Ο Τραμπ ξηλώνει το βαθύ κράτος για να το ελέγξει – Μαίνεται ο άτυπος εμφύλιος
10/02/2025Η εκλογή Τραμπ το Νοέμβριο 2024 για δεύτερη θητεία είχε ποιοτικές διαφορές από την πρώτη εκλογή του. Σε αντίθεση με το 2016, το 2024 είναι πολιτικά πολύ πιο ισχυρός. Έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η νίκη του ήταν σαρωτική και κυρίως απέκτησε τον έλεγχο του Κογκρέσου. Με άλλα λόγια, ως πρόεδρος έχει πολύ περισσότερο τα χέρια του ελεύθερα από όσο τα είχε το 2016-20. Τότε, βρισκόταν υπό τον πολιτικό πέλεκυ του RussiaGate, της συνωμοσίας που είχε εξυφάνει εναντίον του το βαθύ κράτος, με σκοπό να τον εγκλωβίσει.
Οι τελευταίες τρεις προεδρικές εκλογές (2016, 2020 και 2024) ήταν ποιοτικά διαφορετικές από τις προηγούμενες. Ενώ παλαιότερα η αντιπαράθεση των δύο κυρίαρχων κομμάτων (Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού) εκινείτο στο παραδοσιακό συστημικό πλαίσιο, η υποψηφιότητα Τραμπ το 2016 άλλαξε τα δεδομένα. Κι αυτό, επειδή ο ιδιόρρυθμος και εν πολλοίς τοξικός μεγιστάνας κατάφερε να εκφράσει το ρεύμα που αναδύεται στη “βαθιά Αμερική”. Εξέφρασε κυρίως τους συντηρητικούς μικρομεσαίους λευκούς νοικοκυραίους που τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες εξωθούνται κοινωνικά-οικονομικά στο περιθώριο, όσους συνειδητοποίησαν ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς θέση στο τρένο της παγκοσμιοποίησης.
Σε παραλλαγές το φαινόμενο έχει εκδηλωθεί και στην Ευρώπη. Ο χώρος της Νέας Δεξιάς, Εναλλακτικής Δεξιάς, ή Ακροδεξιάς (διαλέγετε και παίρνετε) είναι γεγονός ότι κερδίζει συνεχώς εκλογικό-πολιτικό έδαφος, λόγω της κρίσης του διδύμου (νεο)φιλελευθερισμός-δικαιωματισμός. Η ορατή δια γυμνού οφθαλμού υποχώρηση, εάν όχι παρακμή, της Δύσης τροφοδοτεί περαιτέρω το φαινόμενο. Θα μπορούσε άραγε πριν 30 χρόνια ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος; Προφανώς, όχι. Τότε, δεν υπήρχε ακόμα το μεγάλο ρήγμα στην αμερικανική κοινωνία που του επέτρεψε τα τελευταία χρόνια να παίζει τον ρόλο που παίζει.
Σε άλλες ιστορικές συνθήκες, το διογκούμενο αντισυστημικό ρεύμα, ειδικά στην Ευρώπη, θα μπορούσε να το είχε εκφράσει η Αριστερά, αλλά η σημερινή Αριστερά περί άλλων τυρβάζει. Έχοντας προσχωρήσει απολύτως στον δικαιωματισμό έχει εν μέρει μετατραπεί ιδιότυπα σε μέρος του προβλήματος.
Είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι ένας μεγιστάνας και τοξικός τύπος σαν τον Τραμπ έχει καταφέρει να εκφράσει τους μη προνομιούχους της “βαθιάς Αμερικής”. Σ’ αυτό οπωσδήποτε συνέβαλε το συντηρητικό και δεξιόστροφο ιδεολογικό πρόσημο αυτών των στρωμάτων. Τον δρόμο για τον Τραμπ, άλλωστε, είχε ανοίξει το περιβόητο υπερσυντηρητικό Tea Party. Η οικονομική-κοινωνική κρίση στρέφει τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα προς την μεταπολεμική περίοδο, όταν οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν οικονομικά-πολιτικά στη διεθνή σκηνή κι αυτά τα στρώματα περισσότερο ή λιγότερο ευημερούσαν. Εξ ου και το Make America Great Again.
Κυρίαρχος στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
Δεδομένου ότι ο Τραμπισμός έχει έρθει για να μείνει στις ΗΠΑ, επόμενος εκφραστής του, λογικά θα είναι ο αντιπρόεδρος J.D. Vance, ο οποίος έχει τις προϋποθέσεις να καθαρίσει τον Τραμπισμό από την τοξικότητα της προσωπικότητας του Τραμπ και να τον αναβαθμίσει μορφωτικά και αισθητικά ως ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα. Τον δρόμο, ωστόσο, τον άνοιξε διάπλατα ο Τραμπ. Ενώ το 2016, ήταν “μαύρο πρόβατο” για την ελίτ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το 2024 την είχε εκτοπίσει, με αποτέλεσμα να το ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Οι νεοσυντηρητικοί του Τζορτζ Μπους αποτελούν παρελθόν. Ως στελέχη του “κόμματος του πολέμου” βρίσκονται στο βαθύ κράτος ή έχουν μετακομίσει στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η εξέλιξη αυτή συνιστά από μόνη της μία επανάσταση στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Εξ ου και το βαθύ κράτος στήριξε κατά απόλυτο τρόπο τη Χάρις. Αυτό σημαίνει ότι πίσω από την υποψήφια των Δημοκρατικών δεν συσπειρώθηκαν μόνο τα παραδοσιακά ερείσματα του εν λόγω κόμματος (ΜΜΕ, πανεπιστήμια, Χόλιγουντ, μειονότητες κλπ), αλλά και μηχανισμοί και συμφέροντα που άλλοτε στήριζαν Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους. Παρόλα αυτά, αποδείχθηκαν μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, το οποίο διευρύνθηκε, λόγω της αυξημένης συμμετοχής.
Τώρα πλέον, πολλοί θεωρούν πως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει πέσει σε “λάθος χέρια” και ως εκ τούτου λειτουργεί αντισυστημικά, αμφισβητώντας τη “θεότητα” της (νεο)φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού. Προσωπικά, ο Τραμπ του 2024 μπορεί να μην είχε αλλάξει αισθητά από τον Τραμπ του 2016, αλλά σε ό,τι αφορά στο πολιτικό πλαίσιο υπάρχουν ποιοτικές αλλαγές:
- Η πρώτη έχει ήδη αναφερθεί: Ελέγχει πλέον το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ως εκ τούτου, έχει πολλές περισσότερες επιλογές για να στελεχώσει την κυβέρνησή του και να ελέγξει τους κρατικούς μηχανισμούς.
- Δεύτερη αλλαγή είναι ότι ο Τραμπ το 2025 έχει πολλές φίλιες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, οι οποίες προσδοκούσαν στην εκλογή του για να βοηθηθούν οι ίδιες, αλλά και να τον βοηθήσουν.
- Η τρίτη αλλαγή είναι ότι η αμερικανική επιχειρηματική ελίτ τον αντιμετωπίζει πλέον ως μία πολιτική πραγματικότητα κι όχι ως ενοχλητική παρένθεση, όπως το 2016. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μία μερίδα του αμερικανικού κεφαλαίου, ειδικά του βιομηχανικού, να τον βλέπει με θετικό μάτι και να συσπειρώνεται γύρω του. Αντιθέτως, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ειδικά τα μεγάλα funds, παρότι έχουν την τάση να προσαρμόζονται, διατηρούν την επιφύλαξή τους.
Τεκτονική αλλαγή το φαινόμενο Τραμπ
Μετά την άνετη εκλογική νίκη του Τραμπ, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, οι ίδιες οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση ο κόσμος όλος δεν είναι πλέον όπως πριν. Άλλωστε, η τεκτονική αλλαγή που συντελείται είναι προϊόν της διπλής κρίσης: Της οικονομικής-κοινωνικής και της κρίσης που αντιμετωπίζει η αμερικανική ηγεμονία με τη μετάβαση από το καθεστώς της μοναδικής υπερδύναμης σε πολυπολικό διεθνές σύστημα.
Εάν, μάλιστα, η νίκη του Τραμπ δεν ήταν τόσο καθαρή και σε όλα τα επίπεδα, η οξύτατη πόλωση και η διάσπαση των ελίτ θα μπορούσε να εκτραπεί σε βία. Οι ΗΠΑ, άλλωστε, δεν είναι ούτε δημοκρατικό, ούτε αυταρχικό κράτος, είναι κάτι ενδιάμεσο. Επιπροσθέτως, η αμερικανική κοινωνία διατρέχεται από εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές αντιθέσεις, οι οποίες δημιουργούν συνθήκες αστάθειας όχι μόνο στο στενό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στα επίπεδα των ελίτ και της κοινωνίας.
Οι (νεο)φιλελεύθεροι, που θεωρούν ότι είναι από την Ιστορία ταγμένοι να ασκούν την εξουσία στις ΗΠΑ, είτε ως Δημοκρατικοί, είτε ως Ρεπουμπλικάνοι (στο παρελθόν) συνειδητοποιούν ότι έχουν εκπέσει σε μειοψηφία. Δεν μπορούν, δηλαδή, να ανακτήσουν την εξουσία με την κλασική συστημική διαδικασία των εκλογών, επειδή έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητά τους να χειραγωγούν τους ψηφοφόρους. Το νεοδεξιό λαϊκιστικό κίνημα MAGA έχει σε σημαντικό βαθμό εκτοπίσει την παραδοσιακή (νεο)φιλελεύθερη πολιτική ελίτ. Μία αντίστοιχη διαδικασία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια και στην Ευρώπη, αλλά μόνο εν μέρει έχει φέρει καταλυτικά αποτελέσματα.
Όπως φαίνεται από την περίπτωση της κυβέρνησης Τραμπ, η αμερικανική Νέα Δεξιά εφαρμόζει καινοφανείς σκληροπυρηνικές μεθόδους, που γίνονται αποδεκτές από τους περισσότερους Αμερικανούς, οι οποίοι φαίνεται να γυρίζουν την πλάτη στις μεθόδους της παραδοσιακής πολιτικής και στο κατεστημένο που τις εφάρμοζε. Στο τραμπικό στρατόπεδο έχει συγκεντρωθεί ένα ετερόκλητο πλήθος, το οποίο βλέπει στον Τραμπ τον σιδερένιο ηγέτη που θα λύσει με τη σπάθη του γόρδιους δεσμούς της παρακμής των ΗΠΑ. Είναι ακριβώς επειδή η κοινή γνώμη έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς, αποδέχεται ρητορικές και πρακτικές που πριν μερικές δεκαετίες θα απέρριπτε.
Η αμερικανική (νεο)φιλελεύθερη ελίτ, υιοθετώντας την ιδεολογία και τις πρακτικές της παγκοσμιοποίησης και του ακραίου δικαιωματισμού έφτασε στο σημείο να φέρει με ένταση στο προσκήνιο την επιθετική επανερμηνεία φυλετικών και έμφυλων ανισοτήτων, γεγονός που ρηγματώνει την όποια εθνική ενότητα, τους όποιους συνεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς. Ο Τραμπ αναδείχθηκε σε όργανο της Ιστορίας για να αμφισβητήσει τις βασικές επιλογές και ιδεολογικές αντιλήψεις της παραδοσιακής πολιτικής ελίτ και να συγκροτήσει –προφανώς ατελώς– μία νέα ελίτ με εναλλακτικές ιδεολογικές αντιλήψεις.
Αντίπαλος το βαθύ κράτος
Μετά τον εκλογικό θρίαμβό του και τη συντριβή του Δημοκρατικού Κόμματος, ο μόνος αντίπαλος του Τραμπ είναι το βαθύ κράτος, το οποίο θεωρεί το νέο πρόεδρο έναν λαϊκιστή που σφετερίστηκε τη λαϊκή ψήφο. Γι’ αυτό και προσπάθησε να τον σταματήσει τόσο με σειρά δικαστικών διώξεων, όσο και με εκστρατείες συστηματικής αποδόμησης, μη εξαιρουμένων και των συνωμοσιών. Ας μην ξεχνάμε ότι μόνο από τύχη διασώθηκε από την πρώτη εναντίον του δολοφονική απόπειρα.
Έχοντας συνείδηση ότι το βαθύ κράτος επιχειρεί να τον χειραγωγήσει, όπως έκανε στην πρώτη προεδρική θητεία του, ο Τραμπ επιδίδεται σε μία προσπάθεια αφενός να το ξηλώσει απολύοντας στελέχη σε θέσεις-κλειδιά, αφετέρου να το ελέγξει διορίζοντας άτομα της εμπιστοσύνης του στις θέσεις-κλειδιά. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για άτυπο εμφύλιο πόλεμο που πλέον έχει μεταφερθεί και στον σκληρό πυρήνα του κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόθεση της USAID. Προς το παρόν, πάντως, η αμερικανική Δεξιά φαίνεται πως κατά κανόνα επιλέγει να ενοποιηθεί υπό την ηγεσία του νέου προέδρου, συμβιβαζόμενη ιδεολογικά με τις ακραίες ρητορικές και πρακτικές του.