Η εξωτερική πολιτική δεν ανέχεται αφέλειες – Ο δεδομένος δεν είναι ισότιμος

Η εξωτερική πολιτική δεν ανέχεται αφέλειες - Ο δεδομένος δεν είναι ισότιμος, Δημήτρης Χρήστου

Ας ξεκινήσουμε από το πιο πρόσφατο. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επισήμως να προσκληθεί στη Διάσκεψη του Βερολίνου για το ζήτημα της Λιβύης. Στην εξωτερική πολιτική προηγούνται άτυπες διπλωματικές διαβουλεύσεις, ώστε όταν διατυπωθεί αίτημα όπως αυτό, οι πιθανότητες να γίνει αποδεκτό, να είναι πολύ μεγάλες και έτσι, πέρα από την όποια ουσία, να κερδίσεις και τις εντυπώσεις. Δυστυχώς το αίτημα απορρίφθηκε αμέσως(!) και έμεινε η εντύπωση πως η Ελλάδα δεν θεωρείται σοβαρός παράγων στις διεθνείς υποθέσεις που εξελίσσονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Και με την ευκαιρία, στη συνάντηση του Βερολίνου για το θέμα της Λιβύης μετέχουν οι χώρες: ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, Δημοκρατία του Κονγκό(!), Ιταλία, Αίγυπτος, Αλγερία, καθώς επίσης τα Ηνωμένα Έθνη, η ΕΕ, η Αφρικανική Ένωση και ο Αραβικός Σύνδεσμος. Αν ήταν μόνον αυτό, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί και ως κακή παρένθεση. Δεν είναι όμως μόνον αυτό.

Είναι και πολλά άλλα τα λάθη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σε μια περίοδο όπου κάθε χώρα για να προστατεύσει και να εξυπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα επιδιώκει να ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διαθέτει “κρυφά” χαρτιά, ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατά τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο, χαρακτήρισε την Ελλάδα “δεδομένο” σύμμαχο.

Και καλά στην περίπτωση που ο αμερικανικός παράγων το εκτιμά και σε υποστηρίζει. Όταν όμως σε όλες τις διαφορές που έχουν προκύψει με την Άγκυρα, έχει αποφασίσει να στηρίζει τον “φίλο του Ερντογάν” και αυτό το λέει δημοσίως και παρουσία σου, κάνεις όλους τους άλλους μεγάλους διεθνείς παίκτες να μην σε υπολογίζουν σοβαρά, όπως έκανε και η προσκαλούσα τη συγκεκριμένη διάσκεψη Άγκελα Μέρκελ.

Ο πολέμαρχος Χάφταρ

Ποιος ο λόγος άλλωστε να τοποθετηθεί δημοσίως η ελληνική κυβέρνηση δια του πρωθυπουργού της, υπέρ της δολοφονικής επιχείρησης κατά του Σουλεϊμανί και να προκαλέσει την οργή του Ιράν αλλά και του μουσουλμανικού κόσμου, ο οποίος θεωρεί τους Έλληνες φιλικό λαό; Για ποιο λόγο ανέλαβε το ρίσκο να στείλει τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να συναντήσει τον πολέμαρχο Χάφταρ στη Βεγγάζη;

Γιατί λοιπόν ο Ερντογάν, ως καθόλου “δεδομένος” υπηρέτης των αμερικανικών συμφερόντων, παραμένει φίλος του Τραμπ και ταυτόχρονα στρατηγικός εταίρος του Πούτιν; Αρκεί και μόνο η εξήγηση πως η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με στρατηγική θέση στην Μέση Ανατολή, της οποίας ο πληθυσμός αυξάνεται γοργά και στην οποία υπάρχουν πολύ μεγάλες επενδύσεις από τις ευρωπαϊκές χώρες;

Μπορεί να είναι μια βολική εξήγηση για όσους δεν βλέπουν ή αδιαφορούν για ένα επιθετικό γείτονα, ο οποίος εργάζεται μεθοδικά με όραμα και σχέδιο για να γίνει μεγάλος παίκτης στην παγκόσμια σκακιέρα. Ποιο, λοιπόν, είναι το αντίστοιχο όραμα και σχέδιο της δικής μας κυβέρνησης, του δικού μας πολιτικού συστήματος; Η ΝΔ στην προσπάθειά της να επανακάμψει στην εξουσία χρησιμοποίησε το ψέμα ως εργαλείο χειραγώγησης. Ψέματα για τη Συμφωνία των Πρεσπών που τώρα είναι απαραίτητη, ψέματα για το προσφυγικό που το δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ψέματα για την οικονομία, ψέματα για τις ελαφρύνσεις που θα έφερνε.

Τα ψέματα τελείωσαν

Πλην, όμως, η συνταγή δεν είναι δια πάσαν χρήση. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το σύνολο των στελεχών της κυβέρνησης υπερηφανεύονταν πως, τώρα που αυτοί κρατούν το τιμόνι, η Ελλάδα έχει επιστρέψει ως ισότιμος και αξιόπιστος παίκτης στη διεθνή σκηνή, τελικά μεγιστοποίησε το κόστος των κατά συρροή αποτυχημένων επιλογών.

Άλλο, όμως, η επιθυμία και άλλο η πραγματικότητα. Και για να λέμε την πραγματικότητα, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο Αλέξης Τσίπρας είχε πλούσιο έργο. Με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του προέδρου Ολάντ, δημιούργησε τη “Συμμαχία του Νότου” με τακτικές συσκέψεις όλων των ηγετών των ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου. Μονιμοποίησε συνεργασίες με τους ηγέτες των βαλκανικών χωρών και τριγωνικές συνεργασίες μαζί με την Κύπρο με και με Αίγυπτο.

Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό όλων των ηγετών που συνάντησε στα χρόνια της θητείας του. Την Αθήνα επέλεξε ο διάδοχος του Φρανσουά Ολάντ, ο Εμμανουέλ Μακρόν για να ξεδιπλώσει το οραματικό του σχέδιο για την ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μοιραία θα γίνουν και οι συγκρίσεις, όσες δικαιολογίες και αν ξεφουρνίσουν τα επιτελεία της κυβέρνησης. Και θα γίνουν συγκρίσεις για την αντίστοιχη συμπεριφορά του προέδρου Τραμπ, όταν τον επισκέφθηκε ο Αλέξης Τσίπρας.

Υπάρχει απάντηση για την εξωτερική πολιτική;

Ποια είναι, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα πώς η Ελλάδα θα γίνει μια ισχυρή και αξιοσέβαστη χώρα; Δια της νέας οικονομίας είναι η πρώτη επιλογή. Και ποιο είναι το σχέδιο για την οικονομική ανάπτυξη που θα κάνει τη χώρα ισχυρή; Είναι το περιορισμένο κόστος εργασίας, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις των μονοπωλιακού χαρακτήρα δημοσίων επιχειρήσεων ή νέες εξωστρεφείς άμεσες επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, για υποδομές, για παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας;

Πως αλλιώς θα σταματήσει το επιστημονικό δυναμικό που παράγουμε να μεταναστεύει διαρκώς σε άλλες χώρες; Πώς θα δημιουργηθούν συνθήκες ώστε οι ελληνικές οικογένειες να έχουν τη οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν πολλά παιδιά και να αντιμετωπιστεί η ραγδαία μείωση του πληθυσμού της χώρας; Ποιο τέλος πάντων είναι το σχέδιο για να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις προκλήσεις που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση, που αφαιρεί θέσεις εργασίας, για την οποία προετοιμάζονται οι περισσότερες χώρες;

Μπορεί δια της βίας να περιορίσεις τις αντιδράσεις που προκαλούν οι ανισότητες; Ο “νόμος και τάξη” σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση αφορά μόνο τα Εξάρχεια, το Κουκάκι και τα Πανεπιστήμια; Οι δολοφόνοι, οι ληστές, οι εκβιαστές, οι έμποροι ναρκωτικών, οι σωματέμποροι εξαιρούνται; Γιατί μιλάμε για “νόμο και τάξη” και όχι για “ασφάλεια και εμπιστοσύνη”;

Ποιους επιχειρούν να τρομάξουν και γιατί; Αν το σχέδιό τους είναι να απολαύσουν την εξουσία, τις ηδονές και τα προνόμια που προσφέρει, την έχουμε πατήσει. Το τρένο θα περάσει και κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι. Και αν τότε, ξεσηκωθούν οι Έλληνες σαν τους Γάλλους πολίτες, πολύ φοβάμαι πως θα είναι αργά.