Οι κουκουλοφόροι, τα ΜΑΤ και το πρόσχημα της Ακροδεξιάς
21/01/2019Στο ιδεολογικό γονίδιο του ΣΥΡΙΖΑ η διαδήλωση είναι εγγεγραμμένη σχεδόν σαν φετίχ. Όλα αυτά, όμως, όταν οι διαδηλώσεις έχουν συμβατό με τις αντιλήψεις του πρόσημο. Στις αρχές του 2018 είχαν προσπαθήσει με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν τη σημασία και να στιγματίσουν σαν ακροδεξιό εκείνο το ογκώδες συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Φέτος επιχείρησαν τα ίδια, αλλά επιστρατεύθηκαν κουκουλοφόροι ως πρόσχημα για τα δακρυγόνα, οι οποίοι για τις επικοινωνιακές ανάγκες βαφτίστηκαν ακροδεξιά στοιχεία.
Όποιος, όμως, βρέθηκε στο Σύνταγμα είδε με τα μάτια του απλούς πολίτες, οικογένειες, ηλικιωμένους και παιδιά, ανθρώπους που ίσως δεν είχαν ξανασυμμετάσχει σε διαδήλωση, να διαμαρτύρονται για κάτι που θεωρούν ότι προσβάλει στον πυρήνα της συλλογικής ύπαρξής τους. Αυτοί βρέθηκαν στο στόχαστρο των ΜΑΤ.
Δεν είχε σημασία τι έλεγαν οι ομιλητές. Σημασία είχε ότι απλοί άνθρωποι, που κατά κανόνα έχουν υποφέρει και συνεχίζουν να υποφέρουν από την οικονομική κρίση και τα μνημονιακά μέτρα, υπέστησαν την ταλαιπωρία για να βρεθούν στο Σύνταγμα. Το συλλαλητήριο ουσιαστικά δεν πρόλαβε καν να ξεδιπλώσει τον όγκο του. Δεδομένου ότι οι σταθμοί του μετρό στο Σύνταγμα και στην περίμετρό του είχαν κλείσει, πλήθη συνέκλιναν περπατώντας.
Πολλοί δεν είχαν φτάσει καν στον προορισμό τους όταν μία ομάδα ακραίων κουκουλοφόρων και μη βρέθηκαν μπροστά από τη Βουλή και άρχισαν να συγκρούονται με τα ΜΑΤ. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες προήλθαν από την αντισυγκέντρωση στα Προπύλαια, ενώ σύμφωνα με άλλες πρόκειται για ακροδεξιά στοιχεία που είχαν διεισδύσει στο συλλαλητήριο. Ό,τι και από τα δύο να έχει συμβεί, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η αστυνομία άδραξε την ευκαιρία και με υπέρμετρη χρήση δακρυγόνων, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε ούτε ίχνος διαδηλωτή με λοστό ή κάποιου άλλου είδους όπλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ΜΑΤ, πιέζοντας απλούς διαδηλωτές, τους οδηγούσαν σε στενά και εκεί τους βομβάρδιζαν με δακρυγόνα και μάλιστα ληγμένα.
Αυτό που συνέβη είναι αυτό που συμβαίνει σχεδόν πάντα, όταν έχουμε μία μαζική διαδήλωση διαμαρτυρίας. Όταν οι ακραίοι επιτέθηκαν στους αστυνομικούς, αυτοί, αντί να τους αποκόψουν από το συλλαλητήριο και να τους απωθήσουν, τους χρησιμοποίησαν σαν πρόσχημα για να διαλύσουν τους ειρηνικούς διαδηλωτές. Με άλλα λόγια, χρησιμοποίησαν τη δοκιμασμένη πολλές φορές συνταγή. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ΜΑΤ συνέχισαν να χρησιμοποιούν δακρυγόνα για να διαλύσουν διαδηλωτές και πολύ μακριά από το Σύνταγμα.
Εάν δεν υπήρχε πρόθεση διάλυσης του συλλαλητηρίου, τα ΜΑΤ θα μπορούσαν σχετικά εύκολα να συλλάβουν ή τουλάχιστον να απομονώσουν όσους χρησιμοποίησαν βία. Όχι μόνο δεν το έπραξαν, αλλά χρησιμοποίησαν τους ακραίους, όποιο πρόσημο κι αν τους βάλει κανείς, σαν αφορμή για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, τη διάλυση των συγκεντρωμένων.
Επικοινωνιακός στιγματισμός
Όπως συνηθίζει, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να στιγματίζει συλλαλητήρια που στρέφονται εναντίον του, ταυτίζοντάς τα με την ακροδεξιά. Το είχε κάνει και πριν ένα χρόνο το έκανε και τώρα. Όταν, όμως, χαρίζεις στην ακροδεξιά εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών στην ακροδεξιά, το μόνο που καταφέρνεις είναι να ρίχνεις νερό στο μύλο της Χρυσής Αυγής. Και όλα αυτά, επειδή η κυβέρνηση εμμένει στην πολιτική της να κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, παρότι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Έλληνες την απορρίπτουν.
Ο όγκος του συλλαλητηρίου, όμως, συνιστά μείζον πολιτικό γεγονός. Ούτε τα όσα λέει η αστυνομία για τον αριθμό των διαδηλωτών, ούτε η προσπάθεια στιγματισμού μπορούν να το ακυρώσουν. Για την ακρίβεια, φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Το ότι μάλιστα στήθηκε προβοκάτσια για να διαλύσουν το συλλαλητήριο φέρνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: προκαλεί αγανάκτηση και οργή και σε πολίτες που ψήφισαν και ίσως είχαν πρόθεση να ξαναψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με τις μεθοδεύσεις του, το Μέγαρο Μαξίμου κατάφερε να διαλύσει τους ΑΝΕΛ και το Ποτάμι, κατάφερε να προκαλέσει μία οξύτατη πόλωση. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι είναι άλλο τα παιχνίδια στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού και άλλο η βούληση και η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί, λοιπόν, να εξασφάλισε πρόθυμους για να κυρώσει τη Συμφωνία, αλλά ο λογαριασμός θα έρθει, όπως πάντα συμβαίνει, στις κάλπες.