Καιρός να εγείρει και η Ελλάδα διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας
22/09/2020Μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, η Τουρκία άρχισε να προβάλλει διεκδικήσεις επί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε όλη τη γεωγραφική ζώνη ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Με άλλα λόγια άρχισε να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε όλη την έκταση του χώρου που περιλαμβάνει τη Θράκη, το Ανατολικό τμήμα του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών νησιών που βρίσκονται σε αυτό, έως την περιοχή στα νότια της Κρήτης, με αναφορές ακόμη και στη Γαύδο.
Η αμφισβήτηση αυτή δεν περιορίστηκε σε φραστικές αναφορές ή σε παραστάσεις σε διεθνή fora. Από την αρχή συνοδεύτηκε με ένα ευρύ φάσμα ενεργειών. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν από προκλητικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου, αεροναυτικές ασκήσεις στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, επαπειλούμενες έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, έως στημένες κρίσεις τύπου Ιμίων. Στην παρούσα φάση έχουμε μια κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας, η οποία ξεκίνησε μετά τη σύναψη του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο του 2019.
Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εκδηλώνεται έντονα τόσο με δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας, όσο και με προκλητικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών είναι η διεξαγωγή ερευνών από το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού τον Αύγουστο. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η τουρκική πρόκληση στην Κύπρο, όπου εκεί πλέον μιλάμε για γεωτρήσεις εντός της αναγνωρισμένης κυπριακής ΑΟΖ. Δηλαδή, μιλάμε για μια βάναυση παραβίαση της θαλάσσιας κυριαρχίας του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, αφού ουσιαστικά η Τουρκία έχει κάνει έναν θαλάσσιο Αττίλα 3.
Τι ζητά η Τουρκία από την Ελλάδα στη θάλασσα
Το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ορίζεται από πέντε άξονες:
- Πρώτον, η Τουρκία αρνείται στην Ελλάδα την άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Για να αποτραπεί μάλιστα κάτι τέτοιο, η τουρκική εθνοσυνέλευση διακήρυξε το 1995 ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου (Casus beli).
- Δεύτερον, η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε έναν απροσδιόριστο αριθμό νήσων και νησίδων. Η σχετική αμφισβήτηση τέθηκε εντονότερα μετά το περιστατικό των Ιμίων και πλέον επεκτείνεται σε ένα μεγάλο πλήθος νήσων με αναφορές ακόμη και σε κατοικημένα μικρά νησιά.
- Τρίτον, η Τουρκία ζητά την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Λήμνου. Πρόκειται βεβαίως για μια εξωφρενική και θρασύτατη απαίτηση που προσβάλλει την Ελλάδα και αρνείται το θεμελιώδες δικαίωμα άμυνας που έχει κάθε κυρίαρχο κράτος. Είναι όμως και εντελώς αβάσιμη. Όσον αφορά τη Σαμοθράκη και τη Λήμνο, το καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποίησης έληξε το 1936 με τη Σύμβαση του Μοντρέ, η οποία επέτρεψε τον επανεξοπλισμό των Στενών. Αντίστοιχα, όσον αφορά τα Δωδεκάνησα, αυτά επιστράφηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1947. Στη Συνθήκη αυτή η Τουρκία δεν ήταν αντισυμβαλλόμενη, και άρα σε απλά ελληνικά δεν της πέφτει λόγος (ισχύει ο νομικός όρος: res inter alios acta=συναλλαγή/ σύμβαση που έγινε από άλλους).
- Τέταρτον, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της Ελλάδας να διενεργεί επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης (SAR) στο Ανατολικό Αιγαίο. Παρεμφερής με αυτή τη διεκδίκηση είναι και η άρνηση του δικαιώματος της Αθήνας να ελέγχει τις εναέριες συγκοινωνίες στο FIR Αθηνών.
- Πέμπτον, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά νησιά έχουν δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αγνοώντας το δίκαιο της θάλασσας, το οποίο δίνει και στα νησιά πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα. Στα δικαιώματα αυτά αναφέρεται ρητώς το Άρθρο 121 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο ορίζει ότι τα κατοικημένα και με οικονομική ζωή νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα θαλασσίων ζωνών. Εξαιρούνται βράχοι και βραχονησίδες μη δυνάμενες να συντηρήσουν ζωή.
Φαινομενικά δημοκρατική, πλην εξωφρενική απαίτηση
Από τα παραπάνω ζητήματα η Ελλάδα δέχεται να συζητήσει μόνο το πέμπτο, δηλαδή τον προσδιορισμό υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στη βάση του διεθνούς δικαίου. Αντιθέτως, η Τουρκία θέλει να υποχρεώσει την Ελλάδα να συζητήσει για όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά και για πολλά άλλα που συνεχώς προσθέτει.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα θέματα που εγείρει η Τουρκία είναι και η απαίτηση εκλογής Μουφτήδων στη Θράκη. Πρόκειται για φαινομενικά δημοκρατική, πλην όμως εξωφρενική απαίτηση της Άγκυρας, που δεν την εφαρμόζει ούτε η ίδια! Σε καμία απολύτως μουσουλμανική χώρα δεν εκλέγονται οι Μουφτήδες. Ειδικά στην Ελλάδα όπου ισχύει εν μέρει η Σαρία, οι Μουφτήδες είναι παράλληλα και δικαστές, και ως τέτοιοι είναι κρατικοί λειτουργοί, μισθοδοτούμενοι από το ελληνικό δημόσιο.
Είναι προφανές ότι η τακτική της Τουρκίας είναι να εμπλουτίζει συνεχώς την ατζέντα των διεκδικήσεών της, ώστε αν βάλει την Ελλάδα σε ένα τραπέζι “διαλόγου”, να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα. Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι από μια τέτοια εξέλιξη η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει, αφού σε ένα τέτοιο τραπέζι θα συζητηθούν μόνο τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Να αναδείξουμε την τουρκική αφερεγγυότητα
Αν η Ελλάδα επιμείνει στο ότι συζητά μόνο ένα ζήτημα, είναι πιθανόν τελικά υπό την πίεση της Τουρκίας και του διεθνούς παράγοντα να υποχρεωθεί να συζητήσει πολύ περισσότερα. Για να αντιρροπήσει έναν τέτοιο κίνδυνο, η Ελλάδα θα πρέπει να εγείρει κι εκείνη δικές της διεκδικήσεις.
Οι διεκδικήσεις αυτές θα πρέπει βέβαια να είναι ίσης σημαντικότητας με τις τουρκικές ή τέτοιες που η Τουρκία να μην μπορεί να τις δεχτεί. Διότι αν προβάλουμε μικροαιτήματα, απλώς για τη δημιουργία εντυπώσεων, τότε υπάρχει ο κίνδυνος η Τουρκία να μας τα ικανοποιήσει ακριβώς για να φανεί διαλλακτική.
Είναι πιθανόν βεβαίως η Ελλάδα να μην μπορεί να βρει τέτοιες διεκδικήσεις μετά από τόσα χρόνια ακινησίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Τουρκία έχει ανεβάσει υπερβολικά τον πήχη. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν χρήσιμο τουλάχιστον η Ελλάδα να καταδείξει τη διαχρονική αφερεγγυότητα της Τουρκίας, ώστε να υπονομεύσει την προοπτική ενός διαλόγου. Αν λοιπόν σήμερα η Τουρκία έχει το θράσος να μας μιλά για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, καλόν θα ήταν να της υπενθυμίσουμε πόσο την έχει ποδοπατήσει. Αρκεί γι αυτό να αναλογιστεί κανείς ποια ήταν η τύχη των δυο μειονοτήτων που επέβαλε η Λωζάννη.
Σήμερα στη Θράκη εξακολουθεί να υπάρχει η μουσουλμανική μειονότητα, απολαμβάνοντας πλήρων δικαιωμάτων. Αντιθέτως, δεν υπάρχει πια η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, η οποία εξανδραποδίστηκε μετά από δεκαετίες τουρκικών διωγμών. Ειδικά όσον αφορά την Ίμβρο και την Τένεδο, υπενθυμίζεται ότι τα δύο αυτά νησιά παραχωρήθηκαν στην Τουρκία το 1923 για την ασφάλεια των Στενών. Επειδή όμως είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, υπήρξε ειδική πρόνοια στη Συνθήκη της Λωζάννης, ώστε οι Έλληνες κάτοικοι των δυο αυτών νησιών να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Αυτό προέβλεπε ρητώς το Άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο ανέφερε επί λέξει:
«Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό τουρκικήν κυριαρχίαν θα απολαύωσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελούμενης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν, ιθαγενή πληθυσμόν δι’ ότι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και περιουσιών. Η διατήρησις της τάξεως θα διασφαλίζεται εν αυταίς δι’ αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως εις τα διαταγάς της οποία διατελή».
Είναι προφανές ότι μετά από τόσες δεκαετίες εγκατάλειψης είναι δύσκολο πια να τεθεί θέμα Ίμβρου και Τενέδου. Ομοίως είναι δύσκολο να τεθεί θέμα Κωνσταντινουπολιτών ή να διεκδικηθούν οι τεράστιες ιδιωτικές και ιδρυματικές περιουσίες τους που κατασχέθηκαν. Ίσως μάλιστα κάτι τέτοιο να έδινε στην Τουρκία την ευκαιρία να ικανοποιήσει ορισμένα αιτήματα, ώστε να εξωραΐσει την εικόνα της.
Για αυτό και ο τρόπος που θα τεθούν τέτοια ζητήματα πρέπει να προσεχθεί. Θα ήταν όμως χρήσιμο κάθε φορά που ο Ερντογάν μας μιλά για Λωζάννη, να του υπενθυμίζουμε τα πεπραγμένα του τουρκικού κράτους. Διότι μπορεί σε όλα τα θέματα να μετρά η ουσία, αλλά το παιχνίδι παίζεται πάντα και στο γήπεδο της επικοινωνίας. Εξ άλλου, είναι και για εμάς χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η Τουρκία δεν τίμησε ποτέ την υπογραφής της.