Ο ανταποκριτής που “πυροβόλησε” τη δημοσιογραφία – Μία απάντηση στον Μπατζόγλου
03/05/2020Δυο δημοσιεύματα του ανταποκριτή γερμανικών ΜΜΕ στην Αθήνα, Φέρρυ Μπατζόγλου, προκάλεσαν αίσθηση. Γνωστό όνομα τουλάχιστον στους παροικούντες την δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ, ο ανταποκριτής δημοσίευσε ένα άρθρο στο SLpress.gr, ενώ ανταπόκρισή του σε γερμανικό ιστοχώρο παρουσίασε μεταφρασμένο το hellasjournal.com.
Τα δυο αυτά άρθρα προκαλούν έκπληξη για την αγωνιώδη προσπάθεια του δημοσιογράφου να αποδομήσει χωρίς στοιχεία, αλλά με αυθαίρετους συλλογισμούς και προσωπικές αξιολογικές κρίσεις τη θετική εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία. Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έχει η χρήση διαφορετικής επιχειρηματολογίας στο κάθε άρθρο.
Το κεντρικό του επιχείρημα στο πρώτο άρθρο του είναι ότι η Αλβανία του Έντι Ράμα, η Βουλγαρία του Μπόικο Μπορίσοφ και η Ιορδανία του βασιλιά Αμπντάλα ΙΙ παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα με βάση τους αριθμούς θανάτων ανά εκατομμύριο στην αντιμετώπιση του κορονοϊού. Δείχνει να τον ενοχλούν τα θετικά σχόλια διεθνώς για την Ελλάδα και προσπαθεί να αποδείξει με κάθε τρόπο ότι δεν είναι success story, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ιορδανία.
Ο συντάκτης πέφτει θύμα της πρόδηλης ανάγκης του, ψυχολογικής ή άλλης, να βγάλει προκαθορισμένο συμπέρασμα. Ακόμα κι αν ίσχυε το συμπέρασμά του ότι η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ιορδανία τα πήγαν καλύτερα από την Ελλάδα, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η Ελλάδα δεν τα πήγε καλά, συγκρινόμενη με τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Πόσο λογικό, όμως, είναι να συγκρίνει κανείς τέσσερις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους χώρες; Το ίδιο είναι η Αθήνα ως μητροπολιτικό κέντρο και προορισμός ταξιδιωτών με τα Τίρανα, τη Σόφια και το Αμάν; Προφανώς όχι. Αυτή η παράμετρος, όμως, επηρέασε αποφασιστικά στα αρχικά κρίσιμα στάδια τη διασπορά του κορονοϊού. Όσο λάθος είναι να συγκρίνουμε την Αθήνα με τα Τίρανα, τη Σόφια και το Αμμάν, άλλο τόσο λάθος είναι να τη συγκρίνουμε με το Μιλάνο, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, πόλεις με πολύ μεγαλύτερη κίνηση ταξιδιωτών τους χειμερινούς μήνες.
Ποιοί μας έβαλαν τα γυαλιά
Η διάγνωση του δημοσιογράφου είναι ότι Αλβανία, Βουλγαρία και Ιορδανία “μας έβαλαν τα γυαλιά”, επειδή ακολούθησαν τις οδηγίες του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), υπονοώντας ότι η Ελλάδα δεν τις ακολούθησε. Δεν κάνει τον κόπο, όμως, να εξηγήσει ποια ακριβώς οδηγία η Ελλάδα έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της!
Κάπου εκεί ο αρθρογράφος προδίδει και τη σκοπιμότητά του. Ξεφεύγοντας από την υγειονομική διάσταση του προβλήματος, διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι στις ενημερώσεις, οι ερωτήσεις είναι γραπτές και απαντώνται στις 6.00’ το απόγευμα από τους Τσιόδρα, Χαρδαλιά και Κοντοζαμάνη! Εάν ήταν παρόντες ο Μπατζόγλου φαντάζομαι ότι θα είχε απαγγείλει την αντίστροφη κατηγορία: ότι η κυβέρνηση παραβιάζει τις οδηγίες του ΠΟΥ να αποφεύγονται συναθροίσεις!
Σε ένα τόσο δύσκολο θέμα όπου οι ίδιοι οι επιδημιολόγοι ομολογούν περιορισμένη γνώση του τι ισχύει και τι όχι, περιμένοντας ημέρα με τη ημέρα τις κλινικές μελέτες που τρέχουν, ο Μπατζόγλου μέμφεται τους συναδέλφους του δημοσιογράφους για απουσία, γιατί δεν “ανακρίνουν” τους εκπροσώπους της Πολιτείας. Εάν έμενε εκεί θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο ανταποκριτής έπεσε θύμα μίας δικής του λάθος προσέγγισης.
Ήρθε, όμως, το δεύτερο άρθρο του σε επαρχιακό γερμανικό ΜΜΕ, στο οποίο εκτροχιάζεται. Για κάποιον λόγο γράφει στο γερμανόφωνο κοινό αυτά που είχε αποφύγει να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό. Στο άρθρο του στον ιστοχώρο Nordwest-Zeitung (Plus) διατυπώνει την κατηγορία ότι η Ελλάδα παραποιεί τα στατιστικά με σκοπό να διασώσει τον τουρισμό της! Βαριά η κατηγορία και γι’ αυτό ένας δημοσιογράφος που την εκτοξεύει θα όφειλε να προσκομίσει εάν όχι ατράνταχτες αποδείξεις, τουλάχιστον κάποιες ενδείξεις.
Ο Μπατζόγλου, όμως, το μόνο που καταθέτει είναι ο ισχυρισμός του, εξωθώντας όλους εμάς τους καλοπροαίρετους αναγνώστες του να σκεφτούμε γιατί τα γράφει, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί. Είναι παντελώς αυθαίρετο να εξισώνει την Ελλάδα με την Τουρκία, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα παρίστανε ότι η πανδημία δεν την είχε αγγίξει! Και έπρεπε να γίνουν καταγγελίες από γιατρούς, να ασκηθούν διώξεις εναντίον τους, να έρθουν στο φως της δημοσιότητας βίντεο με το σκάψιμο ομαδικών τάφων, για να αρχίσει το καθεστώς Ερντοιγάν δειλά-δειλά να παραδέχεται ότι έχει πληγεί.
Κανένας έλεγχος αξιοπιστίας
Πριν πάμε αναλυτικότερα στους ισχυρισμούς του Μπατζόγλου, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το επίμαχο άρθρο του σε ένα επαρχιακό γερμανικό ΜΜΕ αναδημοσιεύτηκε από την κρατική Deutshe Welle, προφανώς με σκοπό να διαδοθεί στο γερμανόφωνο κοινό, χωρίς να γίνει η παραμικρή προσπάθεια ελέγχου της αξιοπιστίας παντελώς ατεκμηρίωτων, αλλά βαρύτατων κατηγοριών. Με άλλα λόγια, όλα τα παραπάνω δικαιολογούν απολύτως από την πλευρά κάθε καλοπροαίρετου αναγνώστη καχυποψία για το παιχνίδι που παίζεται, ερωτήματα για τη σκοπιμότητα που ο ανταποκριτής εξυπηρετεί με το άρθρο του, δεδομένου ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με στοιχειωδώς αξιόπιστη δημοσιογραφία.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το επίμαχο άρθρο συνέπεσε με το φιλοτουρκικό κρεσέντο του Βερολίνου, με την εκπεφρασμένη αγωνία για το οικονομικό μέλλον της Τουρκίας, η οποία δεν φαίνεται να είναι ευτυχής, διαπιστώνοντας ότι η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό έχει βελτιωθεί. Ο τρόπο που η Ελλάδα χειρίστηκε την πανδημία οικοδόμησε την εικόνα ενός ασφαλούς τουριστικού προορισμού, παρότι είναι δεδομένο πως φέτος οι τουρίστες θα είναι σαφώς λιγότεροι.
Κραυγαλέα ανθελληνικό περιεχόμενο
Είναι τόσο κραυγαλέα ανθελληνικό το περιεχόμενο του άρθρου, που –επαναλαμβάνουμε– μας υποχρεώνει να αμφισβητήσουμε την επαγγελματική αξιοπιστία του Μπατζόγλου. Είναι και τόση η εμπάθειά του, που μας υποχρεώνει να σκεφτούμε ότι εξυπηρετεί σκοπιμότητες. Κι αυτό, επειδή ένας έμπειρος ανταποκριτής οχυρώνεται πίσω από ισχυρισμούς που δυστυχώς προσβάλλουν την κοινή λογική.
Όπως και στο πρώτο άρθρο και πολύ περισσότερο στο δεύτερο, ο Μπατζόγλου δεν κρύβει την προσπάθειά του να αποδομήσει την εικόνα που δικαιολογημένα επικρατεί διεθνώς ότι η Ελλάδα τα πήγε καλά στον χειρισμό της πανδημίας. Ο αρθρογράφος επικαλείται ότι ο αριθμός των τεστ που έχει πραγματοποιήσει η Ελλάδα είναι απαράδεκτα μικρός, «γελοία μικρός αριθμός» είναι η φράση του.
Είναι αληθές ότι τεστ γίνονται μόνο για όσους υπάρχει σοβαρή ένδειξη, αλλά αυτό που σε τελική ανάλυση μετράει είναι ο αριθμός των θανάτων, δεδομένου ότι η θνησιμότητα του κορονοϊού είναι σε όλες τις χώρες παρόμοια. Εάν η χώρα είχε τη δυνατότητα πραγματοποίησης δεκαπλασίων π.χ. τεστ ίσως οι θάνατοι να ήταν κατά τι λιγότεροι, αλλά κυρίως τα τεστ βοηθούν στην περίοδο που αίρεται η καραντίνα.
Ο αριθμός των θανάτων στην Ελλάδα, πάντως, διαψεύδει τον Μπατζόγλου, ο οποίος γράφει ότι ο Μητσοτάκης, ο Τσιόδρας και η παρέα τους ενεργούν σύμφωνα με το απλό σύνθημα: “Κανένας έλεγχος, κανένα κρούσμα κορονοϊού”. Προσθέτει, μάλιστα, ότι αν σήμερα διεξάγονταν εκλογές στην Ελλάδα, η ΝΔ θα γιόρταζε μια θριαμβευτική νίκη. Κι αυτό λόγω των όμορφων ελληνικών στατιστικών για τον κορονοϊό!
Καμία ένδειξη
Είναι αλήθεια ότι ο χειρισμός της πανδημίας ενίσχυσε τη δημοφιλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά γιατί ο Μπατζόγλου δεν νοιώθει την ανάγκη να προσκομίσει έστω και μία ένδειξη ότι οι στατιστικές για τους θανάτους είναι ψευδείς; Προφανώς, δεν διαθέτει καμία και γι’ αυτό καταφεύγει στον καταγγελτικό ισχυρισμό ότι δεν συνυπολογίζονται οι θάνατοι που σημειώνονται πέραν των 17 νοσοκομείων της επικράτειας όπου εισήχθηκαν και νοσηλεύθηκαν προτού καταλήξουν νοσούντες από κορονοϊό! Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όσοι νοσούν από κορονοϊό νοσηλεύονται στα νοσοκομεία αναφοράς, ακριβώς για να μην μεταδοθεί ο ιός. Στους θανάτους, μάλιστα, συνυπολογίστηκαν και οι περιπτώσεις που νοσούντες πέθαναν εκτός νοσοκομείου.
Κατά τον Μπατζόγλου, λοιπόν, όλα είναι προπαγάνδα. Ψευδέστατα ισχυρίζεται ότι σούπερ μάρκετ και φαρμακεία είναι γεμάτα και δεν τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας. Ξεχνά ότι και οι Έλληνες δημοσιογράφοι και οι υπόλοιποι ξένοι ανταποκριτές στην Αθήνα άλλα βλέπουν. Όχι ότι δεν υπάρχουν σποραδικά παραβιάσεις, αλλά σε γενικές γραμμές οι Έλληνες πειθάρχησαν.
Αλήθεια, πόσο περήφανος μπορεί να είναι ένας δημοσιογράφος για τα δυο αυτά δημοσιεύματα; Ο Μπατζόγλου, εάν θέλει να διασώσει την τραυματισμένη επαγγελματική του αξιοπιστία, οφείλει να δώσει απαντήσεις για όλες τις αυθαιρεσίες που έγραψε. Η σιωπή του το μόνο που κάνει είναι να ενισχύει όσες υποψίες ο ίδιος προκάλεσε με τα γραφόμενά του…