Η καμπάνα δεν χτύπησε μόνο για τη Μόρια
09/09/2020Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης, στη Μόρια χτύπησε η καμπάνα για την κινητοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι έβλεπαν τις εστίες φωτιάς μέσα και έξω από το Κέντρο Μεταναστών να προσλαμβάνουν απειλητικές διαστάσεις. Δυστυχώς όμως η καμπάνα της Μόριας δεν ακούστηκε στην Αθήνα, αφού δεν χτύπησε κανένα “καμπανάκι κινδύνου” στα κόμματα, τα οποία προσεγγίζουν από εντελώς διαφορετικές σκοπιές το μεταναστευτικό. Επιβεβαιώνοντας έτσι, για άλλη μία φορά, όχι μόνο την πλήρη ανυπαρξία εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά και την πλήρη ανικανότητά τους να καταλήξουν σε μια τέτοια, παρά το γεγονός ότι το μεταναστευτικό αποτελεί, ήδη από το 2015, εθνικό θέμα.
Με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και της εμπλοκής εξωτερικού παράγοντα, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια έκτακτη ανθρωπιστική κρίση, την οποία, πρωτίστως, οφείλει να αντιμετωπίσει. Ειδικά, όταν ανάμεσα στους χιλιάδες, άστεγους πλέον, αλλοδαπούς υπάρχουν και τα διαγνωσμένα με κορωνοϊό άτομα, όπως και οι επαφές τους. Τα τραγικά γεγονότα στη Μόρια έφεραν όμως στο προσκήνιο και τα τεράστια κενά που υπάρχουν στο θέμα της ασφάλειας, τόσο των Ελλήνων πολιτών, αλλά και των ίδιων των μεταναστών και των προσφύγων, οι οποίοι σημειωτέον εισέρχονται “λάθρα” (= κρυφά, παρανόμως) στη χώρα.
Σύμφωνα με το τρέχον ρεπορτάζ υπάρχουν ενδείξεις, ότι οι φωτιές προκλήθηκαν από εμπρησμό. Πληροφορίες αναφέρουν επίσης, ότι οι φωτιές προκλήθηκαν μετά την άρνηση κάποιων από τους 35 διαγνωσμένους με κορωνοϊό και των επαφών τους να υπακούσουν στην αυτονόητη απόφαση να τεθούν σε καραντίνα. Πράγμα ανήκουστο και ανεπίτρεπτο σε οποιοδήποτε κράτος, σε συνθήκες πανδημίας.
Προβληματισμό προκαλεί όμως και το γεγονός, ότι πριν τις φωτιές μέσα και έξω από το Κέντρο Μεταναστών, ξέσπασε πυρκαγιά, και μάλιστα σε δύο μέτωπα, στην δυτική Λέσβο, η οποία απασχόλησε, σχεδόν το σύνολο των πυροσβεστικών δυνάμεων του νησιού. Ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλούν οι μαρτυρίες, ότι τα πυροσβεστικά οχήματα και οι πυροσβέστες που πήγαν στη Μόρια, βρέθηκαν αντιμέτωπα με επιθέσεις, με ξύλα και πέτρες, από ομάδες μεταναστών. Κάτι που βεβαίως δεν γίνεται για πρώτη φορά, αλλά δεν συμβαίνει σε κανένα κράτος που σέβεται την κυριαρχία του και τους πολίτες του.
Παραλλήλως, η διάσταση της υποκίνησης ή της εμπλοκής ξένου παράγοντα, η οποία ερευνάται επίσης δείχνει την αδυναμία του ελληνικού κράτους να ελέγξει αυτά που συμβαίνουν στα σύνορά του, αλλά και εντός της επικράτειάς του. Πρόκειται για αδυναμία του ελληνικού κράτους, η οποία ξεπερνά τις ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης και δεν περιορίζεται βεβαίως στις ευθύνες της προηγούμενης. Τόσο σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, όσο και σε ό,τι αφορά τις φωτιές γενικότερα.
Το μήνυμα που έστειλε η Μόρια
Η τραγωδία στη Μόρια έφερε με τον πλέον τραγικό τρόπο στο προσκήνιο την ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής για ένα σημαντικό και με εθνικές διαστάσεις θέμα: το μεταναστευτικό. Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι οποίες περιορίστηκαν για άλλη μία φορά, σε βολές κατά της κυβέρνησης για την διαχείριση της τρέχουσας κρίσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε την κυβέρνηση και απέδωσε «εγκληματικές ευθύνες» στον Μητσοτάκη και τον Μηταράκη, περιορίζοντας την επιχειρηματολογία του στον αυξημένο πληθυσμό στη Μόρια με την διακυβέρνηση της ΝΔ, η οποία δεν υπήρχε επί των ημερών του. Ξέχασε, ωστόσο, την περίφημη “ηλιοθεραπεία στην Ομόνοια”, η οποία είχε καταστήσει απροσπέλαστες για τους Έλληνες πολίτες, ολόκληρες γειτονιές στο κέντρο της Αθήνας.
Επέκρινε επίσης την κυβέρνηση ότι προεκογικά «έταζε ότι θα κλείσει τη δομή της Μόριας», αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αυξήσει τον πληθυσμό της, πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα αποσυμφόρησης. Αν και καταγράφεται στα θετικά, ότι τουλάχιστόν βλέπει πως υπήρξε διαδικασία αποσυμφόρησης, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν απαντά που θα βρίσκονταν, οι μέχρι χθες φιλοξενούμενοι στη Μόρια. Ελπίζουμε όχι στην Ομόνοια.
Από την πλευρά του, το ΚΙΝΑΛ ξεχνά τη “νύχτα της Νομικής”, όταν, ως ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, βρέθηκε πρώτο αντιμετώπο με μια σοβαρή κρίση σχετιζόμενη με το μεταναστευτικό. Ήταν τότε, που κορυφαίοι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, κάποιοι από τους οποίους έχουν μεταγραφεί στον ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά παρακαλούσαν εκπροσώπους εθνοτήτων στις γειτονιές της Αθήνας, προκειμένου να μην επεκταθεί η ένταση που προκάλεσε η μεταφορά από την Κρήτη στη Νομική των Αφγανών με τα ραμμένα στόματα.
Σήμερα το ΚΙΝΑΛ ζητά την παραίτηση Χρυσοχοΐδη και Μηταράκη, ειδικά για το ενδεχόμενο ενεργοποίησης εξωτερικού παράγοντα στα γεγονότα στη Μόρια. Ζητά επίσης την ενεργοποίηση της κυβέρνησης για την «εδώ και τώρα» υιοθέτηση από την Ευρώπη ενός «μαζικού προγράμματος μετεγκατάστασης, αναλογικά σε όλα τα κράτη μέλη». Το ίδιο ζητά και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι γνωρίζει, ως προηγούμενη κυβέρνηση, τις θέσεις που έχουν πολλά ευρωπαϊκά κράτη για το μεταναστευτικό. Ειδικά η Γερμανία, με την οποία Τσίπρας και Σάντσεθ υπέγραψαν εκείνη τη διμερή συμφωνία για τις επανενώσεις οικογενειών, την οποία στη συνέχεια ακύρωσε πρακτικά το Βερολίνο.
Στο δίχτυ της μικροπολιτικής
Υπάρχουν βεβαίως οι γνωστες θέσεις του ΚΚΕ, αλλά και οι θέσεις του νεοϊδρυθέντος ΜέΡΑ25, το οποίο, προφανώς προσβλέποντας στις αριστερόστροφες διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ, διερωτάται: «Αν ήμασταν εμείς και τα παιδιά μας κλειδωμένοι σε ένα τέτοιο στρατόπεδο, ο ένας πάνω στον άλλον, δεν θα ψάχναμε να βρούμε, απελπισμένα, τρόπο να βγούμε;». Για να απαντήσει, ωστόσο, ότι «Κάποιοι από τους πρόσφυγες θεώρησαν ότι ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να ανοίξουν τις πόρτες του στρατόπεδου συγκέντρωσής τους ήταν να βάλουν φωτιά».(!)
Δεν λέει, όμως, το ΜέΡΑ25, ως μέλος ενός ευρωπαϊκού δικτύου κομμάτων, τι θα έκαναν το Παρίσι, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αν η Γαλλία, το Βέλγιο και η Γερμανία ήταν χώρες εισόδου μεταναστών και βρισκονταν ξαφνικά αντιμέτωπες με μια εξέγερση ατόμων που έχουν παραβιάσει τα συνορά τους και αρνούνται να υπακούσουν σε εντολές περιορισμού, στη διάρκεια πανδημίας.
Από την πλευρά του, ο Μητσοτάκης, ο οποίος προφανώς πληρώνει την υπερβολική κριτική του προς τον Τσίπρα για γκρέμισμα των συνόρων, αν και αναγνώρισε τις δύσκολες συνθήκες στη Μόρια έκανε σαφές ότι «τίποτα δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για βίαιες αντιδράσεις σε υγειονομικούς ελέγχους. Πολύ περισσότερο, για τέτοιας έκτασης ταραχές». Ο πρωθυπουργός τόνισε επίσης ότι «η κατάσταση στη Μόρια δεν μπορεί να συνεχιστεί γιατί αποτελεί ταυτόχρονα ζήτημα δημόσιας υγείας, ανθρωπισμού αλλά και εθνικής ασφάλειας».
Παραλλήλως σημείωσε ότι «οι φιλοξενούμενοι θα στεγαστούν σε κατάλληλες σκηνές, οι θετικοί στον ιό θα έχουν περίθαλψη και οι κάτοικοι της Λέσβου θα αποζημιωθούν και θα προστατευτούν». Σε ό,τι αφορά πάντως την ουσία του θέματος, που είναι αυτό της συνεχιζόμενης ροής μεταναστών περιορίστηκε να πει ότι «προφανώς, οι έλεγχοι στα θαλάσσια σύνορά μας, που είναι και ευρωπαϊκά, θα συνεχιστούν».
Ανάγκη για εθνική μεταναστευτική πολιτική
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε ότι οι άξονες μεταναστευτικής πολιτικής που ανακοίνωσε αρχικά ο Μητσοτάκης (κλειστά κέντρα, διαχωρισμός μεταναστών και προσφύγων και σύνδεση της παραβατικής συμπεριφοράς με τη χορήγηση ασύλου) ήταν και παραμένουν προς την σωστή κατεύθυνση.
Δεν μπορούν, ωστόσο, να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, όσο δεν αποτελούν μέρος μιας εθνικής πολιτικής, αποδεκτής, αν όχι στο σύνολό της, τουλάχιστον στα βασικά σημεία της, από τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) και από το ΚΙΝΑΛ, το οποίο φιλοδοξεί για έναν ρυθμιστικό ρόλο. Μια εθνική συμφωνία που θα μπορούσε να συναφθεί και “πλην Λακεδαιμονίων”, πριν από την απαίτησή μας, ως χώρα, για ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου.
Τα γεγονότα στη Μόρια αυτό έδειξαν. Ό,τι θα πρέπει να υπάρξει μια μίνιμουμ εθνική συναίνεση για τη φύλαξη των συνόρων από την παράνομη μετανάστευση, με τις ιδιαιτερότητες που έχουν τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα, για την διαχείριση όσων παρανόμως καταφέρνουν να τα παραβιάσουν, αλλά και για την προοπτική της εξεύρεσης τρόπων να αφαιρεθεί από τον Ερντογάν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο βεβαίως, το δικαίωμα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.
Και όλα αυτά γιατί η Μόρια έδειξε κυρίως ότι ο “κακώς νοούμενος διεθνισμός”, ο οποίος μέχρι χθες φάνταζε ανέξοδος, έχει τελικά κόστος. Κοστίζει στους κατοίκους των ακριτικών ελληνικών νησιών, στο σύνολο των Ελλήνων φορολογουμένων, στην εθνική ασφάλεια, αλλά και σε εκείνους που έχουν πραγματικά ανάγκη διεθνούς προστασίας και καταφεύγουν, κακώς, στην παραβίαση των συνόρων της ΕΕ, αλλά και στη δόλια χρήση του Δικαίου της Θάλασσας.