Ο “πανωλεθρίαμβος” του πολιτικού συστήματος στις ευρωεκλογές!
16/06/2024Η κάλπη των ευρωεκλογών αναμφισβήτητα κατέδειξε τη γύμνια του πολιτικού συστήματος και απέστειλε σημαντικά μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση αφού αντικειμενικά νικητής των εκλογών με μεγάλη συντριπτική πλειοψηφία ήταν η αποχή, δηλαδή ο “Κανένας” εν σχέσει με τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ εδέχθη το ισχυρότερο πλήγμα με μείωση 13 μονάδων μέσα σε ένα χρόνο, χάνοντας αντικειμενικά τη πολιτική της νομιμοποίηση. Έλαβε το 28% των ψήφων επί του 40% της συμμετοχής των εκλογέων (με την αποχή στο 60%), δηλαδή κυβερνά με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με αποδοχή μόλις του 12% του εκλογικού σώματος.
Πρόκειται για πολιτική συντριβή δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός έπαιζε στο γήπεδο μόνος του με βασικό προεκλογικό σύνθημα την εσωτερική σταθερότητα και τα εσωτερικά ζητήματα αντί των κρίσιμων προβλημάτων που απειλούν την Ευρώπη, δίνοντας έτσι σε αυτές χαρακτήρα εθνικών εκλογών. Παραμένει όμως γαντζωμένος στην εξουσία εξαιτίας της αδυναμίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης να καρπωθούν στοιχειωδώς την εκλογική κατάρρευση της ΝΔ, που έλαβε το μικρότερο αριθμό ψήφων, ακόμα και εν σχέσει με τις εκλογές του Μαΐου του 2012, τότε που συνετρίβη ο παραδοσιακός δικομματισμός λόγω του μνημονιακού οδοστρωτήρα.
Αν υπήρχε στοιχειώδης δημοκρατική ευαισθησία θα προχωρούσε στη διάλυση της Βουλής αφού δεν νοείται πολιτική νομιμοποίηση με 12% του εκλογικού σώματος. Το ευτελές πολιτικά επιχείρημα ότι η αποχή δεν μετράει αποτελεί το «φύλο συκής» στο σημερινό υπονομευμένο πολιτικό σύστημα της νοσηρής κομματοκρατίας που έχει επικαθήσει ως γάγγραινα στα πλευρά της χώρας. Και αυτό γιατί πέραν από τις κλασσικές μορφές της αποχής που αφορούν τους μη εκκαθαρισμένους εκλογικούς καταλόγους, καθώς και στους συμπολίτες που απέχουν παραδοσιακά από τις εκλογικές διαδικασίες, η κυρίαρχη μορφή αποχής που επικράτησε σε αυτές τις εκλογές εκφράζει σαφή πολιτική θέση αποδοκιμασίας των ηγεσιών των κομμάτων και υποδηλώνει τη βαθιά κρίση αξιοπιστίας και αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος συνολικά.
Τη σανίδα σωτηρίας στην ζαλισμένη ΝΔ που απλώς επιδόθηκε σε θέατρο σκιών ενός θνησιγενούς και αδιάφορου ανασχηματισμού (αφού το πρόβλημα δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά οι πολιτικές εξόντωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών, οδηγώντας τη χώρα σε μια οδυνηρή κατάσταση παρακμής και καθίζησης), αποτελούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Ένδεια Κεντροαριστεράς
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την καθοδική του παρουσία λαμβάνοντας 14,92% που τον καθιστά ένα μικρομεσαίο κόμμα, τύποις και σκιά αξιωματική αντιπολίτευση, χωρίς τις ουσιαστικές και ειδικές συνθήκες να ασκήσει τα σημαντικά αυτά καθήκοντα. Αν, δε, προκύψει νέα εσωκομματική κρίση, θα τον οδηγήσει σε περαιτέρω πολιτική ανυποληψία. Όπως έχουμε αναφέρει, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί μετά την ήττα του 2019 να προχωρήσει σε ουσιαστική ανασυγκρότηση και να προβάλλει προγραμματική αντιπολίτευση, με ουσιαστικό πολιτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα, λόγω του εγκλωβισμού του στη παραδοσιακή αδιέξοδη κοίτη του δικαιωματισμού, παρέμεινε στο γήπεδο της επιφανειακής ρηχής αντιπολίτευσης εντός του πλαισίου της αδιέξοδης διαχειριστικής λογικής, με αποτέλεσμα να χαθεί η αξιοπιστία του ως κινήματος ουσιαστικής ανατροπής και αλλαγής στη χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ με 12,79% απέτυχε στο βασικό του στόχο να γίνει δεύτερο κόμμα, δείχνοντας έτσι σοβαρά στοιχεία πολιτικής ανάταξης, με συνέπεια η καθήλωση του να δημιουργεί τις συνθήκες άμεσης αμφισβήτησης της ηγεσίας του, που αντικειμενικά το οδηγεί σε νέο κύκλο εσωστρέφειας. ΤΟ ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από την προηγηθείσα ιδεολογική του απονεύρωση ούτε να συνδεθεί με τους νέους προνομιούχους της Ελλάδος, που διογκώνονται καθημερινά από την τοξική νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ. Εξού και η τεράστια εκλογική του αποτυχία στα αστικά κέντρα.
Το ΚΚΕ, το οποίο είναι από τα λίγα κερδισμένα κόμματα, αφού ενισχύθηκε εκλογικά, εισπράττοντας την πολιτική θεσμική σοβαρότητα που επιδεικνύει, την ώρα που κυριαρχεί η τοξικότητα και ο ευτελής πολιτικός λόγος, φαίνεται ότι δεν μπορεί να παίξει ευρύτερο πολιτικό ρόλο λόγω της ιδεολογικής του περιχαράκωσης και της επιλογής του για αυτοαπομόνωσης.
Όσον αφορά τα μικρότερα πολιτικά κόμματα στον ευρύτερο αριστερό χώρο (Πλεύση Ελευθερίας, ΝΕΑΡ και ΜΕΡΑ25) παρέμειναν στο περιθώριο των εξελίξεων. Συμπερασματικά τα κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστερής όχθης δείχνουν ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης στο σημερινό σαθρό πολιτικό σύστημα και πολύ περισσότερο τον αναγκαίο φορέα ενός ολιστικού πολιτικού προγράμματος, που απαιτείται για τη σωτηρία της χώρας. Οι κινήσεις και τα σενάρια για σύμπτυξη μετώπου κάποιων από τα κόμματα αυτά φαίνεται εκ των προτέρων θνησιγενής, αφού το πρόβλημα δεν είναι αριθμητικό, αλλά βαθιά πολιτικό, που αποτελεί και τον μεγάλο απόντα.
Η Δεξιά της Δεξιάς
Όσον αφορά τα πέραν της ΝΔ δεξιά κόμματα η Ελληνική Λύση, που ενισχύθηκε εκλογικά και διαπνέεται από ένα ακραίο λαϊκισμό και εκλεπτυσμένο ρατσιστικό λόγο, χωρίς κατάλληλο πρόγραμμα και πρόσωπα δύσκολα μπορεί να εμφανιστεί ως εναλλακτική εκλογική λύση στο δεξιό συντηρητικό χώρο. Η Νίκη που αποτελεί τον εκπρόσωπο των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων στην Ελλάδα και εμφανίζει έναν επιμελώς κρυπτόμενο ομοφοβικό, ρατσιστικό και φασίζοντα λόγο, κατάφερε να διατηρήσει τα ποσοστά της. Τέλος, το νεότευκτο κόμμα της Λατινοπούλου (πρόκειται για πολιτικό που ισχυρίζεται ότι η Λεπέν ανήκει στην κεντροδεξιά!) αποτέλεσε την έκπληξη στο χώρο αυτό εκλέγοντας έναν ευρωβουλευτή.
Συμπερασματικά, αποτελεί τραγική κατάληξη για τη χώρα το γεγονός ότι δεξιά της ΝΔ το ποσοστό εκπροσώπησης ξεπερνά το 20%, δείχνοντας ότι το αυγό του φιδιού που επώασε η εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής την προηγούμενη δεκαετία έχει αφήσει το στίγμα της. Για αυτό είναι βαρύτατες οι ευθύνες της Κυβέρνησης της ΝΔ που με τις πολιτικές της την τελευταία πενταετία έχει προσφέρει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, ασχέτως ότι δεν έχει τον ίδιο σημαίνοντα ρόλο όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία κλπ).
Χωρίς αμφιβολία η Ελλάδα αντιμετωπίζει δομικό πρόβλημα το οποίο επικαλύπτεται από τη ρηχή πολιτική αντιπαράθεση των υπαρχόντων κοινοβουλευτικών κομμάτων και του ελεγχόμενου συστήματος ενημέρωσης του λαού. Η πραγματικότητα είναι ότι βιώνει μια μακρά παρακμιακή πορεία που ξεκινά από την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, της μνημονιακής επώδυνης κηδεμονίας και της σημερινής μεταμνημονιακής εποπτείας με τεράστιες ρωγμές στο κοινωνικό της ιστό και τρομακτικές στρεβλώσεις στη αέανη παρασιτική της οικονομία. Μια εκ των βασικών αιτίων αυτής της παρακμιακής πορείας της και ταυτόχρονα αποτέλεσμα αυτής είναι η δραματική υστέρηση των πολιτικών ηγεσιών και του πολιτικού προσωπικού εξουσίας και η μετατροπή του πολιτικού συστήματος της ως θεραπαινίδας της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και του διεθνούς παράγοντα.
Πρόκειται για οξύ σύμπτωμα μιας μακρόχρονης παρακμιακής πορείας, λόγω και της δραματικής σύγκλισης των υπαρχόντων κομμάτων επί των κεντρικών ζητημάτων, ανεξαρτήτως των επιφανειακών ιδεολογικών διαφορών τους, που εμφανίστηκε κατά την ύστερη Μεταπολίτευση, απέκτησε σταθερά χαρακτηριστικά κατά την περίοδο του μνημονιακού οδοστρωτήρα και παγιώθηκε πλέον στην εποχή της μεταμνημονικής κηδεμονίας με τη μορφή ενός αναθεωρημένου τοξικού δικομματισμού μετά τις εκλογές του 2019 και του ασθενικού και επικίνδυνου, όπως ήδη αποδείχθηκε, μονοπολισμού της ΝΔ στις εκλογές του 2023.
Η αποτυχία του πολιτικού συστήματος
Η μεγάλη εικόνα είναι ότι το πολιτικό προσωπικό, που άσκησε εξουσία στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, αντί να συμβάλει στην επιβολή ενός ισχυρού εθνικού πλαισίου ανάπτυξης, με βάση τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, μετατράπηκε σταδιακά σε τμήμα της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, αποκτώντας συμφέροντα, ως επιμέρους ειδικό στρώμα στο Κράτος, μέσω των προνομίων και της ατιμωρησίας, τα οποία ενσωματώνουν σχεδόν τους πάντες, που συμμετέχουν στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού ανεξαρτήτως ιδεολογικών επικλήσεων και τυχόν «επιδεικτικών» αντισυστημικών συμπεριφορών έχει ειδικά συμφέροντα αναπαραγωγής του εντός του υπάρχοντος νόθου πολιτικού εποικοδομήματος και της σχέσης του με το Κράτος, με συνέπεια να υπάρχει πλήρης απόσταση από τα πραγματικά συμφέροντα του «χειμαζόμενου» λαού και των λαϊκών τάξεων. Αυτό το πολιτικό σύστημα της «άφρονης κομματοκρατίας», με κόμματα σχεδόν πανομοιότυπα ως προς την λειτουργία τους (αρχηγικά και χωρίς εσωτερική δημοκρατία), δεν μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λειτουργεί παράλληλα αποτρεπτικά για οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ανανέωσης, σε κεντρικό και ενδιάμεσο θεσμικό επίπεδο.
Από το σύνολο του υπάρχοντος κομματικού δυναμικού, προκύπτει η αδυναμία αξιοπρεπούς πολιτικής εκπροσώπησης, παραγωγής προγραμματικού λόγου και υλοποιήσιμου έργου, με συνέπεια να εμφανίζεται σήμερα ολοένα και περισσότερο ένα τεράστιο πολιτικό κενό. Εδώ προκύπτει εμφατικά η ανάγκη δημιουργίας ενός δημοκρατικού προοδευτικού πατριωτικού πολιτικού κινήματος, μιας νέας δηλαδή προοδευτικής μεγάλης παράταξης από τις υγιείς διάσπαρτες κοινωνικές δυνάμεις, που δεν είναι εγκλωβισμένες στην κυριαρχούσα νοσηρή κομματοκρατία, που θα θέσει στο προσκήνιο τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα της χώρας.
Όπως είναι για παράδειγμα η ενδογενής ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η ουσιαστική εμβάθυνση και ανάταξη της παιδείας, η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού μέσω μιας νέας εθνικής στρατηγικής αποτροπής, η προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, η ανακοπή της δημογραφικής κατάρρευσης και η εμβάθυνση και προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των ατομικών και συλλογικών εγγυήσεων κάθε Έλληνα πολίτη.
Χρειάζονται συνεπώς μεγάλες ριζοσπαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες για ανατροπή της σημερινής παρακμιακής πορείας, αφού η διευρυμένη παρασιτική ολιγαρχία έχει επιβάλει την αποβιομηχάνιση της χώρας και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο από το οποίο ενισχύεται η ασυδοσία, η κερδοσκοπία και η απληστία ολίγων ενώ την ίδια στιγμή οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται με γεωμετρική πρόοδο, δημιουργώντας ασφυξία στην ελληνική κοινωνία.