ΑΝΑΛΥΣΗ

Κόμματα-φυλές και Επιτελικό Κράτος

Κόμματα-φυλές και Επιτελικό Κράτος, Σταύρος Λυγερός

Αν και στην πολιτική σκηνή τον τελευταίο καιρό φυσούν χαμηλής έντασης άνεμοι, επαναλαμβάνεται το χρόνιο φαινόμενο οι πολιτικοί αρχηγοί, ειδικά ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να κάνουν ό,τι μπορούν για να διεγείρουν τον “κομματικό πατριωτισμό” για να ενισχύουν τη συσπείρωση και τη μαχητικότητα της παράταξής τους, με σκοπό να αλιεύσουν ψήφους. Το ενδεχόμενο να στηθούν κάλπες τον Σεπτέμβριο, άλλωστε, συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.

Θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς από τα κόμματα και τους αρχηγούς τους να κάνουν επίδειξη αντικειμενικότητας με ακριβοδίκαιες κρίσεις. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός στη δημοκρατία. Όλα, όμως, έχουν ένα όριο, το οποίο –όπως μας αποδεικνύουν συνεχώς τα γεγονότα– έχει προ πολλού καταλυθεί. Κι αυτό, επειδή η όποια αντιπαράθεση δεν γίνεται επί των κρίσιμων προβλημάτων του τόπου, αλλά για δευτερεύοντα, αν όχι για ασήμαντα. Με άλλα λόγια, κατά κανόνα τα κόμματα προσαρμόζουν τον ζωτικά αναγκαίο πολιτικό διάλογο στα μέτρα τους, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται από την φτώχεια τους σε επεξεργασίες και προγραμματικές προτάσεις.

Η συνεχιζόμενη –έστω και σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με το παρελθόν– αποδοχή εκ μέρους των πολιτών του “ξύλινου” κομματικού λόγου δεν οφείλεται μόνο σε πολιτικό πρωτογονισμό. Συνδέεται και με τον υψηλό βαθμό κομματικοποίησης των θεσμών. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, τα κόμματα άσκησαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά και έναν υπερβάλλοντα και ασφυκτικό έλεγχο σε όλο σχεδόν το πλέγμα της δημόσιας ζωής.

Τα κόμματα σύντομα εκφυλίστηκαν σε μηχανισμούς διαμεσολάβησης, διαχείρισης και νομής της εξουσίας σε όλα της τα επίπεδα. Ο εκφυλισμός αυτός σταδιακά οδήγησε σε ατροφία την παραγωγή πολιτικής, η οποία είναι η βασική αποστολή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τα κόμματα απουσιάζουν οι ιδεολογικοπολιτικές απόψεις. Απόψεις κυκλοφορούν, και μάλιστα τα κόμματα ήταν και παραμένουν σε σημαντικό βαθμό ανομοιογενή σ’ αυτό το επίπεδο.

Η ιδεολογικοπολιτική ανομοιογένεια, ωστόσο, δεν απείλησε ούτε απειλεί την ενότητα ειδικά των κομμάτων εξουσίας. Εξουδετερώνεται από κεντρομόλες δυνάμεις, όπως είναι η παράδοση, το πνεύμα “κομματικής συντεχνίας”, το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων και βεβαίως η νομή ή η προσδοκία νομής της εξουσίας. Ειδικά οι μεγάλοι κομματικοί μηχανισμοί έχουν απόλυτη συνείδηση ότι μόνο εάν διατηρηθεί η οργανωτική (όχι ιδεολογική-πολιτική) ενότητα μπορούν να διατηρήσουν ή να διεκδικήσουν την εξουσία.

Κόμματα-φυλές

Τα κόμματα υποτίθεται ότι είναι εθελοντικές ενώσεις πολιτών στη βάση ιδεολογικών-πολιτικών προτιμήσεων, οι οποίες προσπαθούν να εκφράσουν προγραμματικά τις ανάγκες και τις επιδιώξεις κοινωνικών στρωμάτων και ρευμάτων. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι περισσότερο περίπλοκη και λιγότερο αθώα. Ειδικά τα κόμματα εξουσίας τείνουν να εκφυλιστούν σε καθεστωτικά μορφώματα, που από μία άποψη θυμίζουν φυλές και από μία άλλη εταιρείες.

Αυτό είχε καταστεί εξόφθαλμο από την εποχή που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Στη συντριπτική πλειονότητά τους τα στελέχη και του ενός και του άλλου κόμματος είχαν κάποιου είδους εξάρτηση και αποκόμιζαν οφέλη από τη σχέση τους με την εξουσία. Το γεγονός αυτό δεν άφηνε πολλά περιθώρια για πολιτική ανεξαρτησία και πολύ περισσότερο για κριτική στον αρχηγό. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά τη διάσπασή του το καλοκαίρι του 2015, αν και στην Κουμουνδούρου εκδηλώνεται εσωκομματική αντιπολίτευση περισσότερο με ιδεολογικά παρά με πολιτικά χαρακτηριστικά.

Τα κόμματα-φυλές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και για το γεγονός ότι στην πράξη δεν υφίσταται η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διάκριση των εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία μόνο ανεξάρτητη δεν είναι. Έχει περιέλθει υπό τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο της εκτελεστικής. Δυσεύρετες είναι οι περιπτώσεις διαφοροποίησης συμπολιτευόμενων βουλευτών από την κυβερνητική γραμμή, παρότι συμμετέχουν ελάχιστα στη διαμόρφωσή της. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, για παράδειγμα, απειλείται η κομματική ενότητα, ή αμφισβητείται η ηγεσία, ο ρόλος των βουλευτών αποκτά καθοριστική πολιτική σημασία.

Υπάκουος “υπάλληλος”

Ο λόγος που η νομοθετική εξουσία έχει περιέλθει σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης είναι ότι κάθε βουλευτής βλέπει το βουλευτικό αξίωμά του όχι ως αυτόνομη πολιτική αποστολή, αλλά σαν σκαλοπάτι για την υπουργοποίησή του. Με άλλα λόγια, νιώθει περισσότερο σαν υποψήφιο μέλος της τωρινής ή αυριανής εκτελεστικής εξουσίας παρά ως ενεργό μέλος της νομοθετικής. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για προσωπική φιλοδοξία. Είναι η λογική του πελατειακού συστήματος που διαμόρφωσε αυτές τις νοοτροπίες και συμπεριφορές. Αυτό ίσχυε απολύτως για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Το ίδιο ισχύει πλέον –με ιδιαιτερότητες– και για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν ένας βουλευτής δεν καταφέρει να γίνει τουλάχιστον υφυπουργός, η τάση των ψηφοφόρων του είναι να τον θεωρούν περίπου αποτυχημένο, επειδή δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να τους κάνει αρκετά ρουσφέτια, επειδή νοιώθουν ότι –μέσω αυτού– δεν έχουν πρόσβαση στην εξουσία, έστω και φαντασιακά. Κατά συνέπεια, η ζωτική ανάγκη του βουλευτή να επανεκλεγεί τον ωθεί να βάζει στην άκρη τις όποιες ιδεολογικές-πολιτικές διαφωνίες του με την ηγεσία και να συμπεριφέρεται σαν υπάκουος “υπάλληλος” που διεκδικεί προαγωγή.

Είναι αληθές ότι σε ομαλές περιόδους η εξουσία του βουλευτή είναι περιορισμένη. Ακόμα και στο επίπεδο του νομοθετικού έργου τον πρώτο και κύριο λόγο έχουν οι υπουργοί. Αυτοί καταθέτουν νομοσχέδια, τα οποία οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να ψηφίσουν. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί το κύριο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, εκεί όπου δοκιμάζονται και διακρίνονται ιδέες και πολιτικοί.

Οι βουλευτές όλων των κομμάτων, και ιδιαιτέρως οι νεότεροι και λιγότερο προβεβλημένοι, ασφυκτιούν. Λίγες φορές τούς δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουν και σπανίως να αναλάβουν την ευθύνη να συμμετάσχουν σε μια κοινοβουλευτική μάχη. Συνήθως, ο ρόλος τους περιορίζεται στο να υψώνουν το χέρι ή, για την ακρίβεια, να πατάνε το ηλεκτρονικό κουμπί στις ψηφοφορίες.

Το Επιτελικό Κράτος

Η υπαγωγή της νομοθετικής εξουσίας στην εκτελεστική μπορεί να αρθεί μόνο σε συνθήκες Προεδρικής Δημοκρατίας. Μόνο μια τέτοια αλλαγή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας, ώστε να λειτουργήσει ως πραγματικό αντίβαρο στην παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας. Σήμερα, η νομοθετική εξουσία είναι θεραπενίδα της εκτελεστικής, με αποτέλεσμα να έχει επί της ουσίας καταλυθεί η αρχή για τη διάκριση των εξουσιών. Η υιοθέτηση της Προεδρικής Δημοκρατίας, επίσης, θα διευκόλυνε τη συρρίκνωση του κομματισμού. Αυτή, ωστόσο, είναι μία μεγάλη συζήτηση που κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να γίνει.

Με όχημα το λεγόμενο Επιτελικό Κράτος, ο Μητσοτάκης έχει μετατοπίσει περαιτέρω το κέντρο βάρους της εξουσίας από τα υπουργεία στον μηχανισμό που ο ίδιος έχει δημιουργήσει γύρω από τον πρωθυπουργό. Με άλλα λόγια, κατέστησε το σύστημα πολύ πιο συγκεντρωτικό, ακόμα πιο πρωθυπουργοκεντρικό, σε βαθμό που να θυμίζει προεδρική εξουσία. Αυτό δεν θα ήταν αρνητικό εάν απέναντι υπήρχε ως λειτουργικό αντίβαρο μία πραγματικά ανεξάρτητη νομοθετική εξουσία, που ασκεί και κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η θεμελιώδης αρχή της εξισορρόπησης, όμως, είναι ασήμαντη λεπτομέρεια για τους εγχώριους φιλελεύθερους…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι