ΑΠΟΨΗ

Ο Ντελόρ, τα πακέτα και ο εγχώριος ψευδοεκσυγχρονισμός

Ο Ντελόρ, τα πακέτα και ο εγχώριος ψευδοεκσυγχρονισμός, Βασίλης Ασημακόπουλος

Ο προσφάτως αποβιώσας Ζακ Ντελόρ (1925-2023) αποτέλεσε μια σημαίνουσα φιγούρα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, με τη βεμπεριανή έννοια. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως 1995, σε μια περίοδο μετάβασης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής περιφερειακής ολοκλήρωσης. Το εγχείρημα ενοποίησης της Ευρώπης την πρώτη 30ετία καθορίστηκε από τη γεωπολιτική συνθήκη του Ψυχρού Πολέμου, την αρχική επιφυλακτικότητα έως άρνηση των σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, το κυρίαρχο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης-συναίνεσης, το οποίο βασιζόταν σε ισχυρές εθνοκρατοκεντρικές μορφές κεϋνσιανής ανάπτυξης, με πυρήνα το παρεμβατικό και κοινωνικό κράτος.

Τούτων δοθέντων, το εγχείρημα ευρωπαϊκής ενοποίησης έλαβε αρχικά τον προσανατολισμό της οικοδόμησης-θεσμοποίησης ελευθέρων ζωνών συναλλαγών, με χαρακτηριστικά Κοινής Αγοράς κι όχι Οικονομικής Ένωσης ή πολύ περισσότερο Πολιτικής Ένωσης. Ήταν μια κατεύθυνση περιορισμένου χαρακτήρα ενοποίησης στη βάση της λεγόμενης αρνητικής ολοκλήρωσης-απόσυρσης φραγμών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και όχι θετικής ολοκλήρωσης με στόχους που θα συμπεριελάμβαναν δεσμεύσεις κοινωνικής πρόνοιας ή ευρύτερης ενοποίησης, όπως συνέβη αργότερα επί Ντελόρ.

Η τάση διεθνοπολιτικής αλλαγής ήδη από τα μέσα της δεκαετίας 1980 (ανάδειξη Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, Μάρτιος 1985), η ανατροπή του μεταπολεμικού παραδείγματος ανάπτυξης, λόγω των κρίσεων της δεκαετίας 1970 (νομισματικής και πετρελαϊκών), οδήγησαν στην όξυνση των αντιφάσεων που εκδηλώνονταν ανάμεσα στο υπερεθνικό επίπεδο της ενιαίας ευρωπαϊκής ζώνης συναλλαγών, με την παράλληλη λειτουργία ισχυρών κρατικοπαρεμβατικών δομών κεϋνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης στην οικονομία, οργανωμένων σε εθνοκρατική βάση.

Η κυρίαρχη απάντηση στην επίλυση των ανωτέρω αντιφάσεων αποτύπωσε τον διαφοροποιημένο (σε σχέση με την πρώτη μεταπολεμική 30ετία) συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η απάντηση ήταν η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, με στόχο το 1992 να αρθεί κάθε φραγμός που περιόριζε την κίνηση κεφαλαίων, εργασίας, αγαθών, υπηρεσιών εντός της ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Η μορφή που έλαβε η ευρωπαϊκή περιφερειακή καπιταλιστική ολοκλήρωση με την υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Δεκέμβριος 1985), αποτύπωνε την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την ήττα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Ο Ντελόρ και το πνεύμα της μετάβασης

Ο Ντελόρ, υπουργός Οικονομικών στη σοσιαλιστική κυβέρνηση Μιτεράν-Μορουά (1981-1984), δεδομένης της νεοφιλελεύθερης στροφής της γαλλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης (Μάρτιος 1983), ως Πρόεδρος της Κομισιόν από τον Ιανουάριο 1985, εξέφρασε ακριβώς το πνεύμα και τη γραμμή αυτής της μετάβασης, των χαρακτηριστικών και περιεχομένων που λάμβανε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από την αρνητική στη θετική ολοκλήρωση, με κεντρικές πολιτικές δυνάμεις τη νέα σοσιαλδημοκρατία (από τη δεκαετία 1990 και μετά) και τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, ως τις δυνάμεις εκείνες που εκπροσωπούσαν τις κυρίαρχες και πιο διεθνοποιημένες μερίδες της ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας.

Η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, αποτέλεσμα της σταδιακής απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο και της υπονόμευσης του σοσιαλδημοκρατικού εθνοκρατικού πλαισίου αναφοράς, κωδικοποιήθηκε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1985), αποτελώντας τη βάση για τη Συνθήκη της ΕΕ (Συνθήκη Μάαστριχτ, 1992), τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και τη σύσταση της ΟΝΕ (Οικονομική Νομισματική Ένωση) το 1999, με την ειδικότερη δυναμική και τα χαρακτηριστικά που έδωσε στο εγχείρημα η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 και η εποχή της παγκοσμιοποίησης την 10η δεκαετία του 20ου αιώνα. Αυτή ήταν η κεντρική κατεύθυνση, με την οποία ο Ζακ Ντελόρ συνέδεσε το όνομά του.

Η άλλη διάσταση, συμπληρωματική αλλά και με σχετική αυτονομία απέναντι στην πρώτη, αφορούσε ειδικότερες στρατηγικές περιφερειακής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο πολιτικών συνοχής της ΕΟΚ και από το 1993 και μετά της ΕΕ. Η διάσταση αυτή τέθηκε ιδίως λόγω της επέκτασης της ΕΟΚ στον ευρωπαϊκό Νότο με την ένταξη αρχικά της Ελλάδας (1981) και στη συνέχεια της Ισπανίας και Πορτογαλίας (1986), δηλαδή των κρατών που είχε πραγματοποιηθεί η μετάβασή τους από δικτατορικά καθεστώτα σε δημοκρατίες στα μέσα της δεκαετίας 1970.

Η συνοχή-σύγκλιση

Η έννοια της συνοχής-σύγκλισης με συγκεκριμένες περιφερειακού χαρακτήρα πολιτικές, καθιερώθηκε-θεσμοποιήθηκε όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε οριστικά τη γραμμή εξόδου (1974-1981) ή της ειδικής σχέσης (1981-1983) με την ΕΟΚ και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και επικείμενης εισόδου των χωρών της Ιβηρικής χερσονήσου ο Ανδρέας Παπανδρέου πέτυχε με την χρήση veto την περίοδο 1984-1985 την καθιέρωση πολιτικών ολοκλήρωσης με μεταφορά σημαντικών κοινοτικών πόρων. Αυτές αρχικά έλαβαν την μορφή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων από το 1986.

Ακολούθως, οι πολιτικές αυτές συστηματοποιήθηκαν και θεσμοποιήθηκαν, λαμβάνοντας τις μορφές του Α’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (1989-1993), του Β’ (1994-1999), του Γ’ (2000-2006), του Δ’ (2006-2012) και τα οποία από το 2007 και μετά θα λάβουν τη μορφή του ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς). Τα δύο πρώτα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (1989-1999) έμειναν γνωστά ως “πακέτα Ντελόρ”, λόγω του ρόλου του, ως Προέδρου της Κομισιόν, στη δημιουργία και ενίσχυση των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης στο πλαίσιο ενίσχυσης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής περιφερειακής ολοκλήρωσης.

Τα “πακέτα Ντελόρ” την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και τα άλλα δύο Κ.Π.Σ. που ακολούθησαν την 1η δεκαετία του 21ου αιώνα θα έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση μιας ορθολογικού χαρακτήρα εκσυγχρονιστικής πολιτικής, το κύριο εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής για τη διαδικασία διεθνούς-ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της χώρας στις δυναμικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.

Τα δίδυμα ελλείμματα

Η χρεοκοπία της χώρας το 2010, πέραν των ζητημάτων του δημοσίου χρέους, στον πυρήνα της έχει τα δίδυμα ελλείμματα, το παραγωγικό και το δημοσιονομικό. Τίθεται, λοιπόν, ένα βασικό ερώτημα. Ποιος είναι ο απολογισμός των κομμάτων (κυρίως όσων άσκησαν κυβερνητική εξουσία, αλλά και εκείνων στην αντιπολίτευση) σε σχέση με αυτή την διάσταση της πολιτικής του “συστήματος χώρα” ευρύτερα, του παραγωγικού-θεσμικού-διανοητικού συνασπισμού εξουσίας του ελληνικού κράτους και αγοράς. Tο μεταπολεμικό αναπτυξιακό παράδειγμα της ελληνικής οικονομίας, του “συστήματος χώρα” –με την ενδιάμεση αλλαγή που έγινε από το 1974 και μετά και που κυρίως αφορούσε το σκέλος της διανομής– είχε φτάσει στα όριά του στα τέλη της δεκαετίας 1980.

Οι διαρκώς αυξανόμενοι ευρωπαϊκοί πόροι που άρχιζαν να κατευθύνονται ακριβώς εκείνη την περίοδο, αρχικά με τη μορφή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και στη συνέχεια με τη μορφή των “πακέτων”, η έκρηξη της τεχνολογικής επανάστασης που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, ιδίως στα βόρεια σύνορα της χώρας, παρείχαν ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια σημαντικού-στρατηγικού χαρακτήρα οικονομική αναβάθμιση και μετασχηματισμό του ελληνικού παραγωγικού συστήματος, μιας ενεργητικής παρουσίας στις νέες δυναμικές συνθήκες.

Οι κατανομές των κοινοτικών κονδυλίων, όμως, δεν κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, αλλά της υπανάπτυξης, κατανάλωσης, εισοδηματικής προσόδου σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και του παρασιτισμού. Αντί για περιφερειακή ανάπτυξη υπήρξε νέος γύρος αθηναϊκού συγκεντρωτισμού. Αντί για αδελφική-διεθνιστικού χαρακτήρα επανασύνδεση της χώρας μας με τις χώρες των Βαλκανίων και τον Εύξεινο, υπήρξε μια “πρακτόρικη” (με την εμπορική έννοια του όρου) παρουσία του ελληνικού κεφαλαίου ως προπομπού των συμφερόντων μερίδων της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας.

Αντί για εκσυγχρονισμός “ψευδοεκσυγχρονισμός”

Αντί για τον εκσυγχρονισμό που ήταν εφικτός και αναγκαίος, είχαμε “ψευδοεκσυγχρονισμό”, όπως εύστοχα χαρακτήρισε το φαινόμενο αυτό ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης τη δεκαετία 1990, με επίκεντρο την αντι-αναπτυξιακή κατανομή των “πακέτων Ντελόρ” και του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (“Η Δολοφονία της Πολιτικής”, Στράβων, 2022). Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση του ελληνικού ψευδοεκσυγχρονισμού ήταν τα τρένα. Το αποτέλεσμα της αντιαναπτυξιακής κατανομής των κοινοτικών κονδυλίων αντανακλάται στην αποπαραγωγικοποίηση της χώρας και στη χρεοκοπία της.

Ως εκ τούτου, εκτός των υμνητικών ανακοινώσεων που εξέδωσαν τα κόμματα για την απώλεια του Ζακ Ντελόρ, καλό είναι να προβούν σε ειλικρινείς απολογισμούς και αυτοκριτικές της πορείας που συνδέθηκε με τα ομώνυμα “πακέτα” και τους κοινοτικούς πόρους της περιόδου 1989-2009, οι οποίες αφορούν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, καθώς το 2024 είναι και έτος ευρωεκλογών. Το θέμα δεν έχει μόνον ιστορική σημασία, αλλά επηρεάζει το σήμερα. Ποιες είναι οι αναπτυξιακές προτεραιότητες και οι θέσεις των κομμάτων για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0);

Είναι χαρακτηριστική η συζήτηση που γίνεται αυτή την περίοδο για τα λεγόμενα “μη κρατικά Πανεπιστήμια”. Πέραν των νομικού χαρακτήρα ακροβασιών για την «υπέρβαση» του άρθρου 16 του Συντάγματος, δια της όψιμης ερμηνείας του άρθρου 28 του Συντάγματος, ωσάν το άρθρο 28 να τέθηκε πρώτη φορά με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 και να μην υφίστατο από το 1975, με σχετική ερμηνευτική δήλωση από την αναθεώρηση του 2001, να μην είναι η χώρα μέλος της ΕΟΚ από το 1981, να μην υφίσταται σχετική διάταξη στο πρωτογενές ευρωενωσιακό δίκαιο από το 1992 (άρθρα 165-166, πρώην 149 και 150 Συνθ. Ε.Ε.), να μην υφίσταται για το ζήτημα παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο από το 2005 (κοινοτική οδηγία 2005/36/ΕΚ, Π.Δ. 38/2010).

Πέραν των λοιπών εκπαιδευτικού χαρακτήρα σοβαρών ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τα συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης και που αποφεύγουν να τα θέσουν οι άνευ προϋποθέσεων υποστηρικτές στον δημόσιο λόγο, έχει άραγε συνυπολογιστεί τί θα σηματοδοτήσει η ύπαρξη “μη κρατικών Πανεπιστημίων” σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη για τα περιφερειακά πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας; Για να μην αναφερθούμε στα προβλήματα που τυχόν θα ανακύψουν στα τριτοβάθμια ιδρύματα που λειτουργούν στο έτερο κράτος του Ελληνισμού, στην Κυπριακή Δημοκρατία, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή.

Η Ελλάδα είναι η χώρα με το οξύτερο περιφερειακό ζήτημα στην Ευρώπη, ιστορικά διαμορφωμένο ήδη στις πρώτες τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες, με τη μορφή της μακράν ισχυρότερης χωροταξικής ανωμαλίας στη σχέση κέντρου-περιφερειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται εθνικά, παραγωγικά, δημογραφικά, κοινωνικά. Λόγω των κατανομών των “πακέτων” των κοινοτικών κονδυλίων» της περιόδου 1989-2009, το πρόβλημα όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά οξύνθηκε. Και αν την περίοδο 1974-1989 υπήρχε τουλάχιστον ένας προβληματισμός και κάποιες πολιτικές, τα τελευταία 30 χρόνια και πλέον, δεν υπάρχει ούτε προβληματισμός στους επίσημους της πολιτικής.

Αυτός είναι ο απολογισμός των “πακέτων Ντελόρ” και των κοινοτικών πλαισίων στήριξης γενικότερα. Και η ευθύνη γι’ αυτό προφανώς δεν βαραίνει τον Ντελόρ, αλλά τους εγχώριους διαχειριστές.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι