Ο αγώνας του Μαρίνου Αντύπα και η Κοινή Αγροτική Πολιτική
08/03/2024«Εις τη Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κατίσχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων».
Μαρίνος Αντύπας
8 Μαρτίου 1907. Η ημέρα που δολοφονήθηκε ο φλογερός σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας, τα τελευταία λόγια του οποίου πριν ξεψυχήσει ήταν «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», η πολιτική του παρακαταθήκη προς όλους τους Έλληνες αγρότες. Είχε προηγηθεί ο αγώνας του στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας για τα στοιχειώδη δικαιώματα των αγροτών και των κολλήγων απέναντι στους διαδόχους του oθωμανικού ζυγού, τους τσιφλικάδες, με κεντρικό στόχο που τον διατύπωνε ευθέως, αν και επιστάτης ο ίδιος στην περιουσία του θείου του, να μοιραστεί η γη στους ακτήμονες και στους κολλήγους.
Η επαναστατική “σπορά” του Αντύπα, βρήκε έκφραση στις 6 Μαρτίου 1910, με τον ξεσηκωμό της αγροτιάς στο Κιλελέρ, όπου φούντωσε το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολλήγων, που το πολιτικό τους πρόγραμμα συμπυκνώνονταν στο αίτημα, που προωθούσε ο Μαρίνος Αντύπας, αυτό της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης.
Η εξέγερση αυτή των αγροτών, που ξεκίνησε από το χωριό Κιλελέρ, κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του αγροτικού ζητήματος, που ολοκληρώθηκε ως προς αυτό το σημείο με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1920, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση του Θεσσαλού «μαύρου καβαλάρη» Νικολάου Πλαστήρα.
Έναν αιώνα, όμως και πλέον από αυτή την εξέγερση των αγροτών για την κατάργηση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εξέγερση στο Κιλελέρ παραμένει ως ο συμβολικός φάρος της αγροτιάς, αφού δυστυχώς βρισκόμαστε σήμερα στο ίδιο μέρος της έναρξης αυτού του κύκλου, αυτό, δηλαδή, της ιδιότυπης “νεοκολλιγοποίησης”, που οξύνθηκε κατά την περίοδο του μνημονιακού οδοστρωτήρα και επιτείνεται δραματικά σήμερα λόγω της έλλειψης εθνικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας στο πλαίσιο των τραγικών πολιτικών της πράσινης μετάβασης από την ανέλεγκτη ηγεσία της ΕΕ.
Η ηγεσία που επιχειρεί ανοήτως να πρωτοστατήσει μονομερώς στους περιβαλλοντικούς περιορισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, την ώρα που δεν εξασφαλίζεται ουδεμία συνεννόηση με τους άλλους ανταγωνιστικούς παγκόσμιους πόλους (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Αφρική). Αυτό έχει ως αυτονόητο αποτέλεσμα τη δυσμενή θέση των παραγόμενων ευρωπαϊκών προϊόντων έναντι των ισχυρών ανταγωνιστών τους στους υπόλοιπους πλανητικούς πόλους, που τα παράγουν με χαμηλό κόστος παραγωγής. Πρόκειται για μια πολιτική αυτοχειριασμού της ΕΕ, αφού στον ρευστό διαμορφούμενο πολυπολικό κόσμο, από τη μία αδυνατεί να αποκτήσει ισχυρό γεωπολιτικό αποτύπωμα και από την άλλη πλήττει ακατανόητα τον πρωτογενή της τομέα και την ανταγωνιστικότητα της στην οικονομία.
Το ελληνικό αγροτικό παράδοξο
Η πορεία και η κατάληξη του αγροτικού ζητήματος από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, 1830 ως σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες “ανοιξιάτικες λιακάδες” στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του 1980, καταδεικνύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις έντονες στρεβλώσεις του ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής και την απουσία ενός σοβαρού κράτους με τις αντίστοιχες δομές, μέσω του οποίου θα καλύπτονταν τουλάχιστον οι διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού. Διαφορετικά δεν θα είχαμε το λεγόμενο “ελληνικό αγροτικό παράδοξο”, όπου μια κατεξοχήν αγροτική χώρα, όπως η Ελλάδα (ακόμα και σήμερα, έχει την μεγαλύτερη αγροτική σε πληθυσμό τάξη στην Ευρώπη, αγγίζοντας το 18% του ενεργού δυναμικού της), να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει τα 7 δισ. ευρώ.
Το “αγροτικό παράδοξο”, που αποτελεί και τον καθρέπτη της πλήρους εξάρτησης της χώρας, όχι μόνο δεν περιορίσθηκε κατά την περίοδο, που εισήλθαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αντίθετα γιγαντώθηκε, αφού, αφενός υπήρξαν περιορισμοί από την ΚΑΠ σε βασικής βαρύτητας προϊόντα (κτηνοτροφικά, γάλα κ.λπ.), και, αφετέρου, καταδείχθηκε το ανεπαρκές του πολιτικού προσωπικού, που κυβερνά όλα αυτά τα χρόνια (ειδικότερα κατά την ύστερη Μεταπολίτευση), που επέτρεψε να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία θα έπρεπε να οδηγηθούν σε αύξηση των ανταγωνιστικών δομών της οικονομίας, με βασική προτεραιότητα την αγροτική ανάπτυξη. Η κατάσταση αυτή συνεχίζει αμείωτη αφού παρά την χρεωκοπία η κυβέρνηση της ΝΔ ροκανίζει τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης σε αλλότρια παρασιτικά συμφέροντα και όχι στην αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Έτσι, αυτό το σύστημα παρακμής, έχοντας εκχωρήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα στον ξένο παράγοντα, όχι μόνο δεν έχει, έστω και κατ’ ανάγκη λόγω της χρεοκοπίας, στρατηγική για την ενίσχυση και ύπαρξη της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, αλλά, ως “θεραπαινίδα” των διεθνών τοκογλύφων δανειστών, μετατρέπεται σε καταστροφέα και των τελευταίων υπολειμμάτων της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής μας. Είναι ο “νεκροθάφτης” της όποιας ελπίδας για ανάπτυξη της δευτερογενούς “χρυσοφόρας” διατροφικής βιομηχανίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό πυλώνα αναστροφής της χρεοκοπίας και της απαξίωσης της Ελλάδας.
Τί έδειξε ο Μαρίνος Αντύπας
Ο αγώνας του Μαρίνου Αντύπα και των κολλήγων στο Κιλελέρ θα δικαιωθεί μόνο όταν εφαρμοσθεί από ένα νέο πολιτικό υποκείμενο Αλλαγής- Ανατροπής (για τη συγκρότηση του οποίου οφείλει να πρωτοστατήσει η αγροτική τάξη) ένα συνεκτικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την γεωργική παραγωγή, με σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, την σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών μορφών συλλογικής δράσης, για την μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και την αποτροπή της νεοκολληγοποίησης, μέσω της συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις και δάση, ερημοποιημένα τμήματα).
Σε αυτή την μεγάλη πρόκληση, η αγροτική τάξη οφείλει, μετά από την χρόνια πολιτική χειραγώγησή της από τα διάφορα κόμματα που ανήλθαν στην εξουσία, να πρωτοστατήσει, ανακαλύπτοντας, έστω και καθυστερημένα τις επαναστατικές ρίζες της, που ξεκινούν από το Κιλελέρ με πυξίδα την αναφορά του Νίκου Καζαντζάκη στην «Ασκητική»: «Να λες εγώ μονάχος θα σώσω τη γη, αν δεν σωθεί εγώ θα φταίω», επαναπροσδιορίζοντας έτσι το καθήκον της απέναντι στον εαυτό της και την Πατρίδα.