Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θέλει να αντιταχθεί στο νεοφιλελευθερισμό

Γιατί κρατάει ακόμη η ΝΔ του "νεο-μητσοτακισμού", Μάκης Γιομπαζολιάς

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας την πεπατημένη σχεδόν του συνόλου των διαφορετικών ρευμάτων αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη διεξήγαγε τον προεκλογικό αγώνα των ευρωεκλογών με βασικούς άξονες την πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και στη μη επιστροφή της —παραδοσιακής κατά τον γράφοντα-– δεξιάς, στην κυβέρνηση.

Σ’ αυτή τη δεύτερη προεκλογική περίοδο, η οποία μάλλον θυμίζει τελετή παράδοσης-παραλαβής, η αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκτρέψει την αντιπαράθεση προς έναν χοντροκομμένο αντιμητσοτακισμό. Πιο εκκωφαντική ίσως είναι μόνο η προσπάθεια του Μητσοτάκη να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο, πλην της πολιτικής που θα εφαρμόσει ως πρωθυπουργός.

Ωστόσο, και επειδή ο νεοφιλελευθερισμός θα εξακολουθήσει να μας απασχολεί ως εφαρμοζόμενη πολιτική, το ερώτημα του “ποιος μπορεί να δώσει τη μάχη εναντίον του” παραμένει κρίσιμο. Υπάρχουν, λοιπόν, μια σειρά προβλημάτων όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί τέτοιο ρόλο. Το πρώτο είναι υπόρρητο και εντοπίζεται τόσο στα παραδοσιακά, όσο και στα νέα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στη βάση κυρίως όσων δεν διακηρύσσουν και φυσικά ούτε  εφαρμόζουν: δείχνουν να υπονοούν ότι είναι εφικτή η αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά όχι και με τον καπιταλισμό εν γένει και εν συνόλω.

Επομένως ότι είναι πιθανό να είσαι αντί-νεοφιλελεύθερος, να κυριαρχείς στην πάλη εναντίον του νεοφιλελευθερισμού, αλλά όχι απαραιτήτως και σοσιαλιστής. Όταν λέμε σοσιαλιστής, εννοούμε με την ουσιαστική έννοια του όρου, δηλαδή με την έννοια εκείνου που πρεσβεύει ένα διαφορετικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Όσο έντιμα και αν πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αντιπαλέψει το νεοφιλελευθερισμό από τη σκοπιά ενός “άλλου” καπιταλισμού, η πραγματικότητα είναι άλλη. Κι αυτό, παρότι πράγματι υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις που αν και μη σοσιαλιστικές είναι υποκειμενικά συνεπείς αντί-νεοφιλελεύθερες.

Ατελέσφορος δονκιχωτισμός

Η πραγματικότητα είναι ότι σε κάθε ιστορική φάση υπάρχει μία μορφή καπιταλισμού, η οποία απλώς –στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι καθόλου απλό– εκδηλώνεται με άλλη ένταση και με διαφορετικές μεθόδους σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Ωστόσο, εν τέλει, δε γίνεται να γυρίσεις το ρολόι του χρόνου πίσω προς μια άλλη –εν προκειμένω κεϋνσιανή–  μορφή καπιταλισμού, διότι οι υλικές συνθήκες σε παγκόσμια κλίμακα είναι εντελώς διαφορετικές.

Πρόκειται δε, για επικίνδυνη σύγχυση να θεωρούμε ότι τυχόν ελάχιστες παραχωρήσεις εντός του ίδιου μοντέλου, εξαιτίας των κοινωνικών αγώνων, σηματοδοτούν τη μεταβολή του κυρίαρχου μοντέλου καπιταλισμού ως τέτοιου. Το αντίθετο: για παράδειγμα, οι επιδοματικές πολιτικές που εν Ελλάδι πρεσβεύουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ –σχεδόν πανομοιότυπες ιδίως ως προς τη λογική τους– δεν αποτελούν σημείο ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά συνέχεια και επίτασή του. Αυτόν υπηρετεί η εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης για τα πληβειοποιημένα κοινωνικά στρώματα.

Βεβαίως, στην πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού συντάσσονται και πρόσωπα ή δυνάμεις που δεν είναι σοσιαλιστές. Όμως, την ηγεμονία δεν μπορούν παρά να την έχουν οι τελευταίοι. Ειδάλλως, στην καλύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν ατελέσφορο δονκιχωτισμό που θα καταλήγει σε άτακτη υποχώρηση.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να δώσει τη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού, αν η κυβερνητική του πράξη και το εξαγγελθέν πρόγραμμά του συμπεριελάμβαναν έστω κάποιες από τις βασικές ορίζουσες ενός σοσιαλιστικού προγράμματος: πολιτική δημοσίων παραγωγικών επενδύσεων, εκτεταμένη απόδοση κοινωνικών δικαιωμάτων με υλική υποστήριξη στο επίπεδο της αναδιανομής εισοδήματος και με αντίστοιχες θεσμικές μεταβολές, εκδημοκρατισμό –αν όχι κοινωνικό έλεγχο– της οικονομικής πολιτικής στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, είσοδο του κοινωνικού στοιχείου στο πολιτικό, είσοδο στην 4η βιομηχανική επανάσταση και κοινωνική διεύθυνσή της, ισχυρή πολιτική υπέρ της βιωσιμότητας του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος κλπ.

Τόσο η κυβερνητική πράξη του ΣΥΡΙΖΑ («εφαρμόζουμε τα μνημόνια για να βγούμε από αυτά» αλά Σαμαρά και υπογραφή 4ου Μνημονίου χωρίς δανειακή σύμβαση) όσο και το πρόγραμμά του δε συμπεριλαμβάνουν κανένα στοιχείο σοσιαλιστικής άρα και ηγεμονικά αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής: υπολειμματικό κοινωνικό κράτος, έλλειψη δημοσίων επενδύσεων, καμία βιομηχανική πολιτική, καμία αλλαγή στον τρόπο παραγωγής, καμία γενικευμένη αναδιανομή εισοδήματος, η Ελλάδα χώρα παροχής υπηρεσιών ή εξαγωγής φυσικών πόρων από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.

Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν εκτιμήσει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όντως έχει μια αντι-νεοφιλελεύθερη διάθεση και ότι δεν σηκώνει απλά σημαία ευκαιρίας, είναι δομημένος έτσι ώστε να αποτελέσει συμπλήρωμα μόνο σε μια αντι-νεοφιλελεύθερη και άρα σοσιαλιστική πρόταση εξουσίας, όχι τον κύριο φορέα της.

Βασικό στοιχείο της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στις χώρες της περιφέρειας, ή της περιφέρειας του κέντρου, όπως η Ελλάδα, είναι η νεοαποικιακού τύπου εξάρτηση από ξένα κράτη, απευθείας ή δια υπερεθνικών οργανισμών. Άρα αντι-νεοφιλελεύθερη σοσιαλιστική προσέγγιση, χωρίς εθνικοανεξαρτησιακά επίδικα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει προηγούμενο, κατά το οποίο να μην αξιοποιήθηκε είτε διεθνής κρίση, είτε πολεμική εμπλοκή για να επιβληθεί ο νεοφιλελευθερισμός σε κάποιες από τις χώρες των παραπάνω τύπων.

Πλήρης εξωτερικός έλεγχος της χώρας

Συνεπώς, ενώ μπορεί να ασκηθεί σοσιαλιστική πολιτική με έστω κάποια διαστήματα περιοριστικών πολιτικών, ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει με εξωτερική εξάρτηση της χώρας. Μια εξάρτηση, μάλιστα, πάνω στην οποία πατάει πάντα η πλέον στυγνή, εσωτερική, ταξική κυριαρχία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως προς τα παραπάνω, διακρίθηκε στην εμπέδωση του πλήρους έλεγχου της χώρας από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.

Εξ ου και πρόσδεσε την Ελλάδα απολύτως στα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ήδη και πριν τη στροφή που ακολούθησε το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, διέβλεπε “εθνικισμό” στην τάση που πρότεινε την απόρριψη του ευρώ. Δια αυτής της πρόσδεσης, η οποία “ιδεολογικοποιούνταν” μέσα από τη δήθεν αντί-εθνικιστική προσέγγιση της μη διάκρισης μεταξύ ξένων και Ελλήνων καπιταλιστών, η Ελλάδα παραδόθηκε πλήρως στα συμφέροντα του μεγάλου ξένου κεφαλαίου και των εγχώριων συνδεδεμένων μερίδων κεφαλαίου.

Στο επίπεδο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ασκήσει την ελάχιστη αυτοκριτική και ως εκ τούτου δεν έχει επιφέρει καμία τροποποίηση στο πρόγραμμά του. Διόλου τυχαία, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για το σύμπτωμα της εξάρτησης (τα πρωτογενή πλεονάσματα), χωρίς να θίγουν την εξάρτηση που τα προκαλεί, ούτε κατά κεραία.

Ο νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στην αφαίρεση του κοινωνικού από το πολιτικό. Το πολιτικό μετατρέπεται σε πεδίο δράσης μιας κάστας, ενός “ιερατείου” ειδικών και τεχνικών της εξουσίας, προφανώς στην υπηρεσία του πολύ μεγάλου κεφαλαίου. Ενός “ιερατείου” που αναπαράγεται ως τέτοιο, δίνοντας στο λαό τη δυνατότητα επιλογής διαχειριστή από το ίδιο αυτό ιερατείο.

Αφαίρεση του κοινωνικού από το πολιτικό

Μέσα από την υπερπληροφόρηση και την απόκρυψη κρίσιμων πληροφοριών, το βομβαρδισμό με ανούσια γεγονότα, προκειμένου να αποκρύβεται και εν τέλει να καταργείται η έννοια του Συμβάντος, δηλαδή του πραγματικά ιστορικού γεγονότος, μέσα από τον περιορισμό της ιστορικότητας και άρα της ίδιας της “ανθρωπινότητας” του ανθρώπου, ο λαός εκπίπτει σε μάζα και ως εκ τούτου αποσύρεται από το πολιτικό στοιχείο. Αυτή η έκπτωση υπηρετείται και με τη διάσπαση και τον υποβιβασμό της ταξικής ταυτότητας, όπως και άλλων δομικών ταυτοτήτων. Δηλαδή οριζουσών που εξασφαλίζουν ιστορική συνέχεια και αντίληψη ακόμα και δια της υπέρβασής τους, όπως είναι η εθνική, προς όφελος αποκλειστικά επιμέρους ταυτίσεων με υποσύνολα.

Η απάντηση στον ολοκληρωτισμό του νεοφιλελευθερισμού είναι η ύπαρξη και η στράτευση σε ένα μαζικό κόμμα, με οργανωμένη βάση κατά μαζικό χώρο που φέρνει την κοινωνία, το λαό στην εξουσία και όχι τους “ειδικούς”. Αυτή η προσέγγιση –αντίθετη και με παραδόσεις του σοβιετικού μοντέλου– είναι τελείως ξένη προς το κλειστό, γραφειοκρατικό και πλέον βαθιά κρατικοποιημένο μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, ο δικαιωματισμός του ΣΥΡΙΖΑ “κούμπωσε” με την τυχοδιωκτική ανέλιξη στελεχών δια του κράτους, διαμορφώνοντας μια νέα, εξίσου κυνική, μερίδα του “ιερατείου” ειδικών του νεοφιλελευθερισμού.

Έτσι, όχι μόνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ όπως εξελίχθηκε αυτά τα τέσσερα χρόνια και όπως είναι σήμερα, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να αντιπαλέψει το νεοφιλελευθερισμό. Εξ ου και η προεκλογική καμπάνια του εκπίπτει σε έναν ετεροπροσδιοριζόμενο, προσωποκεντρικό αντιμητσοτακισμό, που ιδίως τις παραγωγικές και νεότερες ηλικίες δεν μπορεί να τις πείσει.

Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ηττηθεί στρατηγικά πέραν των ευρωεκλογών και πριν από τις ευρωεκλογές, χωρίς καν να το αντιληφθεί: στο φοιτητικό κίνημα, στα συνδικάτα, στους επαγγελματικούς συλλόγους και στην Αυτοδιοίκηση. Εκεί δηλαδή, που θα έπρεπε η αριστερά να έχει προνομιακό πεδίο δράσης. Εν τέλει, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και αν ειλικρινώς θέλει –πράγμα αμφίβολο– να δώσει πρωταγωνιστικά τη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού, δεν μπορεί να το πράξει. Δεν μπορεί άνευ αυτοκριτικής να το πράξει με αυτό το παρελθόν, με αυτό το μοντέλο, με αυτό το πρόγραμμα και με αυτά τα πρόσωπα. Γι’ αυτό η κατεξοχήν δοκιμασία επιβίωσής του αρχίζει στις 8 Ιουλίου.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι