Η σιωπηλή ανοχή και το νέο “δημόσιο” του ΣΥΡΙΖΑ
09/12/2017του Θοδωρή Καρναβά –
Συμπληρώνονται σε λίγο τρία χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η κυβερνητική πολιτική, στο πλαίσιο του 3ου μνημονίου, είναι ακραία αντιλαϊκή και πλήττει άμεσα τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων στρωμάτων. Έτσι, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποδυναμωμένη στις δημοσκοπήσεις και προεξοφλείται η ήττα της στις επόμενες εκλογές. Παρόλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει, γιατί οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στην πολιτική του είναι ακόμα διαχειρίσιμες. Πώς εξηγείται αυτό;
Το παραπάνω ερώτημα αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν συνυπολογίσουμε ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ είναι τα μόνα κυβερνώντα κόμματα της μεταπολίτευσης χωρίς μαζικό κομματικό μηχανισμό. Οι νεοπαγείς συντηρητικοί ΑΝΕΛ δεν είχαν ποτέ ισχυρή κομματική οργάνωση και κοινωνική παρουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με παραδοσιακά ερείσματα σε ορισμένους χώρους εργασίας (πχ εκπαίδευση) και σε κοινωνικά κινήματα, αποδεκατίστηκε κομματικά και οργανωτικά μετά τη διάσπαση του 2015.
Η ερμηνεία ότι το λαϊκό κύμα δυσαρέσκειας της περιόδου 2010-12 εκτονώθηκε με την άνοδο του αντιμνημονιακού κάποτε ΣΥΡΙΖΑ στην εξούσία και απογοητεύτηκε μετά την αποτυχία του 2015 είναι λογική. Είναι ανίκανη, όμως, να απαντήσει πλήρως στο ερώτημα. Μια προσεχτική ματιά στη στάση των διαμορφωτών κοινής γνώμης και των πάσης φύσεως οργανωμένων συμφερόντων μπορεί να φωτίσει περισσότερο τα πράγματα.
Τα εσωτερικά συμφέροντα και οι θεσμικοί παράγοντες
Είναι αλήθεια ότι όλοι οι μνημονιακοί οικονομικοί παράγοντες της χώρας είναι βαθιά υποχρεωμένοι στην ομάδα Τσίπρα-Καμμένου για τη διάσωση των μνημονίων. Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση τη στιγμή που η πολιτική των μνημονιακών παρέπεε, χωρίς αποτελέσματα και πολιτική νομιμοποίηση. Έτσι οι λύσεις ήταν δύο: ή η μνημονιακή πολιτική θα άλλαζε, ή κάποιος άφθαρτος θα της έδινε νέα πνοή. Τότε εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως εκπρόσωπος της πρώτης λύσης για να επιβάλει τελικά τη δεύτερη με μια εντυπωσιακή κυβίστηση.
Το αποτέλεσμα ήταν και να νομιμοποιήσει τα νομικά διάτρητα προηγούμενα μνημόνια και τις μνημονιακές πολιτικές να εφαρμόσει, διαιωνίζοντάς τες. Η δε ικανότητα της κυβέρνησης Τσίπρα στην εφαρμογή των πιο σκληρών αποικιακών όρων σε εργασία, κοινωνική ασφάλιση, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και φοροεπιδρομή είναι μοναδική.
Έτσι, όλοι οι μνημονιακοί θιασώτες ουσιαστικά υποστηρίζουν την πολιτική της. Γι’ αυτό και τελικά η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει καλές σχέσεις με πολλές από τις μεγάλες οικογένειες της χώρας. Ταυτόχρονα κατόρθωσε παλιά, ανίσχυρα πια οικονομικά και επιθετικά προς εκείνη συγκροτήματα (πχ ΔΟΛ, Πήγασος) να εξουδετερώσει, εκμεταλλευόμενη τις αμαρτίες τους.
Στη Βουλή δεν υπάρχει ουσιαστική αντιπολίτευση. Η Αξιωματική Αντιπολίτευση και ο χώρος του «Κέντρου», αμφότεροι με εμφανές έλλειμμα ηγεσίας, δυσκολεύονται να κρύψουν τη συμφωνία τους με τις περισσότερες πολιτικές της κυβέρνησης, λόγω του κοινού μνημονιακού παρονομαστή. Μένουν μόνο το απομονωμένο ΚΚΕ και η φασιστική Χρυσή Αυγή. Τα δε συνδικάτα, ούτως ή άλλως αποδεκατισμένα και περιθωριοποιημένα, παίζουν δυστυχώς ελάσσονα ρόλο πλέον. Μόνο στο δικαστικό σώμα, κυρίως στα μεσαία του κλιμάκια, εμφανίζεται κάποια αντίδραση.
Η “βιομηχανία” των ΜΚΟ
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ εφηύρε το δικό του «Δημόσιο» για να ικανοποιήσει το λιγοστό αλλά πολύ δυναμικό του ακροατήριο. Έστησε, διευκόλυνε και γιγάντωσε το πολυδαίδαλο δίκτυο ξένων και εγχώριων ΜΚΟ για το μεταναστατευτικό. Τεράστια ποσά διοχετεύονται και θέσεις εργασίας ανοίγουν αδιαφανώς για ημέτερους. Μια ολόκληρη βιομηχανία σίτισης, στέγασης και υπηρεσιών στήθηκε με σπατάλη πολλών εκατομμυρίων.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση κλείνει το μάτι στη μικρή αλλά δυναμική μειονότητα των δικαιωματιστών, δηλαδή όσων επιδιώκουν τη διάλυση κάθε ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας από τα πανεπιστήμια μέχρι το μεταναστευτικό. Ικανοποιεί μια βασική επιθυμία των Ευρωπαίων, οι οποίοι διακηρυγμένα σκοπεύουν να καταστήσουν την Ελλάδα αποθήκη ψυχών. Και τέλος εξυπηρετεί το στρατηγικό στόχο μερίδας της πολιτικής ελίτ της χώρας για δημιουργία μιας κοινωνίας στην Ελλάδα χωρίς ισχυρή εθνική ταυτότητα.
Οι εξωτερικοί παίκτες
Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες, μετά το σωφρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζονται ως οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της κυβέρνησης. Γνωρίζουν ότι στις τάξεις της κυβέρνησης ίσως δεν υπάρχουν αρκετοί ειλικρινείς υποστηρικτές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί και πολύ. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να προωθείται η πολιτική τους αποτελεσματικά.
Και γνωρίζουν ότι το κίνητρο διατήρησης της εξουσίας είναι ικανό να «πείσει» στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσουν οποιοδήποτε μέτρο. Και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η σημερινή κυβέρνηση αποδείχτηκε πιο ικανή και συμπαγής από κάθε προηγουμένη σε αυτό το πεδίο.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι καλές σχέσεις της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου με την αμερικανική γραφειοκρατία πριν από την εκλογή Τραμπ δεν έχουν μεταβληθεί πολύ, λόγω των ενδοαμερικανικών διενέξεων και της αδυναμίας του Τραμπ να επιβληθεί ακόμα πλήρως. Επιπλέον, όλοι οι ξένοι παράγοντες βλέπουν ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή αξιόπιστη διάδοχη κατάσταση στην Ελλάδα που θα μπορούσε να μακροημερεύσει.
Όλες οι ομάδες συμφερόντων εντός και εκτός Ελλάδας υποστηρίζουν ή ανέχονται σιωπηλά την κυβέρνηση και της δίνουν χρόνο. Συνεπώς, ποιος μένει να αντιδράσει; Μόνο η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που πλήττεται με κάθε τρόπο όλα τα χρόνια της κρίσης. Προς το παρόν τουλάχιστον αυτοί αγωνίζονται να μην πέσουν στον γκρεμό.