Η γραμμή που χωρίζει τη σωφροσύνη από την υποχωρητικότητα
02/09/2020Η υφιστάμενη εδώ και δεκαετίες αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας διέρχεται σήμερα μια φάση έντονης κλιμάκωσης. Παρά ταύτα και παρά το ενδεχόμενο πρόκλησης ενός απρόβλεπτου ατυχήματος, η εγνωσμένη θέληση και θέση των μερών, Ελλάδας-Τουρκίας εν προκειμένω, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, είναι δεδομένη στην κατεύθυνση της αποφυγής κινήσεων που να επιφέρουν ένα στρατιωτικό επεισόδιο.
Η Τουρκία έχουσα γνώση των επιπτώσεων που μπορούν να επέλθουν σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού της συστήματος από μια αρνητική για αυτήν εξέλιξη ενός επεισοδίου με κύρια αναφορά στο Αιγαίο, παραβιάζοντας ταυτόχρονα τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα χωρίς να επέρχεται η επιβεβλημένη επί του θαλασσίου εν προκειμένω πεδίου κατασταλτική αντίδραση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, δεν προχωράει σε βηματισμούς ενεργοποίησης της πρώτης κατά ταύτα κίνησης πυροδότησης των υφισταμένων συγκρουσιακών δεδομένων.
Από την άλλη η Ελλάδα ούσα μεν εν δικαίω, επιθυμούσα όμως να εκπέμψει στη διεθνή κοινότητα την εικόνα χώρας που αποβλέπει περισσότερο σε μια ισόρροπης μορφής συνεννόηση και όχι στη σύγκρουση, συμπλέοντας ταυτόχρονα με τις προσρήσεις του διεθνούς παράγοντα, επενδύοντας δε παραλλήλως σε προσβλεπόμενη στήριξή του, επιλέγει την αποφυγή της πρώτης, επί του πεδίου της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, κίνησης.
Οι κατά τα ανωτέρω ελληνικές τακτικές κινήσεις αποφυγής ενός πρώτου πλήγματος, έστω και από θέση αμυντικής διάταξης, εκλαμβάνονται κατά ταύτα από τον διεθνή παράγοντα ως βηματισμοί εν “σωφροσύνη” και καλή θέληση. Ταυτόχρονα, στην τουρκική οπτική που διέπεται πρωτίστως από την ισχύ ως παράγοντα διαμόρφωσης πολιτικής, οι ελληνικές κινήσεις διαβάζονται ως υποχωρητικότητα, όπερ και εν δυνάμει εντείνουν την επιθετικότητα και διεκδικητικότητα της Άγκυρας.
Τούτων δεδομένων και με την τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας να κινείται εν τοις πράγμασι, δηλαδή επί το έργον εντός ελληνικών θαλασσίων ζωνών, τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα μεταξύ ειρήνης και πολέμου, που αποτυπώνεται στην απουσία μιας αποτελεσματικής στρατηγικής αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας, ως προς στο “Τι πράττομεν”;
Η προσωπικότητα Ερντογάν
Οι σημερινές διαμορφωθείσες συνθήκες του ελληνοτουρκικού συγκρουσιακού φαινομένου εκδηλώνονται ως το αποτέλεσμα μιας εδώ και δεκαετίες, μακρόχρονης πορείας συστημικής ελληνικής υποχωρητικότητας. Μιας υποχωρητικότητας που βαπτίζεται, ως κατά τα ειωθότα “ρεαλισμός της ειρήνης”, αγνοώντας τις πραγματικότητες του τουρκικού πολιτικού συστήματος και τις αφετηριακές δομές και εκδηλώσεις ενός εν τοις πράγμασι υφισταμένου “νεοοθωμανικού” αναθεωρητισμού.
Πέραν των ανωτέρω, στη διαμόρφωση του σημερινού εύφλεκτου εν πολλοίς σκηνικού συμβάλλει αναμφίβολα και η ηγεμονική προσωπικότητα του σημερινού Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συγκεντρώνοντας υπερεξουσίες στο πρόσωπό του, κινείται ανεμπόδιστα, τουτέστιν χωρίς να αντιμετωπίζει εσωτερικές αστάθειες και αντιθέσεις.
Τι αντιθέσεις αυτές, βιαίω τω τρόπω, φρόντισε να “εξαλείψει”, σε μια πορεία πραγμάτωσης διαχρονικών τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή, τις οποίες επιδιώκει ο ίδιος να φέρει εις πέρας συνδέοντας το όνομά του με μια νέα αφετηρία της τουρκικής ιστορίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κλείνει το κεφάλαιο του ιδρυτή του τουρκικού κράτους, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Στα αδύνατα σημεία της Τουρκίας
Η Ελλάδα σήμερα, εκ των συνθηκών του παρόντος, υποχρεούται να εκπονήσει και να εφαρμόσει στρατηγικές πολιτικής αντιμετώπισης του τουρκικού επιθετικού φαινομένου, συνυπολογίζοντας εν προκειμένω τη ρευστότητα και το ευμετάβλητο περιφερειακό διεθνές περιβάλλον. Αυτές οι στρατηγικές πρέπει να είναι σε θέση να επιφέρουν εκείνο το κόστος αποδυνάμωσης της άλλης πλευράς, έτσι ώστε η Τουρκία να υποχρεωθεί σε κινήσεις τακτικής αναδίπλωσης.
Η κατά τα ανωτέρω στρατηγική στόχευση θα πρέπει να προσανατολίζεται σε κινήσεις αξιοποίησης πληγμάτων στα αδύναμα σημεία μιας Τουρκίας, που πορεύεται σήμερα με πολλαπλά ανοιχτά εξωτερικά μέτωπα, όπως είναι η Συρία, η Λιβύη, το Ιράκ και η νοτιοανατολική Μεσόγειος, καθώς και με δεδομένα εσωτερικά ρήγματα, όπως είναι το διαχρονικά υφιστάμενο Κουρδικό Πρόβλημα, αλλά και η οιονεί καταρρέουσα οικονομία της χώρας. Συναφώς, ένα ενδεχόμενο ισχυρό πλήγμα στην τουρκική οικονομία και ειδικότερα στο τραπεζικό σύστημα, θα επέφερε τριγμούς στο εσωτερικό της Τουρκίας και δη σε αυτό τούτο το σύστημα διακυβέρνησης.
Των ανωτέρω δεδομένων και γνωστής της διαδρομής και της στρατηγικής στοχοθεσίας του τουρκικού κράτους, οφείλει κανείς να μην διακατέχεται από την ψευδαίσθηση πως δεδομένης μιας εσωτερικής κρίσης της χώρας, αίφνης η Άγκυρα θα έπαυε να διεκδικεί δικαιώματα και ζωτικό ελληνικό χώρο. Το όφελος, όμως, για την Αθήνα από ένα κατά τα ανωτέρω ενδεχόμενο κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας ως επακόλουθο κυρώσεων, θα συνίστατο στο γεγονός πως θα ήταν πολύ δύσκολο η χώρα αυτή, ούσα αποδυναμωμένη να αποτολμήσει την εμπλοκή της σε θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα.
Το ενδεχόμενο προσδοκωμένων ή επαπειλούμενων κυρώσεων στην τουρκική οικονομία είναι σαφώς πιθανότερο να επέλθει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και δη μέσω του Αμερικανικού Κογκρέσου διά της εφαρμογής της σχετικής αμερικανικής νομοθεσίας περί κυρώσεων αναφορικά προς την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία.
Πολύχρωμη ΕΕ
Η ΕΕ ούσα “πολύχρωμη” και πολυκεντρική δεν είναι σε θέση να υπερβεί τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα και να λάβει αποφάσεις για δραστικά μέτρα έναντι της Άγκυρας, που να άπτονται αυτού τούτου του ευρωπαϊκού συμφέροντος εν τω συνόλω του. Αντιθέτως στις ΗΠΑ, παρά την ισχυρή προσωπική σχέση του Προέδρου Τραμπ με τον Ερντογάν, δεδομένης της αξιόπιστης λειτουργίας των αμερικανικών θεσμών, διαμορφώνεται ένα εν τοις πράγμασι πλαίσιο πολιτικής αντίθεσης του συγκεκριμένου θεσμού, εν προκειμένω του Κογκρέσου προς την τουρκική πολιτική και ιδιαιτέρως μάλιστα προς τη σημερινή ηγεσία.
Συναφώς, η Ελλάδα οφείλει να κινητοποιήσει και να αξιοποιήσει τις προσβάσεις που διαθέτει στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, ειδικότερα δε στα νομοθετικά σώματα, όπου οι δυνατότητες του ελληνικού, του αρμενικού και του εβραϊκού λόμπι που βρίσκονται στοιχισμένα σε αντιθετική τροχιά προς τα τουρκικά συμφέροντα, μπορούν κινητοποιούμενα να επιφέρουν την ενεργοποίηση των σχετικών κυρώσεων που δύνανται να πλήξουν καίρια την αιμάσσουσα τουρκική οικονομία.
Εν κατακλείδι, είμαστε υποχρεωμένοι να υπογραμμίσουμε πως η Ελλάδα, πέραν των ευρύτερων κινήσεων αντιμετώπισης του τουρκικού παράγοντα στο διπλωματικό πεδίο και της αξιοποίησης των αντιθέσεων που παράγει ο τουρκικός μιλιταρισμός έναντι ευρωπαϊκών δυνάμεων και όχι μόνο, οφείλει να προχωρήσει άμεσα σε συμμαχίες που να προάγουν το στρατηγικό πλαίσιο κοινής άμυνας με χώρες που προσλαμβάνουν την Τουρκία ως παράγοντα αστάθειας στη νοτιανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο η Γαλλία που ως μεγάλη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης βλέπει αυτή την εξέλιξη ως ευκαιρία ανάδειξής της σε πυλώνα ασφάλειας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά και στο γεωστρατηγικά κρίσιμο πεδίο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, ενώ παραλλήλως και η Αίγυπτος υπό τη σημερινή ηγεσία του στρατηγού Σίσι εκδηλώνει υποβόσκουσα πλην ορατή την αντίθεσή της προς τα νεοοθωμανικά σχέδια της Άγκυρας.
Επομένως και ενώ η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει απροκλήτως και απροκαλύπτως τις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, συνθήκη που των σημερινών δεδομένων εν εξελίξει ευρισκομένων τείνει να παγιωθεί επικινδύνως, η σύλληψη και κατάρτιση ενός κατά τα ανωτέρω στρατηγικού πλαισίου παρουσίας της Ελλάδος στην περιοχή και αντιμετώπισης των απειλών και κινδύνων που παράγει για το παρόν και το μέλλον της χώρας ο τουρκικός επεκτατισμός, οφείλει να διαπνέεται από μια εθνικής πνοής υπερκομματική διάσταση, που να εκπέμπει αποφασιστικότητα, αποτρεπτική ικανότητα και εντός ρεαλιστικού πλαισίου προβαλλόμενης ισχύος δυναμική συγκρότηση.