Οι ηττημένοι της Μεταπολίτευσης στο προσκήνιο
15/03/2023Όπως φαίνεται, από τις συνεχιζόμενες διαδηλώσεις και τις πρώτες – πραγματικές – δημοσκοπήσεις, το δυστύχημα των Τεμπών λειτουργεί σαν πυροδοτικός μηχανισμός αναφλέξεως της “καύσιμης ύλης”, που συγκέντρωσε η ελληνική κοινωνία από το 2007 μέχρι σήμερα. Χρησιμοποιώ το έτος αυτό, ως συμβατικό ορόσημο, επειδή τότε έγινε σαφές ότι η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, ασχέτως αν κέρδισε τις εκλογές, δεν είχε τίποτα ουσιωδώς διαφορετικό να προσφέρει από το ΠΑΣΟΚ.
Η τραγελαφική διακυβέρνηση του ΓΑΠ σηματοδότησε την αρχή του τέλους της Μεταπολιτεύσεως, ενώ η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ έκαψε και την τελευταία εναλλακτική που μπορούσε να δώσει το σύστημα. Η εκλογή Μητσοτάκη έμοιαζε με την κίνηση του εκκρεμούς πριν σταθεροποιηθεί σε ένα νέο σημείο ισορροπίας και, ίσως, μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο, αλλά ήταν ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης που ακύρωνε αυτή την προοπτική. Δεν χρειάζεται να αιτιολογήσω το γιατί. Όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει, ας μην διαβάσει την συνέχεια του άρθρου, θα του είναι το ίδιο δυσνόητη.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται μετά από το δυστύχημα των Τεμπών μοιάζει με την περίοδο των “Αγανακτισμένων”, αλλά, στην πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Το 2011 ζήσαμε μια “εξέγερση” όσων έβλεπαν το μνημόνιο να περικόπτει τα προνόμιά τους, όσους έβλεπαν την άκοπη ευημερία να τελειώνει. Σήμερα δεν βιώνουμε κινητοποιήσεις των βολεμένων, των ευνοημένων της Μεταπολιτεύσεως, αλλά των θυμάτων της!
Ποιοι κινητοποιούνται
Κινητοποιούνται πρωτίστως όσοι νοιώθουν ότι αδικήθηκαν, όχι μόνον από την κατανομή του πλούτου των τελευταίων 40 ετών, αλλά και από την προσχηματική μεταπολιτευτική δημοκρατία που τους αδικεί, τους προσβάλει και τους έχει μετατρέψει σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς καν να απολαμβάνουν την αναγνώριση και την εξιδανίκευση του “ήρωα” όσων προσπάθησαν να ανατρέψουν τον κοινοβουλευτισμό, στο πλαίσιο του εμφυλίου σπαραγμού.
Διότι, οι ηττημένοι του εμφυλίου, ενίοτε χωρίς να το δικαιούνται, απόλαυσαν την αναγνώριση της παρατάξεώς των και, αργότερα, την πολιτική δικαίωση, ενώ οι ηττημένοι της Μεταπολιτεύσεως, παρ’ ότι ουδέποτε εξεγέρθησαν, πλήρωσαν ακριβά το κόστος της νομιμοφροσύνης τους, αφού έμειναν έξω από το “μεγάλο φαγοπότι” του κομματικού συστήματος και των δικών του παιδιών!
Όσοι σήμερα βγαίνουν στους δρόμους δεν αναζητούν την επόμενη εναλλακτική του συστήματος, δεν αναζητούν έναν ΓΑΠ ή έναν Αλέξη. Γι’ αυτό, παρά τις φιλότιμες – και, εν πολλοίς, αταβιστικές – προσπάθειες των μηχανισμών της Αριστεράς, μικρό θα είναι το όφελός της από την προφανή προσπάθειά της να ελέγξει τις κινητοποιήσεις. Ασφαλώς, ο ΣΥΡΙΖΑ φλερτάρει με την πρώτη θέση στις εκλογές, αλλά ένα ποσοστό κάτω του 30% καθιστά την πρωτιά επουσιώδη, χώρια που μπορεί να δούμε σχήματα όπως π.χ. η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να υπερβαίνουν το 3%!
Που θα κατευθυνθεί η οργή
Δυστυχώς, πολύ μεγαλύτερο φαίνεται να είναι το όφελος της ακροδεξιάς, η οποία πείθει πολύ περισσότερο ως αντισυστημική δύναμη. Δεν είναι ναζί ούτε εγκληματίες όσοι, ενδεχομένως, θα εκφράσουν την οργή τους ψηφίζοντας το κόμμα Κασιδιάρη ή ό,τι το υποκαταστήσει. Όμως, ουδείς άλλος μπορεί να εκφράσει καλύτερα τον θυμό τους, έναντι του ανίκανου και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να δούμε κόμματα όπως π.χ. των Τζήμερου-Κρανιδιώτη ή/και των Μπογδάνου-Εμφιετζόγλου να εισέρχονται στην Βουλή, αλλά αυτό θα γίνει “εκ συμπαθείας”, όπως λένε οι πυροτεχνουργοί, και όχι επειδή αποτελούν γνήσιο & ικανό δίαυλο διοχετεύσεως της λαϊκής οργής. Κανένα εκ των σχημάτων αυτών δεν διαθέτει το απαραίτητο πολιτικό βάθος για να αναδειχθεί σε αληθινή εναλλακτική λύση. Αν είχαν αυτή την ικανότητα θα το είχαμε διαπιστώσει και προ της παρούσης συγκυρίας που δημιουργεί το τραγικό δυστύχημα. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το κόμμα Βελόπουλου, που επίσης αναμένεται να αυξήσει τα ποσοστά του, έως και να τα διπλασιάσει.
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πόσο οριστικό είναι το νέο τοπίο. Μέχρι τον Μάϊο, ή – πιο πιθανόν – τον Ιούλιο, που θα γίνουν οι εκλογές, ίσως η κυβέρνηση κατορθώσει να μετριάσει τις εντυπώσεις, ίσως η έναρξη της θερινής περιόδου εκτονώσει τις αντιδράσεις. Όμως, ακόμη και αν στις επερχόμενες εκλογές δεν αποτυπωθεί πλήρως, το πολιτικό τοπίο έχει ήδη αλλάξει και είναι θέμα χρόνου να συμβεί η οριστική ανατροπή.
Το ερώτημα που, αργά αλλά σταθερά, αναδύεται είναι “ποιος” και “πως” θα εκφράσει την ανατροπή. Όμως, πίσω από αυτά τα δύο – εύκολα και προφανή – ερωτήματα, το πραγματικό, το μεγάλο, ερώτημα είναι το “γιατί” της ανατροπής, δηλαδή το περιεχόμενό της, το πολιτικό της αίτημα, το οποίο μένει να διαμορφωθεί και να διατυπωθεί. Δεν είναι άγνωστο, αλλά δεν είναι και προφανές επειδή δεν αφορά την ακρίβεια, την ανεργία, την λαθρομετανάστευση κλπ, αλλά την πραγματική τους αιτία…