Ο νέος, άφθαρτος και πολιτικά “άλαλος” Ανδρουλάκης στον “πράσινο θρόνο”
06/12/2021Με την μεγάλη διαφορά του έναντι του Γιώργου Παπανδρέου και του Ανδρέα Λοβέρδου, εκ των πραγμάτων ο Νίκος Ανδρουλάκης θεωρείται αναμφισβήτητο φαβορί για το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της μεγάλης διαφοράς από τον δεύτερο, αλλά κυρίως επειδή ο ευρωβουλευτής είχε εξαρχής ένα εκλογικό πλεονέκτημα που δεν είχαν οι παλαίμαχοι πολιτικοί.
Είναι εδώ και καιρό ξεκάθαρο ότι βρισκόταν ανάμεσά τους, με την έννοια ότι εάν έμπαινε στον δεύτερο γύρο θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος των ψήφων από όσους είχαν ψηφίσει στον πρώτο γύρο αυτόν που τελικώς τερμάτισε τρίτος και αποκλείστηκε. Πιο συγκεκριμένα, εάν στον τελικό θα αναμετριόταν με τον Γιώργο Παπανδρέου, οι ψηφοφόροι του Ανδρέα Λοβέρδου που θα πήγαιναν στις κάλπες στις 12 Δεκεμβρίου θα ψήφιζαν κατά κανόνα Νίκο Ανδρουλάκη. Αντιστοίχως, εάν αποκλειόταν ο Γιώργος Παπανδρέου, οι δικοί του ψηφοφόροι που θα πήγαιναν στις κάλπες στις 12 Δεκεμβρίου θα ψήφιζαν κατά κανόνα Νίκο Ανδρουλάκη.
Ο εκ Κρήτης ευρωβουλευτής, λοιπόν, ήταν κατά κανόνα η δεύτερη επιλογή και για τους ψηφοφόρους του Γιώργου Παπανδρέου και για τους ψηφοφόρους του Ανδρέα Λοβέρδου. Με άλλα λόγια, εάν έμπαινε στον τελικό, στις 12 Δεκεμβρίου θα είχε ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι όποιου εκ των δύο παλαίμαχων συνυποψηφίων θα ήταν αντίπαλός του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου
Για διαφορετικούς λόγους, οι υποψηφιότητες του Γιώργου Παπανδρέου και του Ανδρέα Λοβέρδου είχαν ισχυρό πολιτικό πρόσημο, γεγονός που τους εξασφάλιζε ένα υπέρ τους ρεύμα, εξ ου και ξεχώρισαν γρήγορα από τους υπόλοιπους τρεις υποψηφίους, αλλά ταυτοχρόνως και ένα ισχυρό εναντίον τους ρεύμα. Με άλλα λόγια στο εκλογικό σώμα υπήρχε ισχυρό αντί-ΓΑΠ, όπως και ισχυρό αντί-Λοβέρδος ρεύμα. Δεν υπήρχε, όμως, αρνητικό ρεύμα για την υποψηφιότητα Ανδρουλάκη, η οποία αφέθηκε από τους δύο παλαίμαχους να κυλήσει σχεδόν στο απυρόβλητο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε υπέρ του το “σύνδρομο της δυναστείας”. Τον ψήφισαν όσοι (κυρίως ηλικιωμένοι) τον βλέπουν σαν “παιδί του Ανδρέα”. Είναι προφανές ότι χωρίς το όνομά του δεν θα είχε την πολιτική διαδρομή που είχε. Ακόμα και σήμερα παραδοσιακοί “πράσινοι” ψηφοφόροι, κυρίως στην επαρχία, νοιώθουν πολιτικοψυχολογικά δεσμευμένοι να παραμείνουν πιστοί στο όνομα “Παπανδρέου”, έστω κι αν είναι κοινό μυστικό ότι ο Γιώργος είναι φυσικό, αλλά όχι και πολιτικό τέκνο του Ανδρέα.
Νοιώθουν δεσμευμένοι, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι Γιώργος Παπανδρέου δικαίως έχει ταυτιστεί με την είσοδο της Ελλάδος στα Μνημόνια (έστω κι αν κληρονόμησε την οικονομική κρίση) και στη συνέχεια με τον πολιτικό-εκλογικό καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ. Με αυτή την έννοια, ενώ το γεγονός ότι διετέλεσε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και αργότερα πρωθυπουργός, αναμφίβολα του προσδίδει μία πολιτική βαρύτητα, ταυτοχρόνως προκαλεί στους κόλπους του κεντροαριστερού χώρου και το προαναφερθέν αντι-ΓΑΠ ρεύμα, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι έχει ταυτιστεί με μία κοινωνική και παραταξιακή καταστροφή. Αποτέλεσμα των δύο αυτών αντικρουόμενων τάσεων είναι το αποτέλεσμα που κατέγραψαν οι κάλπες.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος
Η περίπτωση του Ανδρέα Λοβέρδου είναι διαφορετική. Το πλεονέκτημά του ήταν όχι μόνο ότι ξεκίνησε νωρίς την προεκλογική του εκστρατεία και περιόδευσε σ’ ολόκληρη την επικράτεια, αλλά κι ότι εξέπεμψε καθαρό πολιτικό λόγο για κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Η δική του “κληρονομιά”, όμως, ήταν μειονοτική: κυρίως η υποστήριξη ενός τμήματος της σημιτικής πτέρυγας. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και όσοι πείστηκαν ότι υπό την ηγεσία του το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να ξαναγίνει μεγάλο. Αυτή, άλλωστε, ήταν η κεντρική πολιτική επαγγελία του.
Από την άλλη πλευρά, όμως, είχε να αντιπαλέψει τη σφραγίδα που το ίδιο το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη σχεδόν στιγμή έβαλε στην υποψηφιότητά του: “Ο Λοβέρδος θα μας πάει στον Μητσοτάκη”. Η σχεδόν μονόπλευρη πολεμική του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ διευκόλυνε τους αντιπάλους του να τον εμφανίσουν σαν δεκανίκι της ΝΔ, με αποτέλεσμα οι αντίθετες διαβεβαιώσεις του να πέσουν κατά κανόνα στο κενό. Το “βαθύ ΠΑΣΟΚ”, άλλωστε, ήταν ξεκάθαρα απέναντί του. Θεωρεί τον Ανδρέα Λοβέρδο “ξένο”, παρότι είναι μαζί τους τρεις δεκαετίες. Όπως είχε συμβεί και με τον Γεράσιμο Αρσένη, για την “πράσινη φυλή” (κομματικούς) ο Ανδρέας Λοβέρδος δεν έγινε ποτέ δικός της. Γι’ αυτό και στράφηκε εναντίον του.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης
Ας έλθουμε, όμως, στον θριαμβευτή του πρώτου γύρου και πιθανότατα νέου αρχηγού του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Σε άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε πριν 24 ώρες με τίτλο “Μπορεί το παιδί του κομματικού σωλήνα να ξανακάνει το ΠΑΣΟΚ μεγάλο;“, ασχολήθηκα με το φαινόμενο “Νίκος Ανδρουλάκης”, ακριβώς επειδή διέβλεπα την δυναμική του στην τρέχουσα εκλογική διαδικασία.
Προσπάθησα να ερμηνεύσω πώς έφθασε να γίνει φαβορί για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ ένα στέλεχος που –όπως έγραψα– δεν έχει «πίσω του επιτυχή υπουργική θητεία, κάποιο πολιτικό επίτευγμα, ή έστω να είναι φορέας μίας νέας πολιτικής επαγγελίας. Η ρητορική του είναι μάλλον επίπεδη, τετριμμένη και στερεότυπη, χωρίς “γωνίες” και καινοτομίες. Ποιος μπορεί να θυμηθεί κάτι πρωτότυπο ή βαρυσήμαντο, ή έστω άξιο να μνημονεύεται, που να έχει πει ο σημερινός διεκδικητής του “πράσινου θρόνου”;»
Και συμπλήρωσα αμέσως μετά: «Με αυτή την έννοια είναι πολιτικό φαινόμενο το πως έφθασε εδώ που έχει φθάσει. Όποιος διεκδικεί την ηγεσία ενός κόμματος, συγκροτεί ένα ενδοπαραταξιακό ρεύμα με σημαία μία πολιτική επαγγελία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κώστας Σημίτης με τον “εκσυγχρονισμό” του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει σημαία την “ανανέωση”, αλλά κατά έναν τρόπο που την καθιστά αποκλειστικά ζήτημα ηλικίας κι όχι πολιτικών ιδεών».
Το εκλογικό αποτέλεσμα καταδεικνύει πως η ανάγκη για ανανέωση είναι τόσο μεγάλη στους κόλπους των ψηφοφόρων που ενδιαφέρονται για το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, ώστε να παρακάμψουν το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης ουσιαστικά δεν έχει εκφράσει τίποτα που να παραπέμπει σε πολιτική επαγγελία και πολύ περισσότερο σε πολιτικό σχέδιο ούτε για την παράταξή του, ούτε πολύ περισσότερο για τη χώρα.
Η δίψα για ανανέωση
Προφανώς έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι έριξε στη μάχη τον εδώ και χρόνια ισχυρό “κομματικό στρατό” του. Επίσης, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα του “βαθέος ΠΑΣΟΚ” (σ’ αυτό συμπεριλαμβάνεται ο κορμός του μηχανισμού της Φώφης Γεννηματά) όχι απλώς τον στήριξε, αλλά έδωσε μάχη για την υποψηφιότητά του. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, όμως, αρκούν από μόνα τους για να εξηγήσουν την με 10 περίπου μονάδες εκλογική πρωτιά του.
Κι αυτό, επειδή η πολύ μεγάλη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία –ξεπέρασε κατά πολύ την αντίστοιχη του 2017– από τη φύση της υπερέβη την όποια εμβέλεια των εσωκομματικών μηχανισμών. Το συμπέρασμα είναι ότι το εκλογικό σώμα είχε ανάγκη ένα νέο πρόσωπο, που να μην βαρύνεται με τις “αμαρτίες” που συνεπάγεται η άσκηση κρατικής εξουσίας. Ο μηχανισμός πλασάρισε το Νίκο Ανδρουλάκη σαν νέο και φέρελπι πολιτικό που μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς για αναγέννηση της παράταξης και οι περισσότεροι ψηφοφόροι ανταποκρίθηκαν.
Η εντυπωσιακή συμμετοχή καταδεικνύει πως πολλοί από τους πρώην “πράσινους” ψηφοφόρους, που από τις εκλογές του 2012 εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ, στρεφόμενοι πρωτίστως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως προς τη ΝΔ, ξανακοιτάζουν με ελπίδα προς το πρώην κόμμα τους. Αυτό ερμηνεύει όχι μόνο τη μεγάλη συμμετοχή, αλλά και το ακόμα μεγαλύτερο πολιτικό ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για την διαδικασία εκλογής νέου αρχηγού.
Και ξανακοιτάζουν, επειδή τόσο η ΝΔ, ως κυβέρνηση, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση τους έχουν περισσότερο ή λιγότερο απογοητεύσει. Το γεγονός αυτό από μόνο του συνιστά ιστορική ευκαιρία για να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ μεγάλο. Όπως συμβαίνει, όμως, με κάθε ιστορική ευκαιρία, πρέπει να βρεθεί ο ικανός ηγέτης που θα την αδράξει και θα την αξιοποιήσει. Θα είναι αυτός ο Νίκος Ανδρουλάκης; Ο χρόνος θα δείξει, αλλά πάντως τίποτα μέχρι τώρα δεν δικαιολογεί ότι θα τα καταφέρει.