Ο Τραμπ μπροστά στον Λευκό Οίκο – Τι άλλαξε από το 2016 στο 2024
05/11/2024Η κρίσιμη ημέρα έφτασε. Όσοι Αμερικανοί δεν ψήφισαν επιστολικά, ή παρά την πόλωση προτιμήσουν τους “καναπέδες” τους, πηγαίνουν στις κάλπες για να αναδείξουν το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η συμμετοχή θα κινηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα. Πιθανότατα θα υπερβεί το 60%, ενώ πριν εισβάλει στην πολιτική σκηνή ο Τραμπ εκινείτο συνήθως κάτω από 40%.
Η αλήθεια είναι ότι οι τελευταίες τρεις προεδρικές εκλογές (2016, 2020 και 2024) είναι ποιοτικά διαφορετικές από όλες τις προηγούμενες. Ενώ παλαιότερα η αντιπαράθεση των δύο κυρίαρχων κομμάτων (Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού) εκινείτο στο παραδοσιακό συστημικό πλαίσιο, η υποψηφιότητα Τραμπ το 2016 άλλαξε τα δεδομένα. Κι αυτό, επειδή ο ιδιόρρυθμος και εν πολλοίς τοξικός πολυεκατομμυριούχος κατάφερε να εκφράσει το ρεύμα που αναδύεται στη “βαθιά Αμερική”. Είναι κυρίως οι συντηρητικοί μικρομεσαίοι λευκοί νοικοκυραίοι που τις τελευταίες δύο δεκαετίες εξωθούνται κοινωνικά-οικονομικά στο περιθώριο. Είναι όλοι όσοι συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς θέση στο τρένο της παγκοσμιοποίησης.
Σε διάφορες παραλλαγές το φαινόμενο έχει εκδηλωθεί και στην Ευρώπη. Ο χώρος της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης μιλάει για Ακροδεξιά, αλλά μάλλον πιο δόκιμος όρος είναι το Νέα Δεξιά ή το Εναλλακτική Δεξιά, επειδή ναι μεν έχει κάποια κοινά, αλλά επίσης διαφοροποιείται ποιοτικά από την παραδοσιακή Ακροδεξιά. Όπως, όμως, κι αν αποκληθεί αυτό το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα είναι γεγονός ότι κερδίζει συνεχώς εκλογικό και κατ’ επέκταση και πολιτικό έδαφος. Στην πραγματικότητα, οι διάφορες εκδοχές της Νέας Δεξιάς στη Δύση είναι προϊόν της κρίσης του δίδυμου: (νεο)φιλελευθερισμός και δικαιωματισμός. Η ορατή δια γυμνού οφθαλμού υποχώρηση, εάν όχι παρακμή, της Δύσης τροφοδοτεί περαιτέρω το φαινόμενο.
Θα μπορούσε άραγε πριν 30 χρόνια ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος και να διεκδικεί και πάλι την προεδρία; Προφανώς, όχι. Τότε, δεν υπήρχε ακόμα το μεγάλο ρήγμα στην αμερικανική κοινωνία που του επιτρέπει τα τελευταία χρόνια να παίζει τον ρόλο που παίζει στο πολιτικό σύστημα. Σε άλλες ιστορικές συνθήκες, το διογκούμενο αντισυστημικό ρεύμα ειδικά στην Ευρώπη θα μπορούσε να το είχε εκφράσει η Αριστερά, αλλά η σημερινή Αριστερά περί άλλων τυρβάζει. Έχοντας προσχωρήσει απολύτως στον δικαιωματισμό έχει εν μέρει μετατραπεί σε ιδιότυπο ιδεολογικό δεκανίκι της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης και κατά συνέπεια έχει καταστεί μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης.
Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη
Ας πάμε, όμως, στην αμερικανική πολιτική-εκλογική σκηνή. Από τη σύνθεση των τελευταίων δημοσκοπήσεων προκύπτει η εξής πρόβλεψη: Ο Τραμπ θα εξασφαλίσει 287 εκλέκτορες με απόκλιση + ή -25. Η Χάρις θα εξασφαλίσει 252 με ίδια απόκλιση. Αυτό σημαίνει ότι το ανώτερο όριο για τον Τραμπ είναι 312 και το κατώτερο 251 εκλέκτορες. Αντιστοίχως για τη Χάρις είναι 276 το ανώτερο και 226 το κατώτερο. Οι πιθανότητες το αποτέλεσμα είναι εντός αυτών των ορίων είναι 90%. Αυτό μεταφράζεται σε 58% πιθανότητες να εκλεγεί (προσοχή όχι εκλογικό ποσοστό) ο Τραμπ και 42% η Χάρις.
Ας σημειωθεί ότι το αντίστοιχο νούμερο για τις πιθανότητες εκλογής του Τραμπ το 2016 ήταν 20% και παρόλα αυτά εξελέγη. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι και το 2016 και το 2020 οι δημοσκοπήσεις έδιναν ποσοστά αρκετά κατώτερα από αυτά που έδωσαν οι κάλπες. Αυτό εξηγείται από δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι δημοσκοπήσεις στη “βαθιά Αμερική” δεν έχουν πάντα άνετη πρόσβαση στους περιθωριοποιημένους “αξιολύπητους”, όπως τους είχε χαρακτηρίσει με περιφρόνηση η Χίλαρι Κλίντον το 2016. Ο δεύτερος είναι ότι ορισμένα αστικά στρώματα αποφεύγουν να εκφράσουν την προτίμησή τους στον Τραμπ, επειδή στο κλίμα πόλωσης μπορεί να εισπράξουν απαξιωτικές αντιδράσεις από το περιβάλλον τους.
Είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι ένας πολυεκατομμυριούχος τοξικός τύπος σαν τον Τραμπ έχει καταφέρει να εκφράσει τους μη προνομιούχους της “βαθιάς Αμερικής”. Σ’ αυτό συνέβαλε το συντηρητικό και δεξιόστροφο ιδεολογικό πρόσημο αυτών των στρωμάτων. Τον δρόμο για τον Τραμπ, άλλωστε, είχε ανοίξει το περιβόητο υπερσυντηρητικό Tea Party. Η οικονομική-κοινωνική κρίση στρέφει αυτά τα στρώματα προς το παρελθόν, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν οικονομικά-πολιτικά στη διεθνή σκηνή κι αυτά τα στρώματα περισσότερο ή λιγότερο ευημερούσαν.
Τοξική ρητορική
Ο Τραμπ θα είχε καθαρίσει το παιχνίδι εάν είχε μία πιο επεξεργασμένη ρητορική ειδικά στο μεταναστευτικό. Η παράνομη μετανάστευση ενοχλεί τη “βαθιά Αμερική” και κατά συνέπεια η επιθετική ρητορική του Τραμπ την συσπειρώνει πίσω του. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ΗΠΑ είναι μία χώρα μεταναστών. Μπορεί οι απόγονοι των παλαιών μεταναστών να μην θέλουν τους νέους, αλλά η σημερινή ή η χθεσινή γενιά μεταναστών απωθείται, ενώ θα μπορούσε να προσελκυστεί από την υπόλοιπη ατζέντα του. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς Αφροαμερικανούς, οι οποίοι διαβλέπουν στον λόγο του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου οσμή ρατσισμού και ως εκ τούτου απωθούνται.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Βανς, που πρεσβεύει μία πολύ πιο επεξεργασμένη και σοφιστικέ εκδοχή της Νέας Δεξιάς, προσπάθησε και σε κάποιον βαθμό επέτυχε να προσελκύσει τέτοια κοινά στη βάση της λαϊκότητας, αλλά ο Τραμπ με ρητορικές ακρότητες μάλλον έδιωξε πολλούς. Δεδομένου, όμως, ότι ο Τραμπισμός έχει έρθει για να μείνει στις ΗΠΑ, επόμενος εκφραστής του, ο Βανς, έχει όλες τις προϋποθέσεις να το καθαρίσει από την τοξικότητα του ίδιου του Τραμπ και να τον αναβαθμίσει ως ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ έχει ανοίξει πλέον διάπλατα τον δρόμο, όποιο κι αν θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Ενώ το 2016, ήταν “μαύρο πρόβατο” για την ελίτ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σήμερα την έχει εκτοπίσει, με αποτέλεσμα να το ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι νεοσυντηρητικοί του Μπους αποτελούν παρελθόν. Η εξέλιξη αυτή συνιστά από μόνη της μία πολιτική επανάσταση στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Εξ ου και το “βαθύ κράτος” στηρίζει κατά απόλυτο τρόπο την Χάρις και θα στήριζε όποιον θα ήταν απέναντι στον Τραμπ. Αυτό σημαίνει ότι πίσω από την υποψήφια των Δημοκρατικών δεν συσπειρώνονται μόνο τα παραδοσιακά ερείσματα του κόμματος (Μίντια, πανεπιστήμια, Χόλιγουντ κλπ), αλλά και μηχανισμοί και συμφέροντα που άλλοτε στήριζαν Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους. Παρόλα αυτά, δεν έχει πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα.
Από το 2016 στο 2024
Είναι αξιοσημείωτο πως για πρώτη φορά έχει ανοίξει στις ΗΠΑ μία συζήτηση για το αν πρέπει να αντικατασταθεί ο σχεδόν απόλυτος δικομματισμός, αυτός που παραδοσιακά θεωρείτο εγγύηση σταθερότητας του πολιτικού συστήματος. Τώρα, όμως, πολλοί θεωρούν πως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει πέσει σε “λάθος χέρια” και ως εκ τούτου λειτουργεί αντισυστημικά, αμφισβητώντας τη “θεότητα” της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού.
Προσωπικά, ο Τραμπ του 2024 μπορεί να μην έχει αλλάξει αισθητά από τον Τραμπ του 2016, αλλά σε ό,τι αφορά στο πολιτικό πλαίσιο υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Την πρώτη την έχω ήδη αναφέρει, σήμερα ελέγχει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ως εκ τούτου, έχει πολλές περισσότερες επιλογές για να στελεχώσει την κυβέρνησή του, εάν βεβαίως εκλεγεί. Δεύτερη αλλαγή είναι ότι μπορεί η (νεο)φιλελεύθερη συναίνεση που κυριαρχεί στην Ευρώπη να νοιώθει πολύ άβολα με τον Τραμπ, όπως και το 2016, αλλά σήμερα στην Ευρώπη ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος έχει πολλές φίλιες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες προσδοκούν στην εκλογή του για να βοηθηθούν οι ίδιες, αλλά και να τον βοηθήσουν.
Η τρίτη αλλαγή είναι ότι η αμερικανική επιχειρηματική ελίτ τον αντιμετωπίζει πλέον ως μία πολιτική πραγματικότητα κι όχι σαν ενοχλητική παρένθεση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μία μερίδα του κεφαλαίου, ειδικά του βιομηχανικού, να τον βλέπει με θετικό μάτι. Αντιθέτως, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ειδικά τα μεγάλα funds παραμένουν κατά κανόνα εχθρικά απέναντί του. Εχθρικό παραμένει και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, κυρίως λόγω Ουκρανίας.
Όποιο κι αν είναι, πάντως, το εκλογικό αποτέλεσμα, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, οι ίδιες οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση ο κόσμος όλος δεν θα είναι πλέον όπως πριν. Άλλωστε, η τεκτονική αλλαγή που συντελείται ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί, είναι προϊόν της διπλής κρίσης: της οικονομικής και της κρίσης που αντιμετωπίζει η αμερικανική ηγεμονία με τη μετάβαση από το καθεστώς της μοναδικής υπερδύναμης σε πολυπολικό διεθνές σύστημα.