Κραδασμοί στη ΝΔ για τα εθνικά – Σε βηματισμό αυτονόμησης ο Σαμαράς
17/08/2020Χαμηλής έντασης κραδασμούς προκαλούν στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και η προοπτική εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης. Φυσικά κανείς δεν θα ήθελε και δεν προτείνει πολεμική αναμέτρηση, ωστόσο η παραβίαση της δυνάμει ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το Ορούτς Ρέις εκλαμβάνεται ως έλλειψη συνολικής στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας από την πλευρά της κυβέρνησης.
Παρασκηνιακά ασκείται κριτική ότι η υποχωρητική και κατευναστική στάση και η λάθος ανάγνωση των προθέσεων της Άγκυρας στέλνει λάθος μηνύματα τόσο στην άλλη πλευρά του Αιγαίου όσο και στον διεθνή παράγοντα. Οι υποχωρήσεις στην τουρκική προκλητικότητα προκαλούν δυσαρέσκεια κυρίως στην αυτοαποκαλούμενη “πατριωτική πτέρυγα”, ενώ εξανεμίζει το όποιο πλεονέκτημα της ΝΔ στο αυξημένης εθνικής ευαισθησίας κοινό που στρατεύτηκε μαζί της κατά του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή το Μακεδονικό.
Είναι βέβαιο ότι εάν η παραβίαση της υφαλοκρηπίδας είχε συντελεστεί επί ΣΥΡΙΖΑ και είχε επιδείξει παρόμοια υποχωρητική στάση, το ψευδοπατριωτικό κοινό και τα σιτιζόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ θα ζητούσαν παραιτήσεις και θα κατήγγειλαν εθνική μειοδοσία κλπ. Τώρα έχουν περιέλθει σε μεγίστη αμηχανία, ωστόσο στο παρασκήνιο γίνονται κινήσεις. Πρόσωπα από τον επιστημονικό και πολιτικό χώρο που σχετίζονται με τον Σαμαρά κινούνται προς δημιουργία ενός think tank εστιασμένο στα εθνικά ζητήματα.
Ορισμένοι θα το έβλεπαν σαν πρόπλασμά κόμματος στην περίπτωση που ο Μητσοτάκης συρθεί σε μία συνολική διαπραγμάτευση με την Τουρκία «με την συμφωνία πρώην σημιτικών-εκσυγχρονιστικών κύκλων και του ΣΥΡΙΖΑ». Ο Σαμαράς, όπως άλλωστε και ο Καραμανλής, είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει με δημόσιες τοποθετήσεις τους από τον Νοέμβριο του 2019 για την αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας και για τις πιέσεις για άνευ όρων διάλογος που θα δεχόταν η Ελλάδα από “συμμάχους” με την επισήμανση ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να καμφθεί.
Ο Καραμανλής κατά την συνήθη τακτική του στην συνέχεια “ένιψε τας χείρας του”. Στις προσωπικές του συνομιλίες πάντως εκτιμά ότι η πορεία της παραπομπής του συνόλου των διαφορών είναι περίπου προδιαγεγραμμένη, δίχως η χώρα να είναι κατάλληλα προετοιμασμένη.
Ο Σαμαράς παραμονεύει
Ο Σαμαράς παραμένει ενεργός δεν παρακολουθεί απλώς τα τεκταινόμενα, αλλά παρεμβαίνει. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα έδωσε συνέντευξη, στην οποία δήλωσε ότι «δεν συζητάς με πειρατές». Καθώς ήταν εκείνος που είχε πρωτοστατήσει στην αντιπολίτευση κατά του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή το Μακεδονικό τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με την «κατηγορία ότι δεν τον ενδιαφέρουν τα εθνικά θέματα, αλλά να πάρει ρεβάνς από τον Τσίπρα και ότι χρησιμοποίησε το Μακεδονικό σαν σημαία ευκαιρίας».
Οι δικής του επιρροής βουλευτές σε συζητήσεις τους κρίνουν αρνητικά τους χειρισμούς του Μητσοτάκη. Επισημαίνουν όχι ότι δεν πήγε σε πολεμική αναμέτρηση στην παρούσα κρίση, αλλά ότι με την υποχωρητική στάση της εδώ και έναν χρόνο στέλνει λάθος μηνύματα, αποθρασύνει την τουρκική πλευρά και εν τέλει οδηγείται σε μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων.
Σαμαρικοί βουλευτές δεν κρύβουν τον εκνευρισμό τους, καθώς μάλιστα φάνηκε η ανακολουθία τους σε σχέση με την σκληρή αντιπολίτευση που ασκούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ στα εθνικά. Λένε λοιπόν ότι, φυσικά, διαρκούσης της κρίσης και ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν αντιμέτωπες με τον τουρκικό στόλο, το τελευταίο που θα έκαναν θα ήταν να ασκήσουν κριτική και να διασπάσουν το εθνικό μέτωπο. Ωστόσο, σημειώνουν, είναι διαφορετικά τα πράγματα όταν ξεπεραστεί η κρίση και η κυβέρνηση παρασυρθεί, όπως όλα δείχνουν, σε έναν άνευ όρων διάλογο.
Τότε θα υπάρχει πεδίο κριτικής και πολιτικών κινήσεων. Συνομιλητής του Σαμαρά έλεγε –σε ανύποπτο χρόνο και πριν την κλιμάκωση της κρίσης– ότι αν αυτή είναι η προοπτική τότε δημιουργείται κενό στο πολιτικό φάσμα και προϋποθέσεις για δημιουργία ενός κόμματος της “Νέας Δεξιάς” με έντονο εθνικό και αντιμεταναστευτικό πρόσημο. Δεν ξεφεύγει βέβαια της προσοχής τους ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος με τη μεσολάβηση του Βερολίνου έχει ήδη γίνει αποδεκτός από την Αθήνα.
Το επιβεβαίωσε άλλωστε και ο πρωθυπουργός στον τελευταίο διάγγελμά του. Δυσαρέσκεια προκαλεί και το γεγονός ότι ο διάλογος (και η διαπραγμάτευση;) άρχισαν εν κρυπτώ. Τις συναντήσεις και το περιεχόμενο είχε αποκαλύψει αρχικά ο Τσαβούσογλου (συνάντηση Βερολίνου) και μετά ο Καλίν. Μοιάζει η Αθήνα να έχει εκχωρήσει στον εκπρόσωπο του Ερντογάν την επικοινωνιακή διαχείριση της προσέγγισης!
Αναθεώρηση και δικαίωση Σημίτη
Συνολικότερα πάντως, ο Μητσοτάκης ανατρέπει την παράδοση της εξωτερικής πολιτικής που είχε διαμορφώσει ο Καραμανλής ήδη από το 2004, όταν ακύρωσε την προσφυγή στην Χάγη που είχε δρομολογήσει(;) ο Σημίτης. Η μόνη κυβέρνηση που είχε προετοιμάσει μετά από 22 γύρους συνομιλιών την παραπομπή στην Χάγη –και όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας– ήταν η κυβέρνηση Σημίτη.
Είχε μάλιστα εμπλέξει και τους Ευρωπαίους και είχε δεσμεύσει τον Ερντογάν που τότε αναζητούσε ερείσματα σαν πρωθυπουργός στην Ευρώπη, να δεχθεί την παραπομπή, προκειμένου να πάρει το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 2004. Ωστόσο, η κυβέρνηση Σημίτη δεν ολοκλήρωσε την διαδικασία, καθώς ο τότε πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών και διάδοχός του στο ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπανδρέου, δεν ήταν διατεθειμένοι να παραπέμψουν στο Διεθνές Δικαστήριο και τις “γκρίζες ζώνες”, ή αλλιώς “συνοριακά προβλήματα”!
Την προοπτική όμως ανέτρεψε συνολικά ο Καραμανλής με υπουργό Εξωτερικών τον Μολυβιάτη, ο οποίος αποδέσμευσε τον Ερντογάν από την σχετική υποχρέωση τον Δεκέμβριο του 2004. Η Τουρκία πήρε την έναρξη των διαπραγματεύσεων χωρίς την υποχρέωση για παραπομπή των διαφορών στο Δικαστήριο. Η λογική Καραμανλή-Μολυβιάτη ήταν παρόμοια, ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί υποχωρήσεις από αυτά που θεωρούσε αδιαπραγμάτευτα όχι μόνο κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και εδαφική ακεραιότητα. Αντίθετα, παγώνοντας τις εξελίξεις διατηρούσαν το status quo και έδιναν χρόνο.
Τώρα ο Μητσοτάκης ετοιμάζεται να δεχθεί κάτω από τις πιέσεις την παραπομπή στην Χάγη υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Η ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων έχει φουσκώσει και εν τω μεταξύ η διαφορά ισχύος των δύο χωρών έχει μεγαλώσει. Η Τουρκία έχει ενισχυθεί οικονομικά και γεωστρατηγικά και έχει απέναντί της όχι την Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά την χρεωκοπημένη και αποδυναμωμένη χώρα των μνημονίων.
Στην γραμμή Καραμανλή-Μολυβιάτη κινήθηκε σαν πρωθυπουργός και ο Σαμαράς, ο οποίος εκείνη την εποχή στις προτάσεις για διάλογο και μοιρασιά έλεγε «μοιράζεσαι κάτι που είναι αμφισβητούμενο και κοινό, δεν μοιράζεσαι κάτι που είναι δικό σου». Στην εποχή της πρωθυπουργίας του έπαιζε κατενάτσιο απέναντι στην πολιτική Ερντογάν που την είχε διατυπώσει σαν καζάν-καζάν (win-win). Έχει ενδιαφέρον πως θα αντιδράσουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της ΝΔ στην αποδοχή από τον διάδοχό τους μίας πολιτικής που εν τέλει δικαιώνει τον Σημίτη.