Η κατάργηση του βέτο δεν σώζει την ΕΕ
18/12/2023Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία, με τη συμπαράσταση και των ισχυρών οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά, πάσχιζε να εξαφανίσει, με κάθε τρόπο, το βέτο της ΕΕ, για να λαμβάνονται δήθεν γρηγορότερα και ευκολότερα οι αποφάσεις της. Η ύπαρξή του δημοκρατικού αυτού εργαλείου εξακολουθούσε να ενοχλεί, παρά τους σοβαρούς ακρωτηριασμούς, τους οποίους είχε υποστεί στην πορεία του
Η μέχρι πριν από λίγο διατήρηση ακόμη του βέτο, έστω και με αυτή την εξασθενημένη του μορφή, φαίνεται ότι θα πρέπει να αποδοθεί στο φόβο σοβαρών αντιδράσεων του Νότου, και όχι αποκλειστικά των “κακών παιδιών” της Ευρώπης (βλ. Ουγγαρία και Πολωνία). Οι, καταρχήν, δικαιολογημένοι αυτοί δισταγμοί του διοικητηρίου της ΕΕ διαλύθηκαν, εν ριπή οφθαλμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί κατεπειγόντως η είσοδος της Ουκρανίας, αλλά και της Μολδαβίας, στους κόλπους της ΕΕ. Δηλαδή, θεωρήθηκε απαράδεκτη η πιθανότητα να κινδυνεύσει η είσοδος αυτών των χωρών, και όχι μόνο, εξαιτίας του βέτο ορισμένων κρατών-μελών.
Να υπενθυμίσω ότι στις 2 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους, συνήλθαν στο Βερολίνο, με πρόσκληση της Υπουργού Εξωτερικών, 17 υπουργοί Εξωτερικών και 11 κρατικοί γραμματείς. Επρόκειτο, κυρίως για εκπροσώπους του ευρωπαϊκού Βορρά, αλλά και για υποψήφια κράτη για ένταξη, όπως η Ουκρανία και η Τουρκία. Ως κύριο θέμα αυτής της σύναξης ήταν η κατάργηση της ομόφωνης ψήφου, υπέρ μιας ειδικής πλειοψηφίας, που ουσιαστικά αποτέλεσε τον πρόλογο της κατάργησης του βέτο.
Η ουσιαστική κατάργηση του βέτο συντελέστηκε με ψήφισμα, πριν από μερικές ημέρες, και κάτω από τη σκέπη της άμεσης ανάγκης αναμόρφωσης των συνθηκών της ΕΕ, προκειμένου «να αντιμετωπιστεί το μέλλον της διευρυμένης Ευρώπης». Υποβλήθηκαν 267 προτάσεις αναθεώρησης. Οι επικρατέστερες είναι αυτές, που ενισχύουν την ασυδοσία στους κόλπους της ΕΕ και περιορίζουν ακόμη περισσότερο την εμβέλεια του φτωχού Νότου, απέναντι στον πλούσιο Βορρά.
Αφωνία του ευρωπαϊκού Νότου
Εύλογη είναι η έκπληξη για την όντως, ανεξήγητη τουλάχιστον εκ πρώτης όψης, απουσία αντιδράσεων από τον ευρωπαϊκό Νότο, εναντίον της βιαστικής και ολοκληρωτικής πια κατάργησης του μοναδικού δημοκρατικού όπλου, που είχε παραμείνει στη διάθεσή του. Και ακόμη πιο προβληματική είναι η συναίνεση Ελλάδας και Κύπρου στη θανάτωση του βέτο. Ιδιαίτερα της Κύπρου, που δεν θα ήταν πλήρες μέλος της ΕΕ το 2004, χωρίς το βέτο, αλλά και της Ελλάδας που διακυβεύεται η κυριαρχία της στο Αιγαίο και όχι μόνο. Εύλογα διερωτάται κανείς τι αντάλλαγμα θα μπορούσε να εξασφαλίσει η απώλεια της έστω οιονεί σιγουριάς, που πρόσφερε το βέτο, ως τελευταίο οχυρό, στις αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η ΕΕ δείχνει, τώρα, να βιάζεται να διευρυνθεί, περνώντας από τα νυν 27 μέλη της στα 36, με την ελπίδα ότι, χάρη στην κατάργηση του βέτο, θα είναι ευκολότερη η λήψη αποφάσεων, με μεθόδους αναγκαστικά αυταρχικές. Στη φάση αυτή, φαίνεται να μη λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες της Γαλλίας, σχετικά με τον κίνδυνο να καταστεί ανεξέλεγκτο το σύστημα, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των μελών του. Και τούτο, επειδή η κατάργηση του βέτο ελπίζεται ότι θα εξαφανίσει τις αντιδράσεις.
Τα εννέα πρόσθετα μέλη κρίνεται ότι πρέπει να εισέλθουν στην ΕΕ με συνοπτικές διαδικασίες, για να μην εξακολουθήσουν να εκτίθενται στον κίνδυνο επηρεασμού τους από την Ρωσία. Ειδικότερα, πρέπει να επιταχυνθεί η είσοδος της Ουκρανίας, Μολδαβίας και Γεωργίας, επειδή τα ρωσικά στρατεύματα στο έδαφός τους κινδυνεύουν να αποσταθεροποιήσουν την Ευρώπη. Κρίνεται, συνεπώς, από την ΕΕ, ότι θα ήταν αδιανόητο η είσοδός τους στην ΕΕ να κινδυνεύσει η και να αποτραπεί, εξαιτίας πιθανού βέτο της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι όλα τα υποψήφια κράτη για ένταξη στην ΕΕ δεν χαίρουν του ίδιου βαθμού συμπάθειας, καθώς αρνήθηκε στη Σερβία, που είναι υποψήφια από το 2012, η είσοδος, με την δικαιολογία ότι δεν έχει ικανοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Και σύμφωνα με σχετικές μετρήσεις, ένα σημαντικό τμήμα του εκεί πληθυσμού, δεν επιθυμεί πια την ένταξη.
Η άνοδος αντισυστημικών κομμάτων
Ωστόσο, οι καταιγιστικές μεταβολές στον πολιτικό χώρο της Ευρώπης εγείρουν αγωνιώδη ερωτηματικά για το πως και για το εάν μπορεί τελικά να διασωθεί η ΕΕ, χάρη στην κατάργηση του βέτο, την απαλλαγή της από ατίθασα μέλη, όπως η Ουγγαρία και Πολωνία και τη διεύρυνσή της. Και τούτο διότι, ήδη, ολοένα περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, όχι μόνο κινδυνεύουν να ακολουθήσουν τα βήματα της Ουγγαρίας και Πολωνίας, αλλά επιπλέον και να προτείνουν την έξοδο από την ΕΕ και από το ευρώ. Ήδη 15 από τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν κόμματα, με τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού τους να συμφωνούν με τις απόψεις τους, έτσι που δεν θα είναι πια ο Ορμπάν πρωτεργάτης της ανυπακοής, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης.
Οι πρωτεργάτες της ΕΕ, Γαλλία και Γερμανία, με τα κόμματά τους, που συλλήβδην αποκαλούνται ακροδεξιά και φασιστικά, οδεύουν, όπως όλα δείχνουν, προς διακυβέρνηση των χωρών τους, ενώ διάχυτος είναι ο φόβος ότι και η Μελόνι της Ιταλίας χειμάζει προς το παρόν, αναμένοντας ενισχύσεις, προκειμένου να υπερασπιστεί τα αρχικά πιστεύω της, δηλαδή έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Η πρόσφατη εκλογή στην Ολλανδία του Geert Wilders, που πιθανότατα θα ηγηθεί κυβέρνηση συνεργασίας και ο οποίος ιδεολογικά βρίσκεται κοντά στη Μαριν Λεπέν, κορύφωσε κυριολεκτικά τους φόβους της ΕΕ.
Παρενθετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι τα νέα αυτά πολιτικά κόμματα που σταδιακά κατακλύζουν την Ευρώπη, χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως ακροδεξιά από τους πολιτικούς τους αντιπάλους (σύμφωνα με σχετική άποψη πολιτικών επιστημόνων), προκειμένου έτσι να αποκλείσουν και να στιγματίσουν όλες τις μορφές κομματικού εθνικισμού. Και αντιθέτως, οι χαρακτηρισμοί νεοναζ και νεοφασισμός χρησιμοποιούνται πλέον αποκλειστικά για κόμματα και ομάδες, που δηλώνουν ρητά την επιθυμία να αποκαταστήσουν το Τρίτο Ράιχ ή αναφέρουν τον ιστορικό εθνικοσοσιαλισμό ως ιδεολογική τους επιρροή.
Δεν πρόκειται, συνεπώς, για “φασιστικά” και “ακροδεξιά” κόμματα ή και κυβερνήσεις, όπως αρέσκονται να τα αποκαλούν οι, πανικόβλητες από την άνοδό τους, παραδοσιακές κυβερνήσεις. Πρόκειται, αντιθέτως, για πολιτικά σχήματα, με σημαντικές αναμεταξύ τους διαφορές, που ανήκουν στη δεξιά, αλλά και στην αριστερά, και που το όνομα που τους ταιριάζει είναι “αντι-συστημικές”. Υπόσχονται να κάνουν, όταν έρθουν στην εξουσία, όλα όσα παρέλειψαν να πράξουν οι συστημικές/παραδοσιακές κυβερνήσεις. Και, φυσικά, στρέφονται εναντίον της παγκοσμιοποίησης και υπέρ του έθνους-κράτους, καθώς και εναντίον στην ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών.
Συμπερασματικά, να υποστηρίξω ότι ο διάχυτος πανικός στο χώρο της ΕΕ, δεν θεραπεύεται, αλλά ούτε και αντιμετωπίζεται με την κατάργηση του βέτο, ούτε με τη διεύρυνση, αλλά ούτε και με τη στροφή της προς μεθόδους λιγότερο δημοκρατικές και περισσότερο αυταρχικές.