Η σκιά του Ειδικού Δικαστηρίου και η φυγή προς τα εμπρός
08/09/2017του Σταύρου Λυγερού –
Ο ερχομός του Μακρόν, ο οποίος συνοδεύεται από μεγάλη ομάδα κορυφαίων Γάλλων επιχειρηματιών, έδωσε την ευκαιρία στο Μαξίμου να στήσει ένα μάλλον υπέρμετρο επικοινωνιακό σκηνικό. Το ταξίδι του Γάλλου προέδρου έρχεται ως επιστέγασμα στις διαδοχικές επισκέψεις του πρωθυπουργού σε εταιρείες που κατέχουν ηγετικό ρόλο στον κλάδο τους.
Στόχος της στρατηγικής του Τσίπρα είναι να καταδειχθεί ότι η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν είναι εναντίον της υγιούς επιχειρηματικότητας, αλλά και διεκδικεί ρόλο υπερασπιστή και σταυροφόρου. Όχι μόνο δεν είναι εναντίον των ξένων επενδύσεων, αλλά και κάνει ό,τι μπορεί για να τις προσελκύσει.
Είναι, άλλωστε, ξεκάθαρο πως ο Τσίπρας και το επιτελείο του επενδύουν πολιτικά τα ρέστα τους στην ανάκαμψη της οικονομίας. Για την ακρίβεια, επιδιώκουν η κυβερνητική θητεία τους να ταυτισθεί με την έξοδο από το Μνημόνιο.
Συμπληρωματικές πρωτοβουλίες
Το άνοιγμα αυτό προς τον κόσμο της αγοράς συνδυάζεται με την προσπάθεια του Τσίπρα να εμφανίσει τον εαυτό του σαν ένα είδος πολιτικής συνέχειας του Ανδρέα Παπανδρέου της πρώτης (ριζοσπαστικής) περιόδου. Μπορεί οι δύο αυτές πρωτοβουλίες να μοιάζουν αντιφατικές, αλλά στην πραγματικότητα λειτουργούν συμπληρωματικά για να υπηρετήσουν μία καθαρά πολιτική-εκλογική στόχευση.
Διαπιστώνοντας τη συνεχή συρρίκνωση της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ, οι ένοικοι του Μαξίμου επιδιώκουν να συγκρατήσουν τις διαρροές ψηφοφόρων, εδραιώνοντας το διπολισμό που προέκυψε από τις εκλογές του 2012 και κατ’ επέκτασιν την πολιτική-εκλογική ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ και στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Πέρα από την προφανή κομματική σκοπιμότητα, υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος που ωθεί τον Τσίπρα σ’ αυτό το –χωρίς προσχήματα πλέον– διπλό άνοιγμα. Έχει αρχίσει να δίνει βάση σε προειδοποιήσεις πως υπουργοί, ακόμα και ο ίδιος, μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με Ειδικό Δικαστήριο. Αρχικά, θεωρούσε αυτές τις προειδοποιήσεις αβάσιμες, αλλά τον τελευταίο καιρό έχει κάνει δεύτερες σκέψεις.
Το φράγμα του 25%
Στο Μαξίμου ποντάρουν σε μία αποτρεπτική παρέμβαση της καραμανλικής πτέρυγας στη ΝΔ, εάν ο Μητσοτάκης κινηθεί προς την κατεύθυνση ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής. Θεωρούν, επίσης, ότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρατήσει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό οι όποιες σχετικές προθέσεις στα ηγετικά κλιμάκια της ΝΔ και σε κύκλους των αρχουσών ελίτ θα ακυρωθούν.
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο θεωρούν κάτω φράγμα το 25%, αλλά υπάρχουν υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη που φοβούνται ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να κινηθεί ακόμα χαμηλότερα. Στην περίπτωση, μάλιστα, που σπάσει το όριο του 20%, εκτιμούν πως θα μεγαλώσει ο πειρασμός του Μητσοτάκη να εξωθήσει τα πράγματα σε Ειδικό Δικαστήριο.
Στο Μαξίμου, πάντως, έχουν συνείδηση πως θα είναι καταστροφή εάν πάει κάτι στραβά και η Ελλάδα δεν καταφέρει να επιστρέψει κανονικά στις αγορές μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Γι’ αυτό και η εντολή που έχει δώσει ο Τσίπρας στους εμπλεκόμενους υπουργούς είναι οι διαπραγματεύσεις για την 3η αξιολόγηση να ολοκληρωθούν μέχρι το Νοέμβριο και σε καμία περίπτωση να μην επεκταθούν στο 2018.
Σταθεροποίηση και ανάπτυξη
Αν κρίνουμε, όμως, από τις προηγούμενες αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, η εντολή του έχει σχετική σημασία. Κι αυτό, επειδή όταν το Κουαρτέτο θέτει στο τραπέζι απαιτήσεις που δοκιμάζουν σκληρά τον ιδεολογικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, η συνήθης τακτική των υπουργών είναι να αντιστέκονται και να παρατείνουν τη διαπραγμάτευση, πριν –κατά κανόνα– τελικώς υποχωρήσουν.
Η τακτική αυτή δεν ήταν εξαρχής συνειδητή επιλογή. Προέκυψε στην πορεία από την ανάγκη να δείξουν στην κοινή γνώμη, στο κομματικό ακροατήριο, στους βουλευτές που θα κληθούν να ψηφίσουν, αλλά ακόμα και στους εαυτούς τους, ότι εξάντλησαν όλα τα περιθώρια πριν κάνουν πίσω. Ρόλο είχε παίξει, επίσης, και το γεγονός ότι ο Τσακαλώτος, που χειρίσθηκε τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις όχι μόνο έχει δύσκολες σχέσεις με το Μαξίμου, αλλά έχει και τη δική του ξεχωριστή πολιτική ατζέντα.
Μένει να αποδειχθεί εάν αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις θα εξελιχθούν διαφορετικά. Η εντολή, πάντως, που έχει δοθεί από το Μαξίμου στους υπουργούς είναι ότι πρώτη πολιτική προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να εμπεδώσει το κλίμα σταθεροποίησης της οικονομίας και να δημιουργήσει αναπτυξιακή δυναμική, προσελκύοντας επενδύσεις. Το σύνθημα που επικρατεί είναι “ανάπτυξη”. Όλες οι υπόλοιπες κυβερνητικές πολιτικές περνούν σε δεύτερη μοίρα, με την έννοια ότι δεν πρέπει να παρεμποδίζουν τον κεντρικό πολιτικό στόχο.
Αμετακίνητος ο Τσακαλώτος
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο χρόνος πραγματοποίησης του ανασχηματισμού τοποθετείται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης και όχι αμέσως μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, μάλιστα, θα διαμορφωθεί με προοπτική ότι ίσως θα είναι αυτό που θα δώσει την επόμενη εκλογική μάχη.
Υπενθυμίζουμε την προ καιρού κυβερνητική ανακοίνωση, η οποία, σπάζοντας κάθε παράδοση, διαβεβαίωσε ότι ο Τσακαλώτος είναι αμετακίνητος στο τωρινό υπουργείο του. Υποτίθεται ότι ήταν απάντηση σε δημοσιεύματα. Τέτοια, όμως, δημοσιεύματα εν όψει ανασχηματισμού είναι πολλά και αναφέρονται σε πολλούς υπουργούς, όχι μόνο στον υπουργό Οικονομικών. Για τους άλλους το Μαξίμου δεν ένοιωσε την ανάγκη να διαψεύσει. Να λοιπόν η απόδειξη ότι αυτός είναι από μόνος του ξεχωριστή κατηγορία.
Ας σημειωθεί ότι ο Τσακαλώτος επιδιώκει να προαχθεί σε αντιπρόεδρο, διατηρώντας ταυτοχρόνως το υπουργείο Οικονομικών και αποκτώντας κάποια εποπτεία στο υπουργείο Ανάπτυξης. Σύμφωνα με πληροφορίες ο ίδιος όχι μόνο τρέφει αρχηγικές φιλοδοξίες, αλλά και πρωθυπουργικές.
Τάσεις φατριασμού
Εσωκομματικά είναι αναμφισβήτητα ο άλλος πόλος, χωρίς να προς το παρόν να στρέφεται ανοικτά εναντίον του Τσίπρα. Εκτός αυτού, όμως, έχει εδραιώσει μία σταθερή και λειτουργική σχέση με το ευρωιερατείο. Πιστεύει ότι αυτή η σχέση μπορεί σε επόμενη φάση και υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει πολιτικό διαβατήριο.
Αυτόν τον καιρό, όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο από σχεδιασμοί επί χάρτου, που αντανακλούν την ισχυρή τάση φατριασμού, η οποία, κάτω από την ενωτική επιφάνεια, αναπτύσσεται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Και οι μεν και οι δε, ωστόσο, έχουν συνείδηση πως βρίσκονται στην ίδια βάρκα και πως για να κρατηθούν στο παιχνίδι πρέπει να εξασφαλίσουν ένα σχετικά υψηλό ποσοστό στις επόμενες εκλογές. Μόνο που δεν συμφωνούν όλοι στον τρόπο που αυτό μπορεί να επιτευχθεί.