Μπορούμε να ζητάμε εθνική στρατηγική στην “κοινωνία των κολλητών”;
24/05/2022Η ανάγκη ύπαρξης εθνικής στρατηγικής είναι ίσως το μεγαλύτερο μεταπολιτευτικό κλισέ στον δημόσιο διάλογο. Την ζητούν οι πάντες, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Φυσικά, εάν ρωτήσεις έναν προς έναν τους ενήλικους Έλληνες τι εστία εθνική στρατηγική μάλλον θα σου δώσουν διαφορετικές απαντήσεις. Στα δε πολιτικά κόμματα, εν όψει εκλογών και στο πλαίσιο του “προγράμματος”, τους πήρε ο πόνος να δουν τι θα πουν για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Η όλη διαδικασία ξεχειλίζει από παθογένεια…
Και μόνο το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι μαζεύονται ειδικοί και “ειδικοί” στα κόμματα για να καταρτήσουν το πρόγραμμα στον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας, συνηγορεί στο ότι το φτιάχνουν έτσι για να υπάρχει. Για να διαβάσουν οι υποψήφιοι σωτήρες του έθνους τις κατά κανόνα “ξύλινες” κοινοτοπίες και να ακούγονται σαν πολιτικά αηδόνια, πείθοντας το πόπολο ότι είναι οι καλύτεροι για την τετραετή θητεία στα έδρανα της Βουλής με τα θεσμικά και τα άτυπα προνόμια που αυτή συνεπάγεται.
Οι συζητήσεις στα κανάλια και όχι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο, είναι η απόδειξη της πλήρους εθνικής παρακμής. Σπανιότατα ακούγεται μία συγκροτημένη άποψη. Από τη μια, λοιπόν, η αγραμματοσύνη των περισσότερων Ελλήνων δημοσιογράφων που έχουν εκπομπές και “όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν” κι από την άλλη το “πιπίλισμα της κομματικής καραμέλας” από τους υποψήφιους βουλευτές. Και όσο για τους ειδικούς και “ειδικούς”, αυτοί για να βρεθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα των κατεστημένων καναλιών έχουν κατά κανόνα πρώτα περάσει από τον “πάγκο” κάποιου πολιτικού μεγαλοπαράγοντα ή ολιγάρχη-μιντιάρχη. Άρα κι αυτοί θα επαναλάβουν με περισπούδαστο ύφος το ίδιο κυρίαρχο αφήγημα, έστω κι αν θα το διανθίσουν με την κατάλληλη “επιστημονική σάλτσα”.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό εκ των προτέρων. Στα τηλεοπτικά παράθυρα τα μεγάλα ζητήματα του τόπου κακοποιούνται, μετατρέπονται σε ατάκες και ανούσιους κομματικούς καυγάδες. Ο καθένας αυτοαναγορεύεται σε εκφραστή του “καλού” και τον πολιτικό του αντίπαλο σε εκφραστή του “κακού”. Συνήθως, ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν τι λένε οι περισσότεροι από δαύτους. Αναμασούν εύπεπτα τσιτάτα που μπορεί να μην αντέχουν σε σοβαρή κριτική, αλλά μια χαρά ξελασπώνουν την άγνοιά τους στα τηλεοπτικά καφενεία.
Αντιπαράθεση κομματικών στρατών
Τί να κάνουν και οι υποψήφιοι βουλευτές. Πρέπει να μιλάνε εφ’ όλης της ύλης με στόχο να ικανοποιήσουν τους κομματικούς οπαδούς που είναι αραγμένοι στους καναπέδες και παρακολουθούν την πολιτική κοκορομαχία. Στόχος, λοιπόν, ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα για το κόμμα και κυρίως η προσωπική εκλογή. Σ’ αυτό τον “ευγενή” βωμό, θυσιάζεται καθόλη τη διάρκεια της τετραετίας και εντονότερα στην προεκλογική περίοδο η ορθολογική συζήτηση, που είναι προϋπόθεση για να καταρτιστεί μία πραγματική εθνική στρατηγική, που να αφομοιωθεί και από την κοινή γνώμη.
Αυτή η ανάγκη, ωστόσο, δεν απασχολεί όσους –και είναι πολλοί– αγωνίζονται για τον ποθούμενο έλεγχο του μεγάλου “φέουδου”, τη νομή της εξουσίας. Το Δημόσιο και οι χιλιάδες καλοπληρωμένες ανώτερες κι ανώτατες θέσεις στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό περιμένουν τους “αγωνιστές” του κομματικού σωλήνα. Όσοι εξ αυτών, μάλιστα, βρεθούν σε θέσεις ευθύνης στους τομείς που άπτονται της εθνικής ασφάλειας θα κάνουν ό,τι τους φωτίσει ο Μεγαλοδύναμος, ο καθένας ανάλογα με το θράσος, το ταλέντο και την άγνοιά του.
Η ουσία είναι ότι το βόλεμα του κομματικού στρατού καταδικάζει το κράτος να παραμένει βουτηγμένη στις γνωστές παθογένειές του. Δεν είναι μόνο η διάχυτη διαφθορά. Ακόμα μεγαλύτερες ζημιές μπορεί να προκαλέσει η ασχετοσύνη, ειδικά όταν συνοδεύεται από ξερολισμό. Τα διοικητικά συμβούλια των κρατικών οργανισμών κάθε επιπέδου περιμένουν τους πιο χωμένους, ενίοτε τους έχοντες τυπικά προσόντα, πέραν της κομματικής νομιμοφροσύνης. Πολυετούς ή όψιμης, διότι και η “κομματική μετανάστευση” αναλόγως της συγκυρίας είναι άλλο ένα διαχρονικό φαινόμενο.
Όλοι αυτοί βέβαια ομνύουν στο ότι υπηρετούν την πατρίδα και το μέλλον των παιδιών. Αυτό το τελευταίο ισχύει, αλλά το εννοούν για τα δικά τους παιδιά! Τα κόμματα θα συνεχίζουν να στρατολογούν καθηγητές, επειδή δήθεν κόπτονται για την αξιοποίηση της εξειδικευμένης γνώσης τους, αν και στην πραγματικότητα τους μετατρέπουν σε “παπαγαλάκια” του κυρίαρχου κομματικού αφηγήματος. Ας αφήσουμε τους αποστράτους που ξεχνούν πολλά από όσα έμαθαν στην καριέρα τους, όταν σπεύδουν να ανέβουν στο κομματικό μετερίζι.
Χαρακτηριστικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών είναι η επιδημία των κάθε λογής διδακτόρων. Τί κι αν στον πολιτισμένο κόσμο το διδακτορικό γίνεται αντιληπτό όχι ως εχέγγυο επιπλέον μόρφωσης, αλλά ως εξαντλητική ανάπτυξη κάποιου θέματος – συνήθως μίας μικρής πτυχής του γνωστικού πεδίου επί του οποίου έχει εντρυφήσει καθένας. Unique contribution to knowledge λένε οι Αγγλοσάξονες στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής τους κουλτούρας.
Στην εποχή των διδακτόρων
Η Ελλάδα, πάντως, έχει γεμίσει διδάκτορες. Οι περισσότεροι εξ αυτών έχουν αγωνιστεί για να κατακτήσουν τον τίτλο στην προσπάθειά τους να βρουν ακόμα και μια ταπεινή θέση εργασίας, σπανίως στο επιστημονικό αντικείμενό τους. Στις άλλες χώρες το διδακτορικό αφορά συνήθως όσους σκοπεύουν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα. Γι’ αυτό συνεπάγεται συνεχή έρευνα, συγγραφή, διδασκαλία κ.λπ. Στην Ελλάδα, όμως, το διδακτορικό έχει καταντήσει ένα επαγγελματικό διαβατήριο, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας μάλιστα.
Παρεμπιπτόντως, στην Ελλάδα προϋπόθεση για να αναγορευτείς διδάκτορας, είναι συνήθως το να κουβαλάς υπομονετικά την τσάντα του μεγαλοκαθηγητή! Και φυσικά να γράφεις αυτά ακριβώς που πιστεύει ο ίδιος, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Αυτός θα σε βάλει στη σειρά “για να σε χώσει” στο πανεπιστήμιο. “Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες”! Σοφός στίχος… Πολλοί σοβαροί επιστήμονες, αηδιασμένοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και σταδιοδρομούν στο εξωτερικό.
Όταν, όμως, η ακαδημαϊκή κουλτούρα είναι τέτοια, πώς μπορεί η κατάσταση στα κόμματα να είναι καλύτερη; Οι εθισμένοι σε αυτό τον παρασιτικό τρόπο λειτουργίας, είναι λογικό να μετέρχονται ίδιες μεθόδους. Αναλόγως των συμβιβασμών που είναι καθένας διατεθειμένος να κάνει, στρατεύεται σε κάποιο “μαγαζί” για να καταφέρει να “τρουπώσει” για να θυμηθούμε τον Βουτσά.
Όταν είσαι ακαδημαϊκή μετριότητα και αντιλαμβάνεσαι ότι στην εποχή μας σημασία έχει να βομβαρδίζεις την κοινή γνώμη με την παρουσία σου, συμμαχείς με ένα κόμμα ή με ένα κατεστημένο ΜΜΕ και παίζεις με τους όρους του παιχνιδιού για να τα καταφέρεις. Σημασία έχει τι πιστεύουν οι άλλοι ότι είσαι, όχι τι πραγματικά είσαι. Ο απλός κόσμος δεν μπορεί να ξέρει εάν παπαγαλίζεις όσα διαβάζεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ή “απαλλοτριώνεις” σκέψεις άλλων, τις οποίες παρουσιάζεις σαν δικές σου.
Τυρβάζοντας περί άλλων
Γιατί όμως αναφέρθηκαν αυτά; Διότι αυτή η νοοτροπία και τα πρόσωπα που την υπηρετούν, διασφαλίζουν ότι δεν πρόκειται να αλλάξει απολύτως τίποτα. Τα προγράμματα των κομμάτων θα βρίθουν πάντα “πολιτικώς ορθών” αναφορών που πίσω τους υποκρύπτονται ή ανώδυνες γενικολογίες ή συγκεκριμένες αναφορές, που όμως εξυπηρετούν ομάδες συμφερόντων. Αυτά τα οικονομικά συμφέροντα χρηματοδοτούν όχι μόνο κόμματα, αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα, τα προωθούν, καλλιεργώντας το προφίλ τους, ώστε να γίνουν αποδεκτά και να οδηγηθούν σε θέσεις εξουσίας όπου θα παίξουν τον πραγματικό ρόλο για τον οποίον προορίζονται. Ένας νόμος, μία τροπολογία, μπορεί να κάνει τη διαφορά… και την απόσβεση της “επένδυσης”.
Αλήθεια, περιμένουμε από όσους καταχρηστικά προβάλλονται από τα κατεστημένα ΜΜΕ να οδηγήσουν τη χώρα στην επόμενη μέρα; Αλήθεια θεωρούμε ότι κοιμούνται και ξυπνούν έχοντας στο μυαλό τους την έρμη την πατρίδα; Δεν παριστάνω τον “μετρητή πατριωτισμού”, διότι αυτό είναι εξίσου νοσηρό. Ο καθένας όμως που έχει δημόσια παρουσία, αφήνει το αποτύπωμά του κι από αυτό πρέπει να κρίνεται.
Ο παραμορφωτικός φακός της δημοσιότητας δεν μπορεί να κρύψει από το έμπειρο μάτι το αν κάποιος δουλεύει για την πάρτη του και μόνο για την πάρτη του. Δεν μπορεί να κρύψει τον στρατευμένο σε κάποιο ιδεολόγημα, πίσω από το οποίο κρύβονται συνήθως συμφέροντα. Δεν μπορεί να κρύψει τον υπηρέτη μιας αρρωστημένης πολιτικής ορθότητας που επιβάλλει την ατζέντα, ουσιαστικά απαγορεύοντας να ακουστεί η αντίθετη άποψη.
Ζούμε σε εποχές “Μεγάλου Αδερφού” κατά τρόπον μάλιστα που ούτε ο καημένος ο Όργουελ δεν μπορούσε να φανταστεί. Τουλάχιστον ως προς την αποτελεσματικότητα των μέσων χειραγώγησης της κοινής γνώμης και εξοβελισμού οποιουδήποτε δεν κινείται στο πλαίσιο της μιας και μοναδικής αλήθειας που επιβάλλεται. Με αυτά ως δεδομένα, αλήθεια μπορεί κανείς να συζητά σοβαρά για εθνική στρατηγική;