Ο Γιώργος Παπανδρέου, το come back(;) και το μακρινό 2004
18/10/2021Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές κυκλοφορούν πληροφορίες ότι τελικώς ο Γιώργος Παπανδρέου θα θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ, αλλά επίσημη ανακοίνωση δεν υπάρχει. Έχει πολιτική σημασία, ωστόσο, ότι τις τρεις τελευταίες ημέρες ανέλαβε την πρωτοβουλία για επαφές με όσους έχουν ήδη θέσει υποψηφιότητα, χωρίς ο ίδιος να ανοίξει τα χαρτιά του.
Είναι σαφές πως ο Γιώργος Παπανδρέου θα προτιμούσε να έλθει σαν “σωτήρας” της παράταξης με τους άλλους διεκδικητές της ηγεσίας να κάνουν πέρα. Όπως προκύπτει, όμως, από τις πρώτες αντιδράσεις αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ο Λοβέρδος και ο Καστανίδης δήλωσαν ότι θα είναι υποψήφιοι, ενώ αναμένεται την ίδια στάση να τηρήσει τουλάχιστον και ο Ανδρουλάκης.
Ανεξαρτήτως, όμως, του τι θα συμβεί, έχει αξία να κάνουμε ένα άλμα στο παρελθόν. Παλαιότερα, στην προεκλογική αρένα κυριαρχούσαν οι παραδοσιακές ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις, φορτισμένες με την ένταση που προκαλεί η μάχη για την εξουσία και “κλισαρισμένες” για τις ανάγκες της μαζικής ψηφοθηρίας. Ακόμα και τότε, όμως, υπήρχε μία παράπλευρη συνθηματολογική χρήση της πάντα γοητευτικής έννοιας του “νέου”. Με την “εκσυγχρονιστική” του επαγγελία, ο Σημίτης είναι, ίσως, ο πρώτος που μετατρέπει το “νέο” σε κεντρικό ιδεολογικό εργαλείο.
Η διαφορά τότε με το παρελθόν ήταν ότι ο όρος-σημαία απέκτησε αξιολογικό φορτίο. Δεν ήταν περιγραφικός, όπως η παλαιά διάκριση Αριστερά-Κέντρο-Δεξιά, όπου ο κάθε πολίτης μπορούσε να επιλέξει μία απ’ αυτές τις ταυτότητες και να είναι υπερήφανος. Το δίπολο “εκσυγχρονισμός-αναχρονισμός” που εισήγαγε ο Σημίτης δεν αφήνει τέτοια δυνατότητα. Είναι σαν το δίπολο Καλό-Κακό. Η θεολογικού χαρακτήρα αυτή προσέγγιση εξ υπαρχής απαξιώνει και ευτελίζει το “άλλο”, τον “αναχρονισμό”. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μορφή ιδεολογικού ολοκληρωτισμού. Το γεγονός ότι ο πλουραλισμός και ο σεβασμός του διαφορετικού κατείχαν περίοπτη θέση στην ρητορική των “εκσυγχρονιστών” δεν αλλάζει την ουσία.
Η μεταπολιτική λαγνεία του “νέου”
Παραλλαγή του ίδιου θέματος ήταν και το ιδεολογικό στίγμα, που εξέπεμψε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν έλαβε το “δαχτυλίδι” από τον Σημίτη και έγινε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Άλλαξαν μόνο οι λέξεις. Αντί για τον “εκσυγχρονισμό” σημαία έγινε η “νέα εποχή” και οι “νέες ιδέες”! Η ιδεολογική χρήση του όρου “νέος” προσέλαβε διαστάσεις λαγνείας. Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι η νέα διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία ήταν των “μετανεωτερικών” (μεταμοντέρνων) και των “οπισθοδρομικών”! Με τον τρόπο αυτό παρέκαμπταν το κεφαλαιώδες και κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης των αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων και του τρόπου διευθέτησης των παραγόμενων κοινωνικών αντιθέσεων.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να θεωρηθούν μερικές ακόμα από τις βαρύγδουπες και συχνά διασκεδαστικές πολιτικές “μπαρούφες”, που ακούμε σε κάθε προεκλογική περίοδο. Το μεταπολιτικό life style, όμως, δεν ήταν τόσο επιπόλαιο όσο φαίνεται. Ήταν και παραμένει ο μανδύας και το όχημα μίας βαθύτατα ιδεολογικοπολιτικής επιλογής. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είχε θρυμματίσει τυχαία τα ιδεολογικά στερεότυπα του κόμματός του.
Οι προεκλογικές μετεγγραφές στο μακρινό 2004 υπηρετούσαν πρωτίστως αυτόν τον στρατηγικό στόχο. Η διεύρυνση, άλλωστε, που είχε επιχειρήσει μόνο επιφανειακά ήταν αμφίπλευρη. Στην πραγματικότητα ήταν μίας κατεύθυνσης. Οι Στέφανος Μάνος, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Μαρία Δαμανάκη και Μίμης Ανδρουλάκης είχαν έναν κοινό ιδεολογικό-πολιτικό παρονομαστή. Και βεβαίως, ο Γιώργος Παπανδρέου τους είχε επιλέξει όχι τόσο για να του προσκομίσουν ψήφους όσο γιατί ένοιωθε μία εκλεκτική συγγένεια.
Συνέχεια παρά τομή
Η διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ τότε ήταν περισσότερο συνέχεια παρά τομή. Η “ανακτορική” μεθόδευση της διαδοχής από φιλελεύθερους συνιστούσε από μόνη της μία αντίφαση, έστω κι αν οι δημοσκοπήσεις και στη συνέχεια η εκλογή από τη βάση της είχαν προσδώσει πολιτική νομιμοποίηση. Ο φυσικός (όχι και πολιτικός) κληρονόμος του Ανδρέα Παπανδρέου κατέστη αδιαφιλονίκητος διάδοχος του Σημίτη πολύ πριν τεθεί θέμα αλλαγής ηγεσίας.
Απεδείχθη και τότε ότι η αρχέγονη ακτινοβολία της δυναστείας όχι μόνο επιβιώνει, αλλά και προσλαμβάνει σχεδόν μεσσιανικές διαστάσεις. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν η ευγένεια, η μετριοπάθεια και η μοντέρνα πολιτική του προσωπικότητα, που του είχαν τότε εξασφαλίσει διεισδυτικότητα σ’ ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Πρωτίστως, στη νέα γενιά και σε ειδικές ομάδες του πληθυσμού.
Ο Σημίτης είχε εγκαταλείψει το σκάφος εν όψει της διαφαινόμενης εκλογικής ήττας. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ως “κόμμα αξιωματούχων”, ζητούσε απεγνωσμένα σανίδα σωτηρίας. Πέρα από αυτό, όμως, εκείνη η αλλαγή ηγεσίας ανταποκρινόταν στην τότε βαθύτερη ανάγκη της παράταξης να επανενοποιηθεί εσωτερικά, να ανανεωθεί σε πρόσωπα, να αναβαπτισθεί ηθικοπολιτικά και να ξαναβρεί το κοινωνικό της πρόσωπο.
Αντιφατικές προσδοκίες
Αυτή η ανάγκη, σε συνδυασμό με την αμφισημία της πολιτικής προσωπικότητας του Γιώργου Παπανδρέου είχαν στείλει κάτω από την ηγετική ομπρέλα του δυνάμεις με διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς προσανατολισμούς. Στο πρόσωπό του είχαν επενδυθεί μεγάλες κι αντιφατικές προσδοκίες. Για την ακρίβεια, η κάθε σχεδόν συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ πρόβαλε σ’ αυτόν την δική της συλλογική φαντασίωση, γεγονός που με την σειρά του είχε προκαλέσει κλίμα συσπείρωσης, αισιοδοξίας και μαχητικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε ενδοπαραταξιακά αναπτυχθεί μία μεγάλη δυναμική πριν καλά καλά ο τότε νέος αρχηγός αρθρώσει πολιτικό λόγο.
Ο κορμός της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ είχε υποδεχθεί με ανακούφιση την αλλαγή ηγεσίας. Εξ ου και συμμετείχε μαζικά στην θριαμβική εκλογή από την βάση του Γιώργου Παπανδρέου με δύο προσδοκίες:
- Πρώτον, την ηθική κάθαρση και πολιτική ανασυγκρότηση του κόμματός τους.
- Δεύτερον, την εφαρμογή μίας σύγχρονης εκδοχής της πολιτικής του πατέρα του, που θα περιλάμβανε και κοινωνική προστασία των αδυνάτων.
Οι προσδοκίες αυτές βρίσκονταν, όμως, σε αντίφαση με τον προσανατολισμό του Γιώργου Παπανδρέου. Tο ένα εκατομμύριο μέλη και φίλοι που τον είχαν ψηφίσει του είχαν δώσει την εντολή και την δύναμη να αναβαπτίσει ηθικοπολιτικά το κόμμα τους κι όχι να το μεταλλάξει σε κάτι διαφορετικό. Με άλλα λόγια, δεν του είχαν δώσει “λευκή επιταγή”, παρότι η θριαμβική εκλογή του τον είχε καταστήσει πολιτικά πανίσχυρο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε την μετατροπή του ΠAΣOK σε “ανοικτό κόμμα”, αλλά σ’ ένα ανοικτό δημοκρατικό κόμμα ο πρόεδρος δεν είναι ελέω λαού μονάρχης! Υπάρχουν θεσμοί που εξισορροπούν την εξουσία του και βεβαίως μηχανισμός καθαίρεσής του. Τίποτα απ’ αυτά δεν προέβλεπε το τροποποιηθέν Καταστατικό. Αντιθέτως, αποθέωνε και θεσμικά τον αρχηγισμό.
Ο “πρίγκηπας” και το Μνημόνιο
Ουσιαστικά, το ΠΑΣΟΚ είχε παραδοθεί άνευ όρων στον Γιώργο Παπανδρέου. Ο νέος αρχηγός είχε υψώσει την σημαία του διαλόγου και της συμμετοχής, αλλά στο εσωτερικό του Κινήματος και τα δύο αυτά σπάνιζαν. Ακόμα και για τα πιο κρίσιμα ζητήματα την πολιτική αποφάσιζε ο ίδιος με έναν στενό κύκλο προσωπικών συνεργατών του. Ενδεικτικό του κλίματος ήταν ότι όλα σχεδόν τα στελέχη είχαν σπεύσει να προσαρμοσθούν.
Το τι συνέβη στη συνέχεια είναι γνωστό. Χρειάσθηκαν πεντέμιση χρόνια για να απαξιωθεί η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή και λόγω της αρνητικής ψήφου το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου να κερδίσει τις εκλογές και να σχηματίσει η κυβέρνηση. Και χρειάσθηκαν κάποιοι μήνες μετά το «λεφτά υπάρχουν» για να μας ανακοινώσει ο τότε πρωθυπουργός από το ειδυλλιακό Καστελλόριζο ότι χρεοκοπήσαμε και πέφτουμε στα Μνημόνια.
Το ΠΑΣΟΚ, από κόμμα εξουσίας και ένας εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος εξέπεσε σε μικρομεσαίο κόμμα με μονοψήφια εκλογικά ποσοστά. Ο Γιώργος Παπανδρέου και οι υποστηρικτές του αποσχίσθηκαν από το ΠΑΣΟΚ, ίδρυσαν το ΚΙΔΗΣΟ και έμειναν εκτός Βουλής. Το τι θα σημαίνει σήμερα η πιθανολογούμενη υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ θα το σχολιάσουμε όταν και εφόσον αυτή ανακοινωθεί.