Οι “καλύτερες μέρες” και ο ακρωτηριασμός
05/10/2017του Κώστα Βεργόπουλου –
Αποτελεί συνήθη επαγγελματική διαστροφή όλων των κυβερνήσεων να ευαγγελίζονται «καλύτερες μέρες» για τους πολίτες τους, ότι χάρη σε αυτές τα πράγματα αλλάζουν και δεν θα είναι πλέον όπως πριν. Ποια κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε τα παρόμοιο κατά τους δυο τελευταίους αιώνες κοινοβουλευτικού βίου όχι μόνον στην χώρα μας, αλλά και στο σύνολο των δημοκρατικών κοινωνιών του κόσμου; Ωστόσο, παρ’ όλο που οι σελίδες γυρίζουν, οι επίσημες δηλώσεις χάνουν πολύ εύκολα την αξιοπιστία τους, όταν έρχονται σε επαφή με τα βιώματα και τις εμπειρίες των απλών ανθρώπων του κόσμου της εργασίας.
Σήμερα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση προαναγγέλλει «καλύτερες μέρες», ενώ περισσότερο από 80% των πολιτών φοβούνται ότι οι επερχόμενες θα είναι οπωσδήποτε «χειρότερες». Δεν πρόκειται για ζήτημα αισιοδοξίας των κυβερνώντων ούτε απαισιοδοξίας των κυβερνωμένων. Πρόκειται για την αντικειμενική τεκμηρίωση ή διάψευση του ενός ή του άλλου προαισθήματος.
Θυσίες χωρίς αντίκρισμα
Η χώρα μας, έπειτα από τον πρωτοφανή και μοναδικό στον κόσμο αντιπαραγωγικό εγκλωβισμό της στο σκοτεινό τούνελ της τελευταίας επταετίας (2010-2017), βρίσκεται σήμερα βαρύτατα διαμελισμένη από την πλευρά του παραγωγικού δυναμικού της, ώστε να στερείται πειστικότητες κάθε επίσημη διαβεβαίωση για επερχομένη «ρωμαλέα επανεκκίνηση», αλλά και το χρέος της, παρά τις ρυθμίσεις του 2012, συνεχίζει να επαυξάνεται, ώστε σήμερα να είναι ακόμη λιγότερο εξυπηρετήσιμο, από ο,τι ήταν προ επταετίας.
Οι θυσίες της κοινωνίας πραγματοποιήθηκαν με το παραπάνω, η αναγνώριση τους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν παύει να τους ευλογεί, όμως η κοινωνική δυστυχία έχει επεκταθεί και χωρίς διόλου προοπτική ορατής βελτίωσης στη διαχείριση των προβλημάτων εν ονόματι των οποίων αιτιολογήθηκαν αυτές.
Εφόσον η προ του 2008 ανάπτυξη και ευημερία εμπεριείχαν πυλώνες διαπλοκής και διαφθοράς, η αποτελεσματική και επωφελής διαχείριση θα όφειλε να τους εντοπίσει και να τους εξουδετερώσει, προστατεύοντας παράλληλα και όχι πλήττοντας τον κόσμο της εργασίας και τους πολίτες που δεν είχαν διόλου μετάσχει ούτε συμβάλει καθοιονδήποτε τρόπο στη δημιουργία και συντήρηση των νοσηρών και απαράδεκτων φαινομένων.
Αντ’ αυτού, όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας επταετίας συναγωνίζονται μεταξύ τους στην υπερφορολόγηση εισοδημάτων όλων ανεξαιρέτως των μισθωτών και συνταξιούχων. Μεταθέτουν έτσι το κόστος της υποθετικής «εξυγίανσης» αποκλειστικά σε όσους δεν είχαν ευθύνη για τον σχηματισμό του νοσηρού φαινομένου.
Ανάπτυξη μέσω ακρωτηριασμού
Από την άλλη πλευρά, εάν οι κυβερνήσεις της επταετίας κατόρθωσαν να μετατρέψουν το σοβαρό δημόσιο έλλειμμα σε πλεόνασμα, αυτό έγινε δυνατόν με κύριο εργαλείο την μείωση κατά 33% των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων, μέσω ανελέητων περικοπών ακόμη και στους ευαίσθητους τομείς των κοινωνικών παροχών και υποδομών.
Στο τέλος της επταετίας, η χώρα μας προβάλλει θύμα άγριου ακρωτηριασμού όχι μόνον επειδή έχει απωλέσει 30% του εθνικού της εισοδήματος, πράγμα που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους της. Όχι μόνον επειδή έχει παροπλίσει το 25% των εργαζομένων στην παραγωγή του εθνικού πλούτου, αλλά και επειδή όσοι παραμένουν ακόμη ενεργοί εργαζόμενοι βλέπουν τα ονομαστικά και τα πραγματικά εισοδήματά τους να συρρικνώνονται σε απελπιστικά τριτοκοσμικά επίπεδα.
Ποσό αξιόπιστη είναι η κυβέρνηση όταν διαβεβαιώνει ότι με τις υπερφορολογήσεις και με τις συνεχείς περικοπές εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών επέρχεται η ανάκαμψη της οικονομίας; Ενόσω το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διατηρείται σε διαδικασία συνεχούς συρρίκνωσης, ουδεμία έννοια ανάκαμψης είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη στα σοβαρά.
Το μοντέλο του Νότου
Εάν στις ομοιοπαθείς χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η ανάκαμψη επιστρέφει και πάλι, αυτό οφείλεται πρώτα από όλα στις αυξήσεις εισοδημάτων, μισθών και συντάξεων, στις οποίες προέβησαν τόσο η προοδευτική κυβέρνηση της Πορτογαλίας, όσο και η συντηρητική του Μαριάνο Ραχόι στην Ισπανία. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων χορηγήθηκαν με συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων που οι αντίστοιχες κυβερνήσεις προώθησαν και έσπευσαν να επικυρώσουν, παρά πάσα αντίδραση από τις Βρυξέλλες και την πλευρά των δανειστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αυξήσεις αιτιολογήθηκαν όχι μόνον προς απλή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά προς αποκατάσταση όλων των κατηγοριών των εισοδημάτων από τις απώλειες που είχαν υποστεί κατά την προηγηθείσα περίοδο με διατυπωμένο στόχο την αποκατάσταση του επίπεδου λειτουργίας της οικονομίας.
Η εργοδοτική πλευρά όχι μόνον δεν αντιτάχθηκε στις αυξήσεις, αλλά αντίθετα πρωταγωνίστησε σε αυτές, κατανοώντας ότι αυτές συνιστούν απαράκαμπτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δικών της επενδύσεων. Συνέπεια αυτού είναι ότι σήμερα η Ισπανία πραγματοποιεί το δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, ενώ η Ελλάδα παραμένει σε έναν από τους χαμηλότερους και οπωσδήποτε ανεπαρκείς για τις υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων, αλλά και των δανειστών της.
Κι ακόμη, ποσό σοβαρή μπορεί να θεωρείται η κυβερνητική διαβεβαίωση οτι η ανάπτυξη βρίσκεται «προ των πυλών», όταν η ίδια έχει δεσμευθεί για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ κατά την επόμενη πενταετία, ενώ παράλληλα ο ρυθμός του ΑΕΠ προαναγγέλλεται το πολύ μέχρι 2%; Στην πράξη, ο συνδυασμός των δυο αριθμών συνεπάγεται πραγματική περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ. Δηλαδή, περαιτέρω κατολίσθηση του βιοτικού επίπεδου των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων. Και αυτό χωρίς από την άλλη πλευρά να προωθείται ούτε η αναγκαία «εξυγίανση» της οικονομίας ούτε η ικανότητα της να εξυπηρετεί τα χρέη της.
Κακός οδηγός η κοινωνική δυστυχία
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι χορηγείται στην χώρα μας γενναία διαγραφή του χρέους, αφού προηγουμένως αναγνωρισθεί ότι αυτό δεν είναι εξυπηρετήσιμο, το μέγιστο και περισσότερο κατεπείγον πρόβλημα δεν θα έχει προωθηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον, ενόσω διατηρείται η περιοριστική εισοδηματική πολιτική. Κι αυτό επειδή αυτή καθορίζει τον σημερινό βαθμό νεκροφάνειας της οικονομίας. Σε παρόμοιες συνθήκες, πρόσθετες νέες επενδύσεις δεν προσέρχονται, αλλά και όσες υπήρχαν στην χώρα από πριν φροντίζουν να αποσύρονται.
Κι ακόμη, ενόσω οι ελληνικές επιχειρήσεις μετατοπίζουν τις δραστηριότητές τους όλο και περισσότερο στο εξωτερικό, πόσο σώφρον θα ήταν για την κυβέρνηση να φαντάζεται ότι ξένες επιχειρήσεις θα σπεύσουν να αναπληρώσουν τα κενά που αφήνουν οι εγχώριες; Η επέκταση και συντήρηση της κοινωνικής δυστυχίας και απελπισίας δεν βελτιώνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ούτε προοιωνίζει προσέλκυση σοβαρών νέων επενδύσεων, αλλά αντίθετα, στην καλύτερη περίπτωση, καθηλώνει την χώρα σε συνθήκες απλού γεωπολιτικού και διαμετακομιστικού σταθμού.
Εάν πράγματι πολλά πρέπει να αλλάξουν σε αυτό τον τόπο, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ούτε με ωραίες φράσεις, ούτε με κυβερνητικές φαντασιώσεις εκ των άνω, αλλά κατά κύριο λόγο με την άμεση προσήλωση στην βελτίωση της καθημερινότητες των καταπτοημένων πολιτών. Η αγνόηση της κοινωνικής δυστυχίας δεν αποτέλεσε ποτέ τον σωστό οδηγό για την επιτυχία οποιασδήποτε αλλαγής.