Ο Τσίπρας άνοιξε τον δρόμο για Ειδικό Δικαστήριο
13/02/2018του Σταύρου Λυγερού –
Από τα πολλά που είπε ο πρωθυπουργός στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ένα σημείο ξεχωρίζει από τη συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις ρητορεία: Είπε ότι μόνο τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση καθηκόντων υπουργών παραγράφονται μετά την παρέλευση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπει το Σύνταγμα. «Τα υπόλοιπα αδικήματα, αυτά που θα κριθεί ότι δεν εντάσσονται στην άσκηση των καθηκόντων έχουν την παραγραφή του κοινού ποινικού νόμου και όχι του νόμου περί ευθύνης υπουργών».
Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία διευκρίνισε ότι «μοναδικός αρμόδιος, για λογαριασμό της Βουλής, προκειμένου να κρίνει, βάσει της ερμηνείας του νόμου αλλά και των πραγματικών περιστατικών, δεν είναι άλλος από την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης», δηλαδή από η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, το οχυρό της παραγραφής δεν είναι τόσο οχυρό όσο φαινόταν μέχρι τώρα.
Προφανώς, οι εξελίξεις θα κριθούν από το τι στοιχεία θα προκύψουν κατά τη διάρκεια των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής. Εάν προκύψουν αποδεικτικά στοιχεία ενοχής, ο δρόμος για το Ειδικό Δικαστήριο θα έχει ανοίξει. Το εμπόδιο της παραγραφής θα κριθεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που σημαίνει πως δεν θα είναι εμπόδιο εάν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποφασίσει να το άρει.
Τα όσα είπε ο Τσίπρας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι ξεκάθαρη ένδειξη ότι το Μαξίμου όχι μόνο ρίχνει το γάντι, αλλά είναι έτοιμο να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που έριξε το “βόμβα” Novartis ναι μεν είχε τα χαρακτηριστικά ενός επικοινωνιακού αντιπερισπασμού, αλλά όλα δείχνουν πως πρόκειται για στρατηγική και όχι μόνο για τακτική κίνηση.
Η σημαία της κάθαρσης
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, συμπορευόμενη απολύτως σ’ αυτό το επίπεδο με τον Πάνο Καμμένο και το κόμμα του, υψώνει τη σημαία του πολέμου εναντίον της διαπλοκής και της διαφθοράς. Αυτό σημαίνει ότι τη μάχη των επόμενων εκλογών δεν θα την δώσει μόνο με όπλο το αφήγημα για έξοδο από τα Μνημόνια, όπως φαινόταν μέχρι πριν μερικές ημέρες, αλλά και με την επαγγελία της κάθαρσης.
Το Μαξίμου δεν επιστράτευσε το σκάνδαλο Novartis απλώς και μόνο για να επικαλύψει επικοινωνιακά το Μακεδονικό και κατ’ αυτό τον τρόπο να ξεφύγει από τη δυσμενή θέση, στην οποία είχε περιέλθει. Προφανώς, ο χρόνος αποστολής της δικογραφίας στη Βουλή εξυπηρέτησε αυτή τη σκοπιμότητα, αλλά εδώ και καιρό το κυβερνητικό επιτελείο προετοίμαζε προς χρήση αυτό το όπλο. Με άλλα λόγια, έχει εδώ και καιρό αποφασιστεί ότι το κυβερνητικό στρατόπεδο θα παίξει δυνατά αυτό το χαρτί.
Είναι εντυπωσιακό ότι και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, με περισσή επιπολαιότητα, έσπευσαν να αυτοπαγιδευθούν, υιοθετώντας κατηγορηματικά και επιθετικό τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για σκευωρία. Σχεδόν με εξαρτημένα αντανακλαστικά έσπευσαν να δημιουργήσουν μία “ασπίδα προστασίας” των στελεχών τους που αναφέρονται στις καταθέσεις των μαρτύρων, χωρίς να αφήσουν ανοικτή μία οδό διαφυγής στην περίπτωση που θα προκύψουν ενοχοποιητικά στοιχεία.
Δεδομένου ότι το σκάνδαλο Novartis είναι όχι μόνο υπαρκτό, αλλά και κραυγαλέο, η σπουδή των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης να προκαταλάβουν τη διερεύνηση των στοιχείων που υπάρχουν και όσων θα προκύψουν από την περαιτέρω έρευνα, εκ των πραγμάτων τα μετατρέπει σε μέρος του προβλήματος. Όσο αυθαίρετο και απαράδεκτο είναι κάποιος να καταδικάζει τους εμπλεκόμενους σαν ενόχους δωροληψίας κλπ, άλλο τόσο αυθαίρετο και απαράδεκτο είναι να δηλώνει κάποιος πως πρόκειται για σκευωρία.
Η υποθήκη του Αντώναρου
Εάν κρίνουμε, μάλιστα, από τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα, θα έπρεπε οι πάντες και ιδιαιτέρως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να είναι πολύ προσεκτικά. Θα ήταν θεμιτό να εξέφραζαν συμπαράσταση στα εμπλεκόμενα στελέχη τους, αλλά μέχρι εκεί. Προβάλλοντας με κατηγορηματικότητα τη θεωρία της σκευωρίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα βρεθούν ηθικά και πολιτικά απογυμνωμένα, στην περίπτωση, βεβαίως, που για κάποια από τα στελέχη τους προκύψουν αποδεικτικά στοιχεία ενοχής.
Η παρέμβαση Αντώναρου πιθανότατα δεν είναι τυχαία. Δεν είναι αυθαίρετο να υποθέσει κανείς ότι η καραμανλική πτέρυγα εγγράφει μία υποθήκη. Παίρνει αποστάσεις από τον χειρισμό Μητσοτάκη, με την έννοια ότι δεν θέλει να ταυτιστεί με τη θεωρία της σκευωρίας. Δεν αποκλείεται να διαθέτει και πρόσθετες πληροφορίες, οι οποίες να υπαγόρευσαν την έμμεση πλην σαφή αυτή διαφοροποίηση. Στην περίπτωση, άλλωστε, που προκύψουν ενοχοποιητικά στοιχεία για στελέχη όπως π.χ. ο Άδωνις Γεωργιάδης, πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως οι καραμανλικοί θα τα εκμεταλλευθούν για να καταλογίσουν ευθύνες στον Μητσοτάκη και κατ’ επέκτασιν να αποσταθεροποιήσουν την ηγετική θέση του.
Σε τέτοιες υποθέσεις, πάντως, η εκ των προτέρων ατεκμηρίωτη και επιθετική υιοθέτηση της θεωρίας ότι πρόκειται για σκευωρία της κυβέρνησης δεν μπορεί να πείσει τους πολίτες που επιμένουν να σκέπτονται ορθολογικά και με όρους Κράτους Δικαίου. Όταν δεν έχει ακόμα καθαρίσει η εικόνα ο αυθαίρετος ισχυρισμός περί σκευωρίας εκλαμβάνεται σαν προσπάθεια συγκάλυψης. Και όπως είναι γνωστό, η προσπάθεια συγκάλυψης –πάντα στην περίπτωση που προκύψουν στοιχεία ενοχής– συνεπάγεται βαρύ ηθικοπολιτικό και κατ’ επέκτασιν εκλογικό κόστος.