Κάποιοι είχαν εκφράσει νωρίς επιφυλάξεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές
14/03/2025
Μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα -διαπιστώσεις, προβληματισμούς, επιφυλάξεις, επισημάνσεις και αρνητικούς χαρακτηρισμούς στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2001. Από όσα ανέφερα στο προηγούμενο πρώτο μέρος, επιβεβαιώνονται πανηγυρικά οι επιφυλάξεις, οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί που ακούστηκαν στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 από πολλούς εισηγητές της πλειοψηφίας και μειοψηφίας καθώς και από άλλους ομιλητές που άσκησαν έντονη κριτική για τη “συνταγματοποίηση” των υπαρχουσών και ίδρυση κι άλλων ανεξάρτητων αρχών.
Κορυφαία η δήλωση του τότε πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ότι «οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν αποτελούν πανάκεια, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ομολογία αδυναμίας για να μην πω χρεοκοπίας του πολιτικού συστήματος» ή του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι: «Οι ανεξάρτητες αρχές είναι σαν τον κούκο που αφήνει τα αυγά να τα κλωσήσουν άλλα πουλιά» και άλλα αρνητικά, όπως ότι είναι «πολιτικά και νομικά υβρίδια», «θεσμικά μορφώματα», «θεσμικό κατάντημα», «αντισυνταγματικές», «θεσμική τυποποίηση του … νεοφιλελευθερισμού» και «περιτομή δημοκρατίας»!
Ειδικότερα, από την Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος (1998) και την τότε συζήτηση στη Βουλή (Πρακτικά της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής 2001) για το θέμα αυτό παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά “στιγμιότυπα”-διαπιστώσεις, προβληματισμούς, επιφυλάξεις, επισημάνσεις:
- Οι ανεξάρτητες θεωρήθηκε ότι θα εγγυηθούν την ειδική και στοχευμένη διεκπεραίωση κρίσιμων πολιτικών θεματικών, στην αντιμετώπιση των οποίων το ελληνικό κράτος νοσούσε, όπως οι αξιοκρατικές προσλήψεις ή η προστασία από την κακοδιοίκηση.
- Οι ανεξάρτητες αρχές υποστηρίχθηκε ότι θα αποτελέσουν μία θεσμική απάντηση στα νέα είδη κινδύνων που αναφύονται στην εποχή μας σχετικά με τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, ότι θα συμβάλουν στην προστασία της ατομικής αυτονομίας και την ανανέωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μέσω της προστασίας των ατόμων από την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κοινωνικοοικονομικής ζωής, καθώς και από την παγκοσμιοποίηση της αγοράς και του νομικού καταναγκασμού.
- Οι ανεξάρτητες αρχές χαρακτηρίστηκαν ως “καινοτομία”, ως “θεσμικά αντίβαρα”, αλλά και ως “πολιτικά και νομικά υβρίδια”, ως “θεσμικά μορφώματα”, ακόμα και ως “θεσμικό κατάντημα” ή και “αντισυνταγματικές”.
Βασική παρατήρηση πολλών βουλευτών ήταν ότι αφαιρούν αρμοδιότητες από την εκτελεστική εξουσία, μεταφέροντάς τες σε φορείς, των οποίων η λειτουργία είναι στο απυρόβλητο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Σημειώνεται ότι αυτός ο προβληματισμός εκφράστηκε από όλους τους εισηγητές των κομμάτων, τα οποία υποστήριξαν και ψήφισαν τόσο τη θέσπιση όσο και τη “συνταγματοποίηση” των ανεξαρτήτων αρχών, χωρίς αυτό να αποτελέσει εμπόδιο για το “τσουνάμι” ίδρυσης δεκάδων στη συνέχεια!
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας (ΠΑΣΟΚ) επεσήμανε ότι «οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές είναι ένας θεσμός χρήσιμος, αλλά οριακός», ότι «η υπερβολική προσφυγή στον θεσμό των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών θέτει προβλήματα δημοκρατίας, θέτει προβλήματα στεγανοποίησης μεγάλων περιοχών του δημοσίου βίου, θέτει προβλήματα κοινοβουλευτικού ελέγχου, θέτει δηλαδή προβλήματα θεμελιώδη ως προς την πολιτειακή μας τάξη»!
Επίσης τόνισε ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές «δεν παύουν σε σχέση με την κλασσική τριμερή διάκριση των εξουσιών να είναι ένα θεσμικό υβρίδιο που νομίζω ότι αποτυπώνει την αμηχανία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος», τονίζοντας ότι «δημιουργούμε νέους θύλακες ουδέτερης πολιτικής συμπεριφοράς ακριβώς επειδή τα δημοκρατικά όργανα του κράτους δεν έχουν την ικανότητα, τη βούληση, την ευχέρεια να ασκήσουν πλήρως τις αρμοδιότητές τους, ιδίως εκεί όπου χρειάζεται να συγκρουστούν με άλλες μορφές τυπικής ή άτυπης εξουσίας».
Σπέρνονται και οι Ανεξάρτητες Αρχές;
Επίσης, ο εισηγητής της πλειοψηφίας υποστήριξε εύστοχα τα εξής, αλλά χωρίς να έχει εισακουστεί: «Άλλο ζήτημα είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές όταν αυτές λειτουργούν ως θεσμικές εγγυήσεις προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και άλλο οι Αρχές που ασχολούνται με τη λειτουργία της αγοράς. Επίσης είναι άλλο πράγμα οι Αρχές, η συγκρότηση των οποίων, προβλέπεται από το Σύνταγμα και άλλο πράγμα οι Αρχές, η συγκρότηση των οποίων, προβλέπεται από τον κοινό νόμο», τονίζοντας ότι «δεν μετατρέπονται σε Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, κατά την έννοια του Συντάγματος, όλες όσες έχει σπείρει ο νομοθέτης σε διάφορα σημεία».
Ειδικότερα ο εισηγητής της πλειοψηφίας υποστήριξε ακόμα ότι οι ρυθμιστικές αρχές της αγοράς αποκλείστηκαν ως ανεξάρτητες αρχές από το Σύνταγμα με τη λογική ότι τα αντικείμενά τους «συνάπτονται τόσο στενά με την εκάστοτε ασκούμενη οικονομική πολιτική, τόσο στενά με επιλογές που απορρέουν από το θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι τόσο συχνές οι αλλαγές που επιβάλλονται μέσα από την εξέλιξη του παραγώγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε θα δημιουργούσαμε δυσεπίλυτα συνταγματικά προβλήματα, εάν κατοχυρώναμε στο Σύνταγμα και άρα αγκυλώναμε εν μέρει συνταγματικά, τις αρχές αυτές. Για αυτό και τις εξαιρέσαμε από τη συνταγματική κατοχύρωση».
Ο εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΝΔ) τόνισε ότι «το άρθρο αυτό, αφενός καθορίζει για την αριστερά ρόλο καίριου παίκτη αλλά ταυτόχρονα την περιορίζει οριστικά στα στενά πλαίσια των κοινοβουλευτικών της δυνατοτήτων, αποστασιοποιώντας την από τις δυνατότητες κοινωνικής κινητοποίησης που διαθέτει και οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες και αποτελεσματικότερες»
Η στάση του ΚΚΕ ήταν εντελώς αρνητική υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για όργανα νομιμοποίησης της εξουσίας και των συμφερόντων των λίγων και προτείνοντας την κατοχύρωση του κοινωνικού και λαϊκού ελέγχου σε ό,τι έχει σχέση με τη δράση του δημοσίου και τον έλεγχο της διαχείρισης των δημοσίων πόρων. Οι ανεξάρτητες αρχές εκφράζουν αδυναμία ανάληψης ευθυνών από την Εκτελεστική Εξουσία και τη Βουλή!
Αδύναμη εκτελεστική εξουσία
Ανάλογες είναι και οι αποστροφές του λόγου πολλών άλλων ομιλητών κατά τη συνταγματική αναθεώρηση, όπως ότι «οι Ανεξάρτητες Αρχές εκφράζουν την αδυναμία λήψης αποφάσεων και ανάληψης των σχετικών ευθυνών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και της Βουλής (Βαρβιτσιώτης Ι., Πρακτικά Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, σ. 735) και ότι «οι Ανεξάρτητες Αρχές αντιστοιχούν στην αμηχανία του πολιτικού κόσμου απέναντι στην αδυναμία του να λάβει αποφάσεις» (Παυλόπουλος Π., ό.π., σ. 742)
Οι ανεξάρτητες αρχές αντιμετωπίστηκαν ως έκφραση της κρίσης του πολιτικού συστήματος, αφού συνιστούν εκχώρηση αρμοδιοτήτων λόγω αδυναμίας ή αναξιοπιστίας. Κύριος ήταν ο προβληματισμός γύρω από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δηλαδή αν οι ανεξάρτητες αρχές ανήκουν σε μία από τις τρείς εξουσίες, εκτελεστική, νομοθετική ή δικαστική, ή αν συγκροτούν ένα τέταρτο είδος εξουσίας, που υπερβαίνει την κλασική διάκριση των λειτουργιών.
Ο προβληματισμός αυτός γινόταν εντονότερος και κρισιμότερος από την ιδιαίτερη διαπίστωση ότι , μολονότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν μπορούν εύκολα να ενταχθούν σε κάποια από τις τρείς εξουσίες, ωστόσο έχουν λειτουργίες που ανήκουν τόσο στην εκτελεστική όσο και στη νομοθετική αλλά και στη δικαστική εξουσία . Είναι εντυπωσιακό ότι μία Αρχή νομοθετεί, ερμηνεύει και εφαρμόζει τη νομοθεσία της, ελέγχει την τήρηση της νομοθεσίας αυτής, τιμωρεί τους παραβάτες.
Οι ανεξάρτητες αρχές αποδυναμώνουν την τριμερή διάκριση των εξουσιών!
Τονίζεται από πολλούς διαπρεπείς ειδικούς συγγραφείς ότι εφόσον οι ανεξάρτητες αρχές αποστερούν αρμοδιότητες από τη Βουλή και την εκτελεστική εξουσία, αποδυναμώνουν την κλασσική τριμερή διάκριση των εξουσιών, παραβιάζουν την αρχή της πλειοψηφίας και το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
Επίσης, από πολλούς πάλι ειδικούς διαπρεπείς ειδικούς επιστήμονες και καθηγητές ότι στις απαρχές του φιλελεύθερου πολιτεύματος, η σώρευση στο πρόσωπο του ίδιου φορέα κανονιστικών, διοικητικών, ελεγκτικών, κυρωτικών και διαιτητικών αρμοδιοτήτων, δηλαδή εξουσιών που απορρέουν και από τις τρεις λειτουργίες του κράτους, όπως συμβαίνει με τις ανεξάρτητες αρχές ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, αδιανόητη και πάντως καταδικαστέα ως ένδειξη παθολογίας του συστήματος!
Οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν μονοκεντρικά και αντιδημοκρατικά ή ακόμα και αλαζονικά!
Οι ανεξάρτητες αρχές γίνονται και φορείς συγκεντρωτισμού, διότι, μολονότι ιδρύονται προκειμένου να εξισορροπήσουν τη γραφειοκρατία και το συγκεντρωτισμό του δημοσίου τομέα και να λειτουργήσουν αποκεντρωτικά για τις κρατικές λειτουργίες, τελικά λειτουργούν μονοκεντρικά και αντιδημοκρατικά ή ακόμα και αλαζονικά, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά αποτελέσματα των αποφάσεών τους.