Με λογική πελάτη ο Μητσοτάκης στο Ισραήλ
31/03/2025
Το ταξίδι του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ, δικαίως κυριαρχεί στην ειδησεογραφία. Η κατάσταση γενικευμένης αναταραχής που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή, εξ ορισμού οδηγεί τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις των κρατών της περιοχής στο επίκεντρο. Πολλώ δε μάλλον όταν οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ δείχνουν να προσδιορίζουν εκ νέου τη στάση τους έναντι όλων. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η διμερής αμυντικής συνεργασία, της εξοπλιστικής συμπεριλαμβανομένης, έχει τεράστιο ενδιαφέρον για πολλούς περισσότερους από τους άμεσα εμπλεκόμενους…
Στην εικόνα θα πρέπει να προστεθεί η πρωτοφανούς οξύτητας ψυχροπολεμική κατάσταση ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία, σε μια συγκυρία όπου υπάρχουν φλέγοντα ζητήματα σε εκκρεμότητα. Για παράδειγμα, το τουρκικό αίτημα για την αποδέσμευση των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 και ο καθοριστικός ρόλος αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών -ExxonMobil και Chevron– στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο.
Οι εξελίξεις απειλούν να ακυρώσουν στην πράξη την τουρκική στρατηγική της βραχυκύκλωσης των ενεργειακών -και όχι μόνο- εξελίξεων εάν δεν λάβει όσα εκβιαστικά απαιτεί σε βάρος άλλων χωρών, ιδίως όμως της συμμάχου στο ΝΑΤΟ, Ελλάδας. Τύποις συμμάχου έστω. Ο υπογράφων έχει κατά καιρούς διατυπώσει ενστάσεις για την ακολουθούμενη ελληνική πολιτική απέναντι σε Τουρκία και Ισραήλ.
Σε μεταβατικές καταστάσεις που απειλούν να γεννήσουν -ακόμα περισσότερες- συγκρούσεις, η προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα σε όλους τους περιφερειακούς δρώντες, μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενείς εξελίξεις, φέρνοντας τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτό που απαιτείται είναι η καθαρότητα διακηρυκτικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την επίδειξη αποφασιστικότητας για την προάσπιση των νομίμων συμφερόντων έναντι κάθε αμφισβήτησης.
Όλα αυτά τα ζητήματα προφανώς τέθηκαν στο τραπέζι των διαβουλεύσεων του πρωθυπουργού στις συζητήσεις του με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Σε αυτές, η αμυντική συνεργασία βρέθηκε αυτονόητα στο επίκεντρο. Οι συμφωνίες για οπλικά συστήματα που έχουν ήδη ολοκληρωθεί και άλλες που επίκεινται (π.χ. συστήματα αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας για τον ελληνικό “θόλο”) δίνουν τον τόνο.
Ωστόσο, ειδικά στο θέμα της εξοπλιστικής συνεργασίας, για μια ακόμη φορά η ελληνική παρουσία αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εκδόθηκε από το ισραηλινό υπουργείο Άμυνας και έκανε λόγο για «στρατηγική συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό για την επέκταση της αμυντικής συνεργασίας» (Strategic Meeting with Greek Prime Minister to Enhance Defense Cooperation), διεξήχθη συνάντηση “υψηλού επιπέδου” μεταξύ κορυφαίων ισραηλινών εταιριών «και μια ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής των πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη».
Η ανακοίνωση κάνει λόγο για «παρουσιάσεις» στην ελληνική αντιπροσωπεία με αντικείμενο την υφιστάμενη και τη μελλοντική διμερή συνεργασία. Η έμφαση δόθηκε σε «κοινά προγράμματα», ενώ συζητήθηκαν δυνητικές οδοί για μια διευρυμένη συνεργασία, «με έμφαση την τεχνολογική καινοτομία και τις ικανότητες». Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «το Ισραήλ έχει αποδείξει τη δέσμευσή του να επενδύσει σε ελληνικές βιομηχανίες, εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμα και αμοιβαία στρατηγικά οφέλη». Η αναφορά μοιάζει να περιγράφει την εξαγορά της Intracom Defense από την ισραηλινή κρατική IAI (Israel Aerospace Industries).
Η συνάντηση για την άμυνα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως η συνέχεια της ανακοίνωσης στους συμμετέχοντες στην ελληνοϊσραηλινή συνάντηση με αντικείμενο την εξοπλιστική συνεργασία: «Το ισραηλινό ΥΠΑΜ εκπροσωπήθηκε από τη Σαχάρ Χορέβ, αναπληρώτρια διευθύντρια της SIBAT [σ.σ. Διεύθυνση Διεθνούς Αμυντικής Συνεργασίας], μαζί με εκπροσώπους της Διεύθυνσης Αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης (DDR&D) και το Γραφείο Πολιτικοστρατιωτικής Πολιτικής (Policy and Political-Military Bureau)».
Στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό έλαβαν μέρος από την πλευρά της ισραηλινής αμυντικής βιομηχανίας, ο διευθύνων σύμβουλος (CEO) της κρατικής IAI, Μποάζ Λεβί, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επίσης κρατικής Rafael, Γιόαβ Τούρτζεμαν, ενώ από την πλευρά της ιδιωτικής Elbit, η εκπροσώπηση ήταν από τον Εκτελεστικό Αντιπρόεδρο με αρμοδιότητα τη Στρατηγική και την Επιχειρηματική Ανάπτυξη, Μίκαελ (Μίκι) Έντελσταϊν. Χωρίς την παραμικρή πρόθεση να υποβαθμιστεί η σημασία, πραγματική και δυνητική, των επαφών του πρωθυπουργού στο Ισραήλ, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ελληνική εκπροσώπηση στο σκέλος που αφορούσε την εξοπλιστική συνεργασία αναδεικνύει την ελληνική θεσμική γύμνια. Σε πολύ ανησυχητικό βαθμό…
Κρυφό το έχουμε;
Η ισραηλινή ανακοίνωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτυπώνει την αμηχανία της ισραηλινής πλευράς, καθώς κάνει λόγο για «μια ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Έλληνα πρωθυπουργό». Ενώ από ισραηλινής πλευράς υπάρχει πλήρης καταγραφή των υπηρεσιακών παραγόντων και των εκπροσώπων των ιδιωτικών αμυντικών βιομηχανιών που συμμετείχαν. Ουδεμία αναφορά για τους Έλληνες συμμετέχοντες πλην του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Καμία, έστω ad hoc παρουσία στην ελληνική αντιπροσωπεία υπηρεσιακών παραγόντων από το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ). Από τις φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν προκύπτει ακόμα και η απουσία του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Δρ. Θάνου Ντόκου. Σε φυσιολογικές συνθήκες, το συμπέρασμα που θα προέκυπτε είναι η υποβάθμιση του συγκεκριμένου σκέλους της επίσκεψης από ελληνικής πλευράς, παρά την πρωθυπουργική παρουσία.
Όμως, από τις γενικότερες εξελίξεις και όσα έχουν γίνει γνωστά, αυτό δεν στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, αναζητούνται εναλλακτικές ερμηνείες. Είναι η στρεβλή ελληνική αντιμετώπιση του τομέα στο πλαίσιο του περιώνυμου “γεωπολιτικού χειρισμού” του τομέα των εξοπλισμών που πλέον έχει εξελιχθεί στο σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο; Η διαβίβαση στους συνομιλητές μας του μηνύματος ότι την τελική απόφαση τη λαμβάνει πάντα και αποκλειστικά ο πρωθυπουργός;
Ελληνικές… στρεβλώσεις
Καμία αντίρρηση, όμως, αυτό θα είχε κάποια σημασία εάν στη θέση της Ελλάδας θα ήταν χώρες με… “ενός ανδρός αρχή”. Κάτι το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να είναι ακόμα και παρεξηγήσιμο. Διότι στις δημοκρατίες υπάρχει εναλλαγή εξουσίας και διαβούλευση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Εκτός κι αν η επίσης στρεβλή αντίληψη στην Ελλάδα περί “απορρήτου” εξηγεί όσα καταγράφηκαν. Ακόμα κι αν αυτή είναι η σωστή ερμηνεία, θα πρέπει να επισημανθεί ότι άλλο μια διμερής συμφωνία προμήθειας κάποιου εμβληματικού οπλικού συστήματος και άλλο ο συντονισμός των δυο πλευρών για όλο το πλέγμα των διμερών στρατιωτικών σχέσεων.
Για παράδειγμα, ο εντοπισμός των τομέων συνεργασίας στον τομέα της καινοτομίας απαιτεί αφενός την εκ των προτέρων τεχνοκρατική μελέτη του περιβάλλοντος ασφαλείας της Ελλάδας στο στρατιωτικό επίπεδο. Αυτό δεν είναι έργο του πρωθυπουργού ούτε της ιδιωτικής ανώνυμης εταιρίας ΕΛΚΑΚ, του κατασκευάσματος του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια. Είναι έργο των Ενόπλων Δυνάμεων και των υπηρεσιακών παραγόντων του ΥΠΕΘΑ, όπως συμβαίνει και στο Ισραήλ.
Ο πειρασμός να αναζητηθεί η ερμηνεία στην -εσωκομματική- πολιτική καμαρίλα με τις φερόμενες ως διαφωνίες ανάμεσα στο μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΕΘΑ είναι ισχυρός. Αυτό όμως δεν προβάλει μια ιδιαίτερα κολακευτική εικόνα για τη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να διαφύγει και η -δικαιολογημένη ή “αδικαιολόγητη”- απουσία του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ και του επικεφαλής της ισραηλινής SIBAT από τη συνάντηση με τη «μια ελληνική αντιπροσωπεία» υπό τον πρωθυπουργό.
Για να γίνει αντιληπτή η παραδοξότητα της κατάστασης, πόσο πιθανή θα ήταν συνάντηση του πρωθυπουργού Νετανιάχου με υψηλόβαθμους υπηρεσιακούς παράγοντες του ΥΠΕΘΑ χωρίς την παρουσία του Έλληνα ομόλογου του ή του υπουργού Εθνικής Άμυνας; Για να μην προστεθεί ότι για παρόμοια παρουσίαση αμυντικών προϊόντων ο πρωθυπουργός δεν έχει ποτέ διαθέσει χρόνο στην ελληνική αμυντική βιομηχανία! Τούτου λεχθέντος, ποιο μήνυμα αποκωδικοποίησε η ισραηλινή πλευρά;
Οι στρατηγικές σχέσεις απαιτούν δουλειά…
Εν ολίγοις, η συνολικότερη εικόνα της Ελλάδας σε άλλη μια κρίσιμη διμερή επίσκεψη δεν ήταν και η πλέον κολακευτική. Θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι παρά τις θερμές δηλώσεις εκατέρωθεν, οι χώρες αναλύουν σε βάθος και αξιολογούν τον “αντισυμβαλλόμενο”, με σκοπό να εξάγουν συμπεράσματα. Για να οικοδομηθεί όμως μία στέρεα και περιεκτική στρατηγική σχέση δεν αρκούν μόνο οι προθέσεις, η πολιτική βούληση και οι επαφές ανώτατου πολιτικού επιπέδου αλλά απαιτείται εργασία και στο θεσμικό επίπεδο, το επίπεδο των υπηρεσιακών παραγόντων.
Η Ελλάδα δείχνει διαχρονικά πως αρνείται να αλλάξει νοοτροπία. Καταληκτικά, να υπενθυμιστεί ότι στην επίσκεψη του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, η κριτική που είχε ασκηθεί ήταν παρόμοια. Η Ελλάδα εμφανίστηκε χωρίς συγκεκριμένες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα ο υπουργός να παραβρίσκεται σε ανάλογη συνάντηση “τύπου πασαρέλας”, με τις ισραηλινές βιομηχανίες να παρουσιάζουν ό,τι επιθυμούσαν να πουλήσουν. Όχι αυτό που οι αρμόδιοι στην Ελλάδα είχαν μελετήσει προσεκτικά και όχι η χώρα που είχε αποφασίσει πως επιθυμεί να εξετάσει το ενδεχόμενο προμήθειας και των προϋποθέσεων υλοποίησης…
Σε συνεργασία με το defencepoint