Μεταναστευτικό και παγκοσμιοποίηση – Η αποκόλληση των ελίτ από την κοινωνία
01/12/2019Το μεταναστευτικό αδιέξοδο που βιώνουμε ως χώρα και κοινωνία τους τελευταίους μήνες αποκαλύπτει πολλά για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδας και στην Ευρώπη. Mέσω αυτού εκφράζεται μια νέα πολιτική διαίρεση: Από τη μια πλευρά βλέπουμε από τα γκάλοπ ότι τα ποσοστά των πολιτών που αντιτίθενται στην παράνομη μετανάστευση είναι συντριπτικά, κυμαίνονται μεταξύ 75-85%.
Από την άλλη έχουμε τις πολιτικές και τις μορφωτικές ελίτ να αρνούνται ακόμα και την χρήση των όρων που περιγράφουν την παράνομη μετανάστευση, καταγγέλλοντας ότι οποιαδήποτε απόρριψή της συνιστά “απανθρωπιά”, ενώ μέμφονται την ελληνική κοινωνία για ρατσισμό και μισαλλοδοξία. Όσο μειοψηφική κι αν είναι αυτή η άποψη μέσα στην Ελλάδα σήμερα, κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό στα επιτελεία όλων των μακρόβιων κοινοβουλευτικών κομμάτων, στους κόλπους των ΜΜΕ, στα πανεπιστήμια, στα ινστιτούτα και στις ΜΚΟ, με τις γνωστές ελάχιστες εξαιρέσεις.
Αυτές οι ελίτ, ωστόσο, υποτίθεται ότι έχουν ρόλο σε μια λειτουργική δημοκρατία να εκφράσουν στον δημόσιο χώρο, αλλά και να μεταβιβάσουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων τις στάσεις και τις βουλήσεις που εκδηλώνει η κοινωνία: Πρέπει να την εκπροσωπούν, πράγμα που αρνούνται να το κάνουν, χρησιμοποιώντας μάλιστα εσκεμμένα ένα λόγο που τους πολώνει εναντίον της.
Έτσι, σήμερα έχουμε δυο απόψεις για το μεταναστευτικό αδιέξοδο. Την άποψη της κοινωνικής πλειοψηφίας και την άποψη των πολιτικών και μορφωτικών ελίτ. Η πρώτη βλέπει το ζήτημα πρακτικά και το αντιμετωπίζει με έναν εθνικό ρεαλισμό. Βλέπει ότι η Ελλάδα μετεξελίσσεται σε μόνιμο χώρο υποδοχής και εγκατάστασης των μεταναστευτικών ροών που θέλουν να πάνε προς τη δυτική Ευρώπη, καθώς τα βόρεια σύνορά της παραμένουν κλειστά. Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης σκληραίνουν τις εθνικές μεταναστευτικές τους πολιτικές, ενώ η Τουρκία ενορχηστρώνει την διόγκωση των πληθυσμιακών μετακινήσεων.
Οι ελίτ καταγγέλλουν την κοινωνία
Έχει σημασία να σταθούμε στο εξής: Οι ελίτ στηλιτεύουν την κοινωνική πλειοψηφία για ξενοφοβία, ρατσισμό και απανθρωπιά. Η τελευταία, όμως, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα σε ιδεολογική βάση. Δεν τοποθετείται για τον “άλλον” από θέση αρχών, αλλά επί του συγκεκριμένου. Η στάση της κοινωνίας θα ήταν πολύ διαφορετική αν μιλούσαμε για μερικές δεκάδες χιλιάδες (ή και εκατοντάδες χιλιάδες) ανθρώπων που συρρέουν στην Ελλάδα εξαιτίας μιας αιφνίδιας διεθνούς κρίσης.
Ή αν το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που σήμερα εισέρχονται στην χώρα δεν προέρχονταν από χώρες και κοινωνίες που περνούν τόσο έντονη φάση ισλαμοποίησης. Ή αν η παραμονή τους ήταν όντως βραχυχρόνια στην Ελλάδα και δεν υπήρχε ως μόνη προοπτική η μόνιμη εγκατάσταση. Εάν συνέβαινε ένα από τα παραπάνω, το αρνητικό 85% θα γινόταν μάλλον μειοψηφικό ποσοστό.
Το πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία, δηλαδή, δεν είναι ιδεολογικό, αν ο “μετανάστης” είναι αδερφός, φίλος ή εχθρός, αλλά πολιτικό: Αφορά στο τι φυσιογνωμία θα έχει η ελληνική κοινωνία σε δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια. Αν θα εκφράζει ακόμα τον ελληνικό πολιτισμό, ακόμα και έτσι όπως τον έχει καταντήσει η κάμψη των τελευταίων δεκαετιών. Ή αν η Ελλάδα θα μεταβληθεί σε χώρο πολυπολιτισμικών συγκρούσεων για να απορροφηθεί από το γεωπολιτικό σύστημα της οθωμανικής ανατολής της.
Αφορά, επίσης, και στο επίπεδο της δημοκρατίας και της αυτοδιάθεσης της Ελλάδας, που σήμερα βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο “καθεστώς εξαίρεσης”. Αυτό που της ζητείται επί της ουσίας είναι αυτή μόνη να συνεχίσει να υποδέχεται τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, παραδίδοντας την φύλαξη των συνόρων και την μεταναστευτική της πολιτική στα χέρια της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και των ΜΚΟ. Κι αυτό, την ίδια στιγμή που οι εταίροι φτιάχνουν αργά αλλά συστηματικά την Ευρώπη-φρούριο, αφήνοντάς την εκτός.
Μεταναστευτικό και “ανθρωπιστικό diktat”
Προφανώς, για κάτι τέτοιο δεν έχει ρωτηθεί ο ελληνικός λαός. Άρα τα τετελεσμένα που δημιουργούνται παρακάμπτεται κάθε έννοια δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Έχουμε, λοιπόν και σχετικοποίηση της εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς αυτό που ζητείται από το ελληνικό κράτος είναι να αγνοήσει τα ίδια τα σύνορά του, μεταβάλλοντας όλο τον μηχανισμό φύλαξής τους σε μηχανισμό υποδοχής παράνομων μεταναστών. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα “ανθρωπιστικό diktat” που επιβάλλεται στην Ελλάδα από τον ξένο παράγοντα, με την πιο επίσημη σφραγίδα του ΟΗΕ, που καθοδηγείται από τη συμμαχία όλου του κατεστημένου της παγκοσμιοποίησης, από την Μέρκελ μέχρι τον Σόρος.
Επί τούτων τοποθετείται αυτή η κοινωνικά πλειοψηφική άποψη. Αντίθετα, η άποψη που κυριαρχεί στις ελίτ μιλάει για τον “άλλον” και για τον “ξένο” με ιδεολογικούς όρους. Προτάσσει την πολιτική της απροϋπόθετης φιλοξενίας, ως αιχμή ενός ολόκληρου συστήματος αξιών που ισχυρίζεται ότι επικεντρώνεται σε πανανθρώπινες αξίες.
Υπάρχει μια διαφορά κλίμακας μεταξύ της άποψης των ελίτ και της άποψης της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η πρώτη τοποθετείται αναφερόμενη στον εαυτό της. Η δεύτερη τοποθετείται αναφερόμενη στη συλλογική μοίρα του ελληνικού έθνους, στο μέλλον που θα έχει κατά τις δεκαετίες που έρχονται. Έχει μεγάλη σημειολογική αξία: Η άποψη της κοινωνικής πλειοψηφίας μιλάει τη γλώσσα του “εμείς”, ενώ οι ελίτ μιλούν διαρκώς για τον “άλλον”.
Αυτό συμβαίνει γιατί όλη αυτή η ιδεολογία της αφηρημένης συμπόνοιας, της στομφώδους ανθρωπιάς που δεν γνωρίζει υποτίθεται σύνορα, είναι αυτοαναφορική. Διατυπώνεται για την άντληση ηθικού κεφαλαίου, κύρους και αναγνώρισης, πράγματα που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για την επιβεβαίωση της ίδιας της ανωτερότητάς του. Επίσης, διατυπώνεται με ριζοσπαστικό τρόπο γιατί επιδιώκει ακριβώς να οριοθετηθεί απέναντι στην κοινωνία.
Η αποκόλληση των ελίτ
Στις δημαγωγικές της εκφάνσεις (θα πούμε και γι’ αυτές), η κοινωνία καταγγέλλει αυτήν την στάση σαν “προδοτική”. Δεν είναι, όμως, γιατί η έλλειψη εθνικής ενσυναίσθησης δεν είναι (μόνο) θέμα εξαγοράς ή μειοδοσίας. Αποτελεί μία κοινωνική πραγματικότητα. Οι νέες ελίτ δεν αισθάνονται απολύτως μέρος μιας ενιαίας πολιτιστικής κοινότητας με τους απλούς Έλληνες, με τον λαό. Όσο κι αν αυτός είναι διαφοροποιημένος στο εσωτερικό του, που είναι, εντούτοις υπάρχει.
Οι ελίτ αισθάνονται μεγαλύτερη κοινότητα με τους ομοϊδεάτες τους στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στη Νέα Υόρκη. Και εκείνοι το ίδιο. Γι’ αυτό και η ιδεολογία τους είναι “αποσχιστικού τύπου”. Πρόκειται για μια στάση που μπορεί να είναι καινοφανής σχετικά με ό,τι έχουμε συνηθίσει. Μέχρι τώρα, ξέραμε ότι οι ελίτ επιλέγουν δυο δρόμους για να ηγηθούν της κοινωνίας:
- Πρώτον, τον δρόμο της κυριαρχίας, που προϋποθέτει τον καταναγκασμό και την επιβολή στους “από κάτω”.
- Δεύτερον, τον δρόμο της ηγεμονίας, που προϋποθέτει την πειθώ, και την διατύπωση ενός σχεδίου, το οποίο να ανταποκρίνεται, έστω και εν μέρει, και στις ανάγκες των “από κάτω”.
Σήμερα, έχουμε να κάνουμε με εγκατάλειψη. Όταν, δηλαδή, αυτού του τύπου οι ελίτ υπερασπίζονται απ’ την μια μεριά την μετανάστευση σαν «λύση του δημογραφικού» και από την άλλη καταγγέλλουν όσους μιλούν για «εσκεμμένη υποκατάσταση πληθυσμών» σαν συνωμοσιολόγους, δεν καταλαβαίνουν (ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν) πως είναι εκείνοι που υιοθετούν την υποκατάσταση πληθυσμών ως πολιτικό πρόγραμμα. Σαν να λένε, δηλαδή, ωμά και απροκάλυπτα στους “από κάτω” ότι «δεν μας ενδιαφέρει ποιοί είστε, εσείς ή ο “άλλος”, το ίδιο μας κάνει».
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία
Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Οι ελίτ δεν θεωρούν πως η προάσπιση του εθνικού χαρακτήρα της κοινωνίας αποτελεί βάσιμο διακύβευμα για τον 21ο αιώνα. Θεωρούν ότι το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί φορέα του ελληνικού έθνους. Πιστεύουν ότι με την παγκοσμιοποίηση η ιστορία του εθνικού κράτους έχει λήξει. Νομίζουν ότι η πολιτική του 21ου αιώνα έχει να κάνει με την ευημερία, την ειρήνη, την ασφάλεια και την σταθερότητα, μεγέθη που δεν επιδέχονται αναγκαστικά εθνικών επιθετικών προσδιορισμών. Γι’ αυτό φροντίζουν να τους μειώνουν σιγά-σιγά, μέχρι εξαφάνισης, και από την ίδια την ρητορική τους.
Η διαίρεση που περιγράφεται εν τάχει εδώ είναι μάλλον η κυριότερη αιτία, για την οποία το μεταναστευτικό ζήτημα έχει εξελιχθεί σε αδιέξοδο στην Ελλάδα. Είναι και ο αποκλειστικός λόγος, για τον οποίον εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία δημαγωγικές φωνές, που θέλουν να πλειοδοτήσουν πολιτικά στην αντίθεσή της με την ανεξέλεγκτη μετανάστευση.
Σε αυτές τις φωνές εστιάζουν οι ελίτ για να δικαιολογήσουν και να περάσουν την στάση τους, υιοθετώντας την γνωστή τακτική του “ακροδεξιού μπαμπούλα”, κρύβοντας από πίσω το πραγματικό πρόβλημα. Πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία, γιατί η στάση της κοινωνίας είναι δεδομένη, η ανησυχία της αναφέρεται σε ένα πραγματικό πρόβλημα που όντως κρίνει το μέλλον και τον χαρακτήρα του ελληνισμού μέσα στον 21ο αιώνα. Άρα, αυτό που ζητάει είναι έκφραση και εκπροσώπηση, όχι ποινικοποίηση και ιδεολογική καταστολή.