Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε διαζύγιο από το αυτονόητο…
24/05/2023Με ένα θριαμβευτικό εκλογικό αποτέλεσμα, η ΝΔ επικράτησε του ΣΥΡΙΖΑ με μια διαφορά πάνω των 20 μονάδων στις εκλογές της Κυριακής. Τελικά είχαν δίκιο όσοι μιλούσανε για “βουβές“ εκλογές. Ήταν όντως “βουβές” αυτές οι εκλογές, αλλά αν είχαν ήχο μάλλον αυτός θα ήταν ένας εκκωφαντικός κρότος.
Τι ήταν αυτό όμως που διαμόρφωσε το εκκωφαντικό εκλογικό αποτέλεσμα; Ποια δεδομένα οδήγησαν τους ψηφοφόρους σε αυτήν την ψήφο “εμπιστοσύνης” στην ΝΔ και την μαζική αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ; Κατά την άποψη του υπογράφοντα δυο είναι οι βασικοί λόγοι.
Ο πρώτος είναι ότι η ΝΔ ζήτησε εντολή αυτοδυναμίας και κατάφερε να εκπέμψει ένα καθαρό μήνυμα κυβερνητικής αποτίμησης της τετραετίας με βασικό σύνθημα την διασφάλιση κυρίως της οικονομικής κανονικότητας απέναντι στους ψηφοφόρους σε αντίθεση με τα “θολά” μηνύματα του ΣΥΡΙΖΑ σε πολλά επίπεδα και ο δεύτερος, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ήττα του 2019 επί της ουσίας δεν έκανε καμία αλλαγή ως κόμμα σε αντίθεση με τη ΝΔ μετά την ήττα του 2015 και δεν έπεισε για την ικανότητα “ομαλής” διακυβέρνησης.
Συγκεκριμένα: Η ΝΔ έχοντας εντοπίσει την σημασία της κοινωνικής κανονικότητας για τον μέσο ψηφοφόρο ο οποίος είχε βιώσει την αβεβαιότητα του 2015 η οποία επί της ουσίας έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την παρουσία της χώρας στην Ευρωζώνη, επένδυσε σε αυτό το σύνθημα συνδυάζοντας το με την σημασία της αυτοδυναμίας ως προϋπόθεση της κανονικότητας. Επίσης επικεντρώθηκε και σωστά, στον τομέα που παγκοσμίως κερδίζει τις εκλογές.
Την οικονομία. Παρουσίασε σειρά νέων επενδύσεων τις οποίες προσέλκυσε και σειρά οικονομικών δεικτών που βελτίωσε καθώς και τους στόχους του μέλλοντος. Εξέπεμψε καθαρό και στοχοθετημένο μήνυμα δίχως παραφωνίες το οποίο στην ουσία ήταν το ακόλουθο. «Βελτιώσαμε την κατάσταση στην οικονομία με αυτοδύναμη διακυβέρνηση της ΝΔ. Ζητάμε την εντολή από τους ψηφοφόρους να βελτιώσουμε αυτοδύναμοι έτι περαιτέρω την οικονομική κατάσταση.»
Θολό μήνυμα
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ εξέπεμψε ένα θολό και δυσδιάκριτο μήνυμα. Αρχικά δεν διέγνωσε την σημασία του καθαρού προεκλογικού μηνύματος ιδίως στα θέματα της οικονομίας και της κανονικότητας . Από την αρχή επέμενε στη θολό πρόταγμα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» ενώ την ίδια στιγμή όλα τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς κατηγορηματικά σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου αρνούνταν την πιθανότητα συνεργασίας. Με δυο λόγια δεν ζητούσε αυτοδυναμία για τη διακυβέρνηση αλλά αναζητούσε εκ των προτέρων πιθανό εταίρο δίχως να υπάρχουν διαθέσιμοι. Δεν εμφανίστηκε δηλαδή ως κυβερνητικό κόμμα έτοιμο να κυβερνήσει μόνο του αφού δεν το ζήτησε στην ουσία καν.
Οι ψηφοφόροι δηλαδή είχαν να επιλέξουν μεταξύ ενός κόμματος με αυτοπεποίθηση που επιζητεί να κυβερνήσει αυτόνομα και διακριτά και ενός κόμματος που εξ αρχής πριν από τα εκλογικά αποτελέσματα, αναζητεί έναν ή περισσότερους εταίρους εκπέμποντας έστω και άθελα του ένα θολό και ίσως ηττοπαθές μήνυμα. Αρχικά μιλούσε για προοδευτική διακυβέρνηση μετά για κυβέρνηση ανοχής μετά για ειδικού σκοπού και εν τέλει προκάλεσε σύγχυση.
Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επικεντρώθηκε προεκλογικά στην οικονομία και την βελτίωση της αλλά ανάλωσε προεκλογικό κεφάλαιο σε άλλα θέματα, που μπορεί να θεωρούσε και να είναι σημαντικά, αλλά δεν είναι τα πρώτα στην αξιολόγηση των ψηφοφόρων αναφορικά με την επιλογή της ψήφου τους. Επιπροσθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 έως σήμερα παρουσίασε μια αξιοσημείωτη άρνηση αλλαγής σε ότι αφορά το ίδιο το κόμμα την οποία παραδόξως ζητούσε όμως με σειρά προεκλογικών σποτ από τους ψηφοφόρους .
Ο Αλέξης Τσίπρας επί της ουσίας δεν άλλαξε τίποτα στο κόμμα. Δεν προέβη σε καμία σοβαρή και ενδελεχή αυτοκριτική για τα όποια λάθη διέπραξε στην θητεία του. Δεν εμφάνισε νέα στελέχη σε κεντρικές θέσεις τα οποία να δώσουν ένα μήνυμα ανανέωσης και άλματος στο μέλλον στα πλαίσια μιας νέας αρχής. Κατέβηκε με την ίδια ομάδα η οποία καλώς ή κακώς δεν έδωσε καμία εικόνα αλλαγής ή ανανέωσης.
Τα παλαιά στελέχη αυτά πολιτευόταν με όρους, ύφος και επιχειρήματα του εκτραχυμένου σε όλα τα επίπεδα 2015, ενώ βρισκόμαστε στο 2023 και η κατάσταση δεν έχει καμία σχέση με το 2015. Το αυτοαποκαλούμενο προοδευτικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε μια σπάνια αρτηριοσκληρωτική διάθεση άρνησης αλλαγών στο κόμμα οι οποίες αλλαγές θα επέφεραν πιθανότατα και την κομματική του πρόοδο. Με δυο λόγια δεν προετοίμασε το κόμμα ώστε να εμφανιστεί ως μια σοβαρή κυβερνητική εναλλακτική.
Η αυτονόητη επιλογή
Αντίθετα η ΝΔ μετά της ήττα στις εκλογές προέβη σε αλλαγή αρχηγού, με την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη. Αυτός με τη σειρά του ως έτοιμος από καιρό εμφάνισε μια νέα κλειστή ηγετική ομάδα με αρκετά πρόσωπα πολιτικά άγνωστα ή άφθαρτα τα οποία προέρχονταν από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Εισήγαγε την επιτελική διακυβέρνηση η οποία με τα όποια προβλήματα της, ήταν καινοφανής. Εκσυγχρόνισε την επικοινωνιακή πολιτική του κόμματος και εμπιστεύτηκε πολλά νέα πρόσωπα. Επικεντρώθηκε στην ανάταση της οικονομίας θεωρώντας την και ορθά ως την λυδία λίθο της κοινωνικής αποδοχής.
Με βάση τα παραπάνω η επιλογή της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων ήταν μάλλον ένας αυτονόητος μονόδρομος. Είχαν στην ουσία να επιλέξουν μεταξύ μιας καθαρής πρότασης αυτοδύναμης διακυβέρνησης της ΝΔ με αιχμή την οικονομία και την περαιτέρω βελτίωση της και της θολής και δυσδιάκριτης πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος δεν είχε στην ουσία αλλάξει τίποτα στο κόμμα από το 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχα καν αποφασίσει με ποιον θα συγκυβερνήσει, σε ποια θέματα μπορεί να υπάρξει σύγκλιση, πως θα γίνει αυτό, αφού όλοι οι πιθανοί εταίροι το αρνούνται και εν τέλει δεν εμφανιζόταν ως ένα κόμμα έτοιμο να κυβερνήσει και να εγγυηθεί μια κανονικότητα ιδίως σε θέματα οικονομίας.
Ως εκ τούτου η επιλογή των ψηφοφόρων ήταν μάλλον αυτονόητη. Επίκαιρη παρά ποτέ η ρήση του Λέοντα Τολστόι: «Όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά κανένας δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό του».