ΑΠΟΨΗ

Κοινοβουλευτικός “θίασος” και πολιτική κατολίσθηση…

Κοινοβουλευτικός "θίασος" και πολιτική κατολίσθηση... Γιώργος Παπασίμος

Για μια ακόμα φορά και μάλιστα στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η συζήτηση στη Βουλή για τη πρόταση δυσπιστίας, που κατατέθηκε από το ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας με προμετωπίδα την εθνική τραγωδία των Τεμπών και τις κυβερνητικές αλχημείες για συγκάλυψη αυτής, πιστοποιήθηκε η σοβαρή διολίσθηση του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού. Δεν είναι μόνο η τοξικότητα, οι ευτελείς εκφράσεις που τείνουν να αποκτήσουν κεντρικό χαρακτήρα στη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά κυρίως η έλλειψη της συνείδησης για την ανάγκη εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού και ολιστικού σχεδίου, που θα ανακόψει την παρακμή της χώρας και θα αποτρέψει τους εμφανείς κινδύνους για τον Ελληνισμό.

Η Ελλάδα με την κυριαρχία του παρασιτικού μαυραγοριτισμού είναι βέβαιο ότι οδεύει με τον αυτόματο πιλότο στα τάρταρα. Η παγιωμένη, πλέον, αυτή κατάσταση φωτογραφίζει την πολιτική ευτέλεια και την κατάπτωση του πολιτικού συστήματος, που έχει μετατραπεί σε γάγγραινα για τη χώρα.

Περισσότερο από ποτέ ισχύουν οι αναφορές του Παναγιώτη Κονδύλη που από τη δεκαετία του ’90 σημείωνε ότι «ο σημερινός ελληνικός πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, «αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά», δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό∙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με την σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. «Οι λίγοι, που έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση».

Πρόκειται για οξύ σύμπτωμα μιας μακρόχρονης παρακμιακής πορείας, λόγω και της δραματικής σύγκλισης των υπαρχόντων κομμάτων επί των κεντρικών ζητημάτων, ανεξαρτήτως των επιφανειακών ιδεολογικών διαφορών τους, που εμφανίστηκε κατά την ύστερη Μεταπολίτευση, απέκτησε σταθερά χαρακτηριστικά κατά την περίοδο του μνημονιακού οδοστρωτήρα και παγιώθηκε πλέον στην εποχή της μεταμνημονικής κηδεμονίας με τη μορφή ενός αναθεωρημένου τοξικού δικομματισμού μετά τις εκλογές του 2019 και του ασθενικού και επικίνδυνου μονοπολισμού της ΝΔ στις εκλογές του 2023.

Η ΝΔ με βάση τα αρχικά φιλελεύθερα επικοινωνιακά φληναφήματα της, με στόχο την αλίευση των ψηφοφόρων του κέντρου, δεν άργησε να εμφανίσει το πραγματικό της χαρακτήρα, που είναι τα παλαιο-δεξιά χαρακτηριστικά της με κύριο όχημα την άγρια νομή του κράτους. Κατά την πενταετή, σχεδόν, διακυβέρνηση της έχει διευρυνθεί η οικονομική ανισότητα, έχει γιγαντωθεί η ψηφοθηρική επιδοματική πολιτική ψίχουλων στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού που πένεται εν μέσω σκληρής ανόδου του πληθωρισμού και τον υπεραυξήσεων στην ενέργεια και στα τρόφιμα, ενώ την ίδια ώρα γιγαντώνεται ο πλούτος που διοχετεύεται στα συγκεκριμένα κανάλια της παρασιτικής ολιγαρχίας. Έτσι, πέραν του κοινωνικού και ηθικού ζητήματος που προκύπτει από αυτό, η χώρα χάνει και την τελευταία της ευκαιρία χρησιμοποιώντας κατάλληλα τα χρήματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης να προχωρήσει στοιχειωδώς στην αλλαγή του σαθρού και επικίνδυνου παρασιτικού οικονομικού συστήματος της.

Τα χάλια της κυβέρνησης

Εκτός αυτών, η διακυβέρνηση της ΝΔ έχει επιφέρει συντριπτικά πλήγματα σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, με την ουσιαστική κατάρρευση του ΕΣΥ, τη μη λύση του ακανθώδους προβλήματος των κόκκινων δανείων, την αύξηση του χρέους, αλλά και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, τη μη σοβαρή αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών σε Θεσσαλία, Έβρο, Εύβοια κλπ, την εκτόξευση της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας, τη χρησιμοποίηση προσωπικών δεδομένων από κομματικούς μανδαρίνους της και την έλλειψη εθνικής στρατηγικής στα εθνικά θέματα εν μέσω της παγκόσμιας γεωπολιτικής ρευστότητας.

Τέλος, το σκάνδαλο των υποκλοπών, όπως άλλωστε η διαχείριση της εθνικής τραγωδίας των Τεμπών κατέδειξε περίτρανα αφενός το αδιέξοδο και επικίνδυνο πρωθυπουργικό εξουσιαστικό σύστημα και αφετέρου την πλήρη αδιαφορία της κυβέρνησης για το εναπομείναν κύρος των ενδιάμεσων θεσμών του κράτους, όπως για παράδειγμα της ΕΥΠ, που την μετέτρεψε από θεσμό επιφορτισμένο για την εθνική ασφάλεια σε θλιβερό παράρτημα κομματικής ιδιοτέλειας.

Η οικονομία πίσω από την κάλπικη χρυσόσκονη της κυβερνητικής προπαγάνδας η ΝΔ συνεχίζει στον ίδιο καταστρεπτικό δρόμο του παρασιτισμού και της μη ανταγωνιστικότητας με ωφελημένο μόνο το 1/3 της ελληνικής κοινωνίας, που κινείται γύρω από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία στην οποία διοχετεύονται αφρόνως -και εθνικά επιζήμια- τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ουδεμία προσπάθεια για την απαραίτητη ενδογενή παραγωγική ανάπτυξη επιχειρείται από την κυβέρνηση της ΝΔ η οποία είναι βέβαιο ότι έως το τέλος της θητείας της θα έχει ολοκληρώσει τη διασπάθιση των κρίσιμων αυτών κεφαλαίων, καθώς και την εκποίηση των τελευταίων ασημικών της χώρας, με συνέπεια η διαδρομή αυτού του «θανατηφόρου» οικονομικού δρόμου να αποκαλύψει χωρίς αναισθητικό τη δραματική ευαλωτότητα της ελληνικής οικονομίας και τη δραματική διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η απουσία αντιπολίτευσης

Αλλά και από την άλλη πλευρά και η κατάσταση της αντιπολίτευσης δεν παρέχει σημάδια αισιοδοξίας. Πολυδιάσπαση, προσωπικές διαδρομές και πολιτικά προτάγματα στο πλαίσιο της διαχειριστικής λογικής του υπάρχοντος συστήματος παρακμής. Απουσιάζει ένα νέο συλλογικό όραμα αναβάθμισης του Ελληνισμού και της χώρας και ένα συνεκτικό σχέδιο αλλαγής του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης και της κυριαρχίας του πελατειασμού και της αναξιοκρατίας, που βυθίζει την Ελλάδα. Πρόκειται για μείζονα κίνδυνο για τη χώρα, αφού η απουσία σοβαρών πολιτικών ηγεσιών και κομμάτων με όραμα και αποφασιστικότητα οδηγεί το πολιτικό σύστημα σε πλήρη αποτελμάτωση και τη χώρα συνολικά στην παρακμή.

Η μεγάλη εικόνα είναι ότι το πολιτικό προσωπικό, που άσκησε εξουσία στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, αντί να συμβάλει στην επιβολή ενός ισχυρού εθνικού πλαισίου ανάπτυξης, με βάση τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, μετατράπηκε σταδιακά σε τμήμα της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας, αποκτώντας συμφέροντα, ως επιμέρους ειδικό στρώμα στο κράτος, μέσω των προνομίων και της ατιμωρησίας, τα οποία ενσωματώνουν σχεδόν τους πάντες, που συμμετέχουν στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού ανεξαρτήτως ιδεολογικών επικλήσεων και τυχόν «επιδεικτικών» αντισυστημικών συμπεριφορών έχει ειδικά συμφέροντα αναπαραγωγής του εντός του υπάρχοντος νόθου πολιτικού εποικοδομήματος και της σχέσης του με το Κράτος, με συνέπεια να υπάρχει πλήρης απόσταση από τα πραγματικά συμφέροντα του «χειμαζόμενου» λαού και των λαϊκών τάξεων. Αυτό το πολιτικό σύστημα της άφρονης κομματοκρατίας, με κόμματα σχεδόν πανομοιότυπα ως προς την λειτουργία τους (αρχηγικά και χωρίς εσωτερική δημοκρατία), δεν μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λειτουργεί παράλληλα αποτρεπτικά για οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ανανέωσης, σε κεντρικό και ενδιάμεσο θεσμικό επίπεδο.

Συμπερασματικά, από το σύνολο του υπάρχοντος κομματικού δυναμικού, προκύπτει η αδυναμία αξιοπρεπούς πολιτικής εκπροσώπησης, παραγωγής προγραμματικού λόγου και υλοποιήσιμου έργου, με συνέπεια να εμφανίζεται σήμερα ολοένα και περισσότερο ένα τεράστιο πολιτικό κενό.

Εδώ προκύπτει εμφατικά η ανάγκη δημιουργίας ενός δημοκρατικού προοδευτικού πατριωτικού πολιτικού κινήματος από τις υγιείς διάσπαρτες κοινωνικές δυνάμεις, που δεν είναι εγκλωβισμένες στην κυριαρχούσα νοσηρή κομματοκρατία, που θα θέσει στο προσκήνιο τα υπαρξιακά προβλήματα της χώρας. Όπως είναι για παράδειγμα η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η ουσιαστική εμβάθυνση και ανάταξη της παιδείας, η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού μέσω μιας νέας εθνικής στρατηγικής αποτροπής, η προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, η ανακοπή της δημογραφικής κατάρρευσης και η εμβάθυνση και προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των ατομικών και συλλογικών εγγυήσεων κάθε Έλληνα πολίτη.

Η χώρα μας δυστυχώς σε αυτή την κρίσιμη γεωπολιτική περίοδο της ρευστότητας και των μεγάλων ανακατατάξεων έχει την μεγάλη ατυχία να υστερεί δραματικά σε πολιτική εκπροσώπηση και ηγεσία, κάτι που μπορεί να έχει οδυνηρές συνέπειες για το μέλλον του Ελληνισμού.