Μήλον της έριδος η Κεντροαριστερά – Η ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ, ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ
20/12/2021Όπως είχαμε επισημάνει από το 2017 και απέδειξαν τα γεγονότα, το πολιτικό άνοιγμα προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η ρητορική μετατόπιση της Κουμουνδούρου προς την Κεντροαριστερά δεν είναι από μόνες τους ικανές κινήσεις να αφομοιώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τους κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν πρόκειται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ, όπως ελπίζει ο Τσίπρας.
Για να καλύψει με ηγεμονικούς όρους ο ΣΥΡΙΖΑ το κενό πολιτικής εκπροσώπησης της Κεντροαριστεράς έπρεπε να εκφράσει πολιτικά τις βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και τις εθνικές ανησυχίες του κορμού της εκλογικής της βάσης. Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες αυτό ήταν αδύνατον σε συνθήκες Μνημονίου και μετά-Μνημονίου. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν σε γενικές γραμμές να στηρίξει τα φτωχότερα στρώματα, αφαιμάζοντας τα μικρομεσαία. Σε ό,τι αφορά τις εθνικές ανησυχίες των κεντροαριστερών ψηφοφόρων, αυτό είναι αδύνατον λόγω των περισσότερο ή λιγότερο εθνομηδενιστικών ιδεολογημάτων που κυριαρχούν στην Κουμουνδούρου.
Όσο το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ παρέμενε στο πλαίσιο που είχε χαράξει η Γεννηματά, φαινόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κινδύνευε. Ο αναποτελεσματικός και ιδεολογικοποιημένος τρόπος που ασκεί αντιπολίτευση από το 2019 και οι θέσεις που πήρε σε κρίσιμα ζητήματα λόγω των ιδεολογημάτων του (μεταναστευτικό, ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής, αμυντικές δαπάνες κ.α.) κατέδειξαν την ιδεολογική-πολιτική κυριαρχία του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” επί του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ”. Στην πραγματικότητα, οι κεντροαριστεροί πρώην “πράσινοι” ψηφοφόροι που πήγαν στο κόμμα του Τσίπρα σαν εκλογικοί πρόσφυγες και το εκτόξευσαν, ελάχιστα επηρέασαν την πολιτική του.
Όλα δείχνουν ότι η Κουμουνδούρου αδυνατεί να κατανοήσει τις κοινωνικές ανάγκες (με εξαίρεση τα μισθολογικά και εργασιακά) και ως εκ τούτου δεν μπορεί –έστω και στοιχειωδώς– να τις εκφράσει και έτσι να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά-εκλογικά τη δυσαρέσκεια που έχει συσσωρεύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση μοίρασε πολλά δισ. ευρώ για να στηρίξει την οικονομία και την κοινωνία στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας κι αυτό οπωσδήποτε έχει συμβάλει αποφασιστικά στο να διατηρεί ένα μεγάλο προβάδισμα. Εξίσου και ίσως περισσότερο έχει μετρήσει η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Το raison d’ etat
Όσο ασκούσε την εξουσία, το raison d’ etat μετρίαζε τις ιδεοληψίες των κυβερνητικών παραγόντων, επειδή ακριβώς ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα πεντέμιση χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε την εξουσία θα τον προσγείωναν και θα τον ωρίμαζαν ιδεολογικά-πολιτικά, όταν το καλοκαίρι του 2019 βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση και τα ανώτατα στελέχη του επέστρεψαν στην Κουμουνδούρου, παλινδρόμησαν στα γνωστά ιδεολογικά-πολιτικά καταγωγικά στερεότυπά τους.
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο είναι η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός και η παραγωγική ανασυγκρότηση με την αξιοποίηση των πολλών λιμναζουσών αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Και βεβαίως, η προάσπιση της εθνικής ασφάλειας απέναντι αφενός στον κλιμακούμενο τουρκικό επεκτατισμό, αφετέρου στην έμμεση, αλλά όχι μικρότερη, απειλή της μαζικής παράνομης μετανάστευσης. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός σύσσωμου του πολιτικού συστήματος, η διαπλοκή με την ολιγαρχία του χρήματος και οι εξαρτήσεις των αρχουσών ελίτ από τους ξένους “προστάτες” δεν αφήνουν, όμως, περιθώρια αισιοδοξίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε και δείχνει τα όριά του, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με επαρχιώτικο φανατισμό, ισορροπεί ανάμεσα στις δικές της νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και στον παραδοσιακό “κοτζαμπασιδισμό” της.
Μήλον της έριδος η Κεντροαριστερά
Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την πορεία του προς την εξουσία οπλισμένος με τα απλοϊκά και παρωχημένα ιδεολογήματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Κι όταν την κατέκτησε, κατέληξε να εφαρμόζει τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Η δικαιολογία του ήταν η δικαιολογία και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων: η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
Ο Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει ότι το εκλογικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι να “κατακτήσει” τον κεντροαριστερό χώρο. Το επιχειρεί με όρους εκλογικής αριθμητικής και όχι πολιτικής άλγεβρας. Προσέλκυσε πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και επιδιώκει να προσδέσει εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ τους πασοκογενείς που είχαν προσέλθει. Έχει χάσει, όμως, σε μεγάλο βαθμό την ιστορική ευκαιρία να τους ενσωματώσει πολιτικά.
Η μεγάλη προσέλευση πασοκογενών εκδηλώθηκε μετά το 2012 και συνεχίσθηκε μετά την εκλογική νίκη του 2015. Για όλα αυτά τα χρόνια, όμως, ο “μικρός ΣΥΡΙΖΑ” αντιστάθηκε επιτυχώς, αφήνοντας με κάθε είδους πρόσχημα απέξω τους πασοκογενείς πολιτικούς “έποικους”. Εδώ κι αρκετά χρόνια το σχετικό ρεύμα έχει ατονήσει, οπότε και οι ρητορικές εκκλήσεις του Τσίπρα για άνοιγμα των κομματικών οργανώσεων εν όψει συνεδρίου δεν έχουν πλέον μεγάλο αντίκρισμα.
Η εκλογή Ανδρουλάκη
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η εικόνα όταν το ΚΙΝΑΛ ξεκίνησε τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου. Όπως είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, η μεγάλη συμμετοχή στις κομματικές κάλπες και η εκλογή Ανδρουλάκη προκάλεσαν μία πολιτική δυναμική, η οποία αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Αφαιρώντας από το τραπέζι προφανή παιχνίδια σκοπιμοτήτων, είναι ξεκάθαρο ότι ένα ποσοστό ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ, καταφεύγοντας κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στη ΝΔ του Μητσοτάκη, “επαναπατρίζεται” εκλογικά ή τουλάχιστον το σκέφτεται σοβαρά.
Το εάν αυτή η τάση θα μετατραπεί σε ρεύμα θα το δούμε το επόμενο διάστημα. Κρίσιμο ρόλο θα παίξει ο τρόπος που θα πολιτευθεί ο Ανδρουλάκης. Εάν δηλαδή θα αξιοποιήσει την ιστορική ευκαιρία που έχει δημιουργηθεί για το κόμμα του και τον ίδιο, λόγω κυρίως της διάχυτης απογοήτευσης πολλών άλλοτε “πράσινων” ψηφοφόρων που είχαν καταφύγει στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη ΝΔ.
Η μέχρι τώρα αποτυχία του ΚΙΝΑΛ να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά δεν οφείλεται τόσο στις εσωτερικές αντιθέσεις του, όσο στην ανικανότητά του να εκφράσει πολιτικά τις ανάγκες των μικρομεσαίων στρωμάτων, τα οποία –λόγω των μνημονιακών πολιτικών και στη συνέχεια λόγω πανδημίας– έχουν πέσει στον γκρεμό ή αγωνίζονται να μην πέσουν. Στην πολιτική είναι εύκολο να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Η πολιτική-εκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ προ δεκαετίας προέκυψε από το γεγονός ότι έριξε την Ελλάδα στην αγκαλιά της Τρόικας.
Η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών
Μπορεί η ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών του με τα μικρομεσαία στρώματα άρχισε το 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε σημαιοφόρος του Μνημονίου. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο τότε ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βαγγέλης Βενιζέλος) είχαν ταυτόσημη θέση ως προς αυτό.
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, αλλά το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ “κάηκε” ως πολιτικός εκφραστής της. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κατέφυγαν κατά κανόνα στον ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αναχαιτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παρέμειναν ο σκληρός πυρήνας και μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα. Από τότε, η φιλολογία για ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς ήταν ρητορική χωρίς αντίκρισμα, επειδή επιχειρήθηκε με τα πολιτικά υλικά που έδιωξαν τους περισσότερους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ.
Η ιστορική ευκαιρία
Το νέο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ δεν είναι ακόμα παγιωμένο. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2012, το 2015 και το 2019 τον Τσίπρα και το κόμμα του δεν έχουν μετατραπεί ιδεολογικά σε συριζαίους. Αρχικά το ψήφισαν με την ελπίδα ότι θα έβαζε τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Όταν ο Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, θεώρησαν ότι εκβιάστηκε.
Μη έχοντας εναλλακτική κυβερνητική λύση, τον ξαναψήφισαν, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα φρόντιζε ο λογαριασμός που θα πλήρωναν να είναι συγκριτικά ελαφρύτερος. Τέλος, η επέλαση της ΝΔ του Μητσοτάκη το 2019 σε ευρωεκλογές και τοπικές εκλογές ώθησε πολλούς να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για να υπάρχει ένα αντίβαρο, με αποτέλεσμα το 23-24% να γίνει 31,5%.
Ένα σημαντικό τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Έχει περισσότερο ή λιγότερο κριτική στάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα με την εκλογή Ανδρουλάκη έχει αρχίσει να ελπίζει και να ξανακοιτάζει προς το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Όπως προανέφερα, το εάν η τάση “επαναπατρισμού” θα μετατραπεί σε ρεύμα και πολύ περισσότερο σε ρεύμα ικανό να αλλάξει τις ισορροπίες στο πολιτικό σύστημα, θα κριθεί κατά κύριο λόγο από το πως θα πολιτευθεί η νέα “πράσινη” ηγεσία.