στον σχηματισμό κυβέρνησης, το ΚΙΝΑΛ να οδηγηθεί ακόμα και σε διάσπαση.
Είναι κοινό μυστικό ότι το κόμμα αυτό θυμίζει πολιτικό Ιανό. Η μία πτέρυγά του θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ κόμμα, με το οποίο μπορεί να συνεργασθεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Πολύ περισσότερο που έχει το βάσιμο επιχείρημα ότι πρέπει να αποφευχθούν νέες εκλογές (με απλή αναλογική) και η πολιτική ρευστότητα, αν όχι αστάθεια, που σημαίνουν αυτές. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται η Γεννηματά να πειθαναγκασθεί ή η εν λόγω πτέρυγα να αυτονομηθεί.
Είναι, επίσης, κοινό μυστικό ότι η άλλη πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ θεωρεί πολιτική ευκαιρία τη διαφαινόμενη νέα βαρύτατη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρεί ότι τους δίνεται η ευκαιρία να διεκδικήσουν τον επαναπατρισμό μίας τουλάχιστον μερίδας των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που εκλογικά έχει προσχωρήσει στο κόμμα του Τσίπρα. Η ίδια αυτή πτέρυγα θεωρεί ότι εάν συνεργασθεί και πάλι με τη ΝΔ θα ταξινομηθεί οριστικά σαν πολιτικό συμπλήρωμα της Δεξιάς και ως εκ τούτου θα σβήσουν οι όποιες ελπίδες να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία στον αντιδεξιό χώρο.
Διογκώνεται το ρεύμα της ΝΔ
Το παραπάνω σενάριο, ωστόσο, είναι μάλλον θεωρητικό. Και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, αλλά και οι εμπειρικές πολιτικές εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι το ρεύμα υπέρ της ΝΔ εμφάνισε τάση μεγάλης διόγκωσης στην τελική ευθεία προς τις κάλπες. Με άλλα λόγια κι αν εισέλθουν στη Βουλή –όπως όλα δείχνουν– και τα τρία μικρότερα κόμματα (Χρυσή Αυγή, Ελληνική Λύση και ΜΕΡΑ25), οι “γαλάζιοι” θα σπάσουν άνετα το φράγμα της αυτοδυναμίας, λόγω του ποσοστού τους, που πιθανόν να κινηθεί στην περιοχή του 40%.
Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η πρόβλεψη, το βασικό ζήτημα στην ατζέντα της επόμενης ημέρας θα είναι, βεβαίως, τα πρώτα δείγματα γραφής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εάν, δηλαδή, θα εκμεταλλευθεί το αναμφισβήτητο πολιτικό ρεύμα για να δρομολογήσει μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα πείσουν την πλειονότητα των πολιτών πως η θητεία του θα είναι δημιουργική για το έθνος και την κοινωνία.
Πέρα, όμως, από τα τεκταινόμενα στο κυβερνητικό επίπεδο, θα εκδηλωθεί και ο ανταγωνισμός στον χώρο της αντιπολίτευσης, ειδικότερα ο ανταγωνισμός για την πολιτική ηγεμονία στον αντιδεξιό χώρο. Προϋπόθεση για να έχει περιεχόμενο ένας τέτοιος ανταγωνισμός είναι το ΚΙΝΑΛ να αποσπάσει σήμερα ποσοστό, το οποίο να είναι ίσο και μεγαλύτερο από το ποσοστό που απέσπασε στις ευρωεκλογές. Δεν αρκεί να είναι απλώς τρίτο κόμμα.
Εάν οι “πράσινοι” κινηθούν κάτω από το 7,5% (πιθανότερο) και αντιστρόφως ο ΣΥΡΙΖΑ κινηθεί πάνω από 26% (πιθανότερο), το όνειρο της Γεννηματά και των στελεχών της θα αποδειχθεί απατηλό. Κι αυτό παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει πλήρως ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ. Η μετατόπιση του Τσίπρα προς τον εγχώριο κεντροαριστερό χώρο, η επιλογή του να συνδέει τον εαυτό του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και η προσέγγισή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν αρκούν από μόνα τους.
Κενό πολιτικής εκπροσώπησης
Στην λεγόμενη Κεντροαριστερά είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό θα καλυφθεί με ηγεμονικούς όρους μόνο όταν εκφρασθούν πολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες, αλλά και οι πατριωτικές ευαισθησίες του κορμού της εκλογικής της βάσης, δηλαδή των προοδευτικών μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό είναι αδύνατον όσο η μεταμνημονιακή περίοδος κινείται στις ράγες του Μνημονίου, αλλά και όσο κυριαρχεί ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός.
Αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφορά και το ΚΙΝΑΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τη δεσπόζουσα θέση του στον αντιδεξιό χώρο, επειδή το διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ παραμένει βουτηγμένο στις πολιτικές και όχι μόνο αμαρτίες, έχει διχαστεί και επέδειξε απροθυμία κι ανικανότητα να ανανεωθεί ριζικά σε επίπεδο προσώπων, ιδεών και πολιτικών. Έτσι απέτυχε πλήρως να επανοικοδομήσει τις άλλοτε προνομιακές σχέσεις του με τα κεντροαριστερού προσήμου μικρομεσαία στρώματα.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δείχνουν να μην κατανοούν τις αναδυόμενες κοινωνικές και εθνικές ανάγκες και ως εκ τούτου να μην μπορούν, έστω και στοιχειωδώς, να ανταποκριθούν σ’ αυτές. Αυτό, όμως, καταλήγει υπέρ του Τσίπρα, επειδή οι δυσαρεστημένοι από τη σημερινή κυβέρνηση αντιδεξιοί ψηφοφόροι δεν επιστρέφουν στο μετονομασθέν ΠΑΣΟΚ. Λόγω αδράνειας και εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ευνοείται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τα μεγάλα προτάγματα
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο σήμερα είναι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, με την έννοια της απαλλαγής από δεσμά που μας κληροδότησαν τα Μνημόνια, η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών και η παραγωγική ανασυγκρότηση της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα, στα οποία, βεβαίως, πρέπει να προστεθεί μία έξυπνη και ευέλικτη εξωτερική πολιτική, ικανή να αποτρέπει εθνικούς κινδύνους και να αξιοποιεί γεωπολιτικές ευκαιρίες.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός του πολιτικού συστήματος και οι εξαρτήσεις των αρχουσών ελίτ, όμως, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η επικείμενη μεγάλη εκλογική νίκη του Μητσοτάκη θα επιφέρει επιμέρους αλλαγές στην ασκούμενη σήμερα πολιτική, αλλά δεν αναμένεται να αλλάξει τις ορίζουσές της. Στο ίδιο κέντρο (ευρωιερατείο), άλλωστε, αναφέρεται η ηγετική ομάδα και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της εξουσίας οπλισμένος με τα απλοϊκά και παρωχημένα ιδεολογήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, κατέληξε να εφαρμόζει τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Η δικαιολογία του ήταν η δικαιολογία και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων: η Ελλάδα βρέθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
Πολιτική αριθμητική, όχι άλγεβρα
Παραλλήλως, ο Τσίπρας κινήθηκε και αναμένεται να κινηθεί με περισσότερη αποφασιστικότητα στη λογική ότι το πολιτικό-εκλογικό του μέλλον είναι να κατακτήσει την Κεντροαριστερά. Πώς; Το επιχειρεί με όρους πολιτικής αριθμητικής και όχι άλγεβρας. Έκανε ανοίγματα προς τους “πρόθυμους” από το ΠΑΣΟΚ, αφού, παραλλήλως με τον Μητσοτάκη διέλυσαν τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου (Ποτάμι, ΑΝΕΛ και εν μέρει Ένωση Κεντρώων). Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ήταν και παραμένει μόνο με το ένα πόδι σ’ αυτή τη διαδικασία πολιτικής μετάλλαξης. Με το άλλο παραμένει το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας που θέλει να αυτοαποκαλείται “ριζοσπαστική Αριστερά”.
Ο Τσίπρας έχει κάθε συμφέρον η ΝΔ να μην έχει αυτοδυναμία. Όχι μόνο, επειδή είναι αντίπαλο κόμμα, αλλά επειδή –όπως προανέφερα– σ’ αυτή την περίπτωση το ΚΙΝΑΛ θα τεθεί σε μεγάλη δοκιμασία. Εάν ολόκληρο το κόμμα της Γεννηματά συνεργασθεί κυβερνητικά με τη ΝΔ θα αφήσει ελεύθερο τον χώρο της αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Κουμουνδούρου θα κερδίσει και στην περίπτωση που, λόγω των εσωτερικών του αντιθέσεων, το ΚΙΝΑΛ διασπασθεί.
Εάν, όμως, η ΝΔ βγει αυτοδύναμη και το ΚΙΝΑΛ παραμείνει στο ίδιο μίζερο ποσοστό, το φαβορί για την πολιτική ηγεμονία στην Κεντροαριστερά, ή αλλιώς στον αντιδεξιό χώρο, θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό παρότι, όπως έδειξαν οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, είναι ένα κόμμα που δεν κατάφερε να αποκτήσει ρίζες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και στις επαγγελματικές ενώσεις.
Η αδυναμία του αυτή τον καθιστά πολιτικά ευάλωτο, αλλά για να χάσει την πολιτική ηγεμονία του πρέπει ή να αυτοακυρωθεί πολιτικά μέσω διασπάσεων, ή να αναδειχθεί εναλλακτική λύση. Δηλαδή, ένας νέος πολιτικός φορέας, ικανός να εκφράσει τα βασικά “θέλω” της προοδευτικής μικρομεσαίας θάλασσας και ταυτοχρόνως να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Μόνο τότε θα μπορέσει να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία στην Κεντροαριστερά. Αυτό, όμως, είναι εύκολο να λέγεται και δύσκολο να γίνει. Και εάν δεν γίνει η μηχανική του κοινοβουλευτισμού, ή αλλιώς η φορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων, αργά ή γρήγορα, θα ξαναστήσει το κόμμα του Τσίπρα στα πόδια του, ειδικά εάν έχει μεταλλαχθεί.