Η φοβισμένη Αθήνα και η μυστική συνάντηση στη Γερμανία που κάρφωσε ο Τσαβούσογλου
15/07/2020Μια σκληρή και δύσκολη πραγματικότητα διαμορφώνεται, όσο περνούν οι μέρες για τον Ελληνισμό και για την Ελλάδα: η τουρκική αναθεωρητική πολιτική ξεδιπλώνεται και υλοποιείται στην ευρύτερη περιοχή, με την Ελλάδα να έχει ήδη αυτοεγκλωβιστεί σε μία μονόπλευρα αμυντική θέση έναντι της τουρκικής, εν γένει διεθνοπολιτικής και στενότερα στρατιωτικής, ατζέντας.
Η Τουρκία παραμένει στη Συρία, έστω και με πιο περιορισμένο ρόλο από εκείνον που ήθελε, λόγω της αντίδρασης του άξονα της αντίστασης. Η Ελλάδα ακόμα αρνείται να αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία και να “ξεπαγώσει” τις σχέσεις της με το Ιράν (παρεμπιπτόντως ο πρωθυπουργός μας δεν έχει αναιρέσει τη δήλωση υποστήριξης στη δολοφονία του στρατηγού Σολεϊμανί).
Η Τουρκία προωθεί τις δυνάμεις της στη Λιβύη, ενώ η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη σε ρόλο παρατηρητή, αγνοώντας τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οφείλει να στείλει στην Τουρκία το μήνυμα ότι η Λιβύη θα μετατραπεί σε καταστροφικό “βάλτο” για την ίδια. Ο πρόεδρος Ερντογάν συνομιλεί συστηματικά με τον Αμερικανό και τον Ρώσο ομόλογο του, ως ο δύσκολος, αλλά αναγκαίος συνομιλητής και σύμμαχος.
Η Ελλάδα με τον μεν πρώτο έχει σχέση δεδομένου συμμάχου, ή αλλιώς κηδεμονευομένου, ενώ με τον δεύτερο δεν έχει πλέον, πρακτικά, λειτουργικές διπλωματικές σχέσεις. Η Ελλάδα διεκδικεί κυρώσεις από πλευράς ΕΕ προς την Τουρκία (για το μέλλον βεβαίως, ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία) και εισπράττει απανωτές αρνήσεις, με πρωτεργάτρια αυτών των αρνήσεων τη Γερμανία.
Μυστική συνάντηση με φιλότουρκη ατζέντα
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Έλληνας πρωθυπουργός έκρινε, λοιπόν, ότι είναι καλή ιδέα, αφενός να αποτελέσει τον επισπεύδοντα της τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Τούρκο πρόεδρο, αφετέρου να στείλει σε τριμερή συνάντηση (Ελλάδα-Γερμανία-Τουρκία) την διπλωματική του σύμβουλο. Σε συνάντηση μυστική, με ατζέντα άγνωστη, ή και μη επαρκώς προσδιορισμένη, άρα με “μενού” τα κυπριακά και ελλαδικά κυριαρχικά δικαιώματα. Η συνάντηση έγινε χωρίς εγγυήσεις μυστικότητας και τέλος έγινε υπό την εποπτεία της πλέον φιλότουρκης χώρας της ΕΕ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Τουρκία εξέθεσε πολλαπλώς την Ελλάδα, τόσο δημοσιοποιώντας την τριμερή συνάντηση, όσο και αναγγέλλοντας νέες γεωτρήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση τρέχει να σώσει τώρα τα προσχήματα, χάρη στα ΜΜΕ που έλαβαν δώρα από το διαβόητο “πακέτο Πέτσα”. Η Αθήνα αποπνέει φόβο. Δείχνει με διαφόρους τρόπους ότι δεν είναι διατεθειμένη ακόμα και να πολεμήσει για την κυριαρχία της χώρας και για την προστασία του Ελληνισμού.
Ο ενδοτισμός της “κουμπώνει” με τις αδιανόητες δηλώσεις Αναστασιάδη, σχετικά με τις αμυντικές δυνατότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες μετατρέπουν την τελευταία σε κράτος –εν τέλει– μη κυρίαρχο. Η Ελλάδα πληρώνει τη μονομέρεια των συμμαχιών της, την πατρωνία από Γερμανία και ΗΠΑ, τα μνημόνια 10 ετών, τις φαντασιώσεις περί προστασίας της από ΕΕ, ΝΑΤΟ, Ισραήλ, ή και από τη Γαλλία- εσχάτως.
Η Τουρκία γνωρίζει τα παραπάνω και έχει κατορθώσει να εκτρέψει πλήρως το αντικείμενο του μυστικού ή εν δυνάμει διαλόγου: αντί να συζητούμε για αμοιβαία προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη για τα θέματα της ΑΟΖ και μόνο, η Τουρκία επιβάλλει ως προϋπόθεση συζήτησης τη διακοπή άσκησης των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία αναιρεί στην πράξη, χωρίς απάντηση.
Δεν πρέπει πάντα να συνομιλείς
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που η Τουρκία ασκεί ανενόχλητη όσα δικαιώματα θεωρεί ότι έχει. Ταυτοχρόνως, προσθέτει διαρκώς και νέα ζητήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας αλλά και “στενή” κυριαρχία. Όσο δε, αφελώς, η ελληνική πλευρά επιλέγει κηδεμονευόμενες, μυστικές διαπραγματεύσεις καθίσταται ακόμα πιο ευεπίφορη σε πιέσεις τέτοιου τύπου και εμπράκτως νομιμοποιεί την τουρκική ατζέντα.
Υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, είναι καλύτερο να μη συνομιλείς με την άλλη πλευρά. Ας κοιτάξουν ξανά, τη στάση του Γεωργίου Παπανδρέου, με την παρότρυνση κατεξοχήν του Ανδρέα, έναντι του προέδρου Τζόνσον σε σχέση με το Κυπριακό. Είναι οι περίοδοι κατά τις οποίες πρέπει η άλλη πλευρά να κατανοήσει ότι εξωθεί τα πράγματα σε μια κλιμάκωση. Μία κλιμάκωση την οποία ούτε η ίδια επιδιώκει στην πραγματικότητα. Είναι οι περίοδοι, κατά τις οποίες πρέπει να καταστείς μη προβλέψιμος! Αλλά η μη προβλεψιμότητα πρέπει να συνδυαστεί με τον γρήγορο επαναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εν γένει, για τον οποίο έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα άρθρα.
Στοιχείο επιμέρους αλλά σημαντικό ενός τέτοιου επαναπροσανατολισμού αποτελεί και η μη περαιτέρω αποδοχή του όποιου ρόλου της Γερμανίας. Και μόνο το γεγονός ότι απέτυχε να περιφρουρήσει τη μυστικότητα της –κάκιστης επιλογής– της τριμερούς συνάντησης είναι λόγος απόρριψης. Ακόμα και την ύστατη στιγμή, η Αθήνα πρέπει να κατανοήσει ότι με τις αφελείς και επικίνδυνες, ενδοτικές κινήσεις της θέτει τον Ελληνισμό σε μείζονα κίνδυνο σύγκρουσης και ήττας.