Οι νέοι φίλοι και ο προαιώνιος εχθρός
03/01/2019Αρχομένου του νέου έτους, η ηγεσία κάθε έθνους αποτιμά τις φιλικές και αντίπαλες χώρες, όπως διεφάνησαν κατά τον απελθόντα χρόνο. Με μεγάλη σαφήνεια λόγου χάρη, η ηγεσία των ΗΠΑ κατέταξε πέρυσι στους αντιπάλους του αμερικανικού έθνους κατά σειράν: τη Ρωσία, το Ιράν, τη Βόρειο Κορέα και το Ισλαμικό κράτος. Μάλιστα, ως υπερδύναμις, τους επέβαλε οικονομικές και άλλες κυρώσεις.
Η Κίνα ευρέθη στο μέσον, μεταξύ των πιστωτών και δυνητικών εχθρών της Αμερικής. Ωστόσο, η φιλοκινεζική πολιτική των προηγουμένων προέδρων (Ομπάμα, Κλίντον κλπ) θεωρήθη από τον πρόεδρο Τράμπ υπεύθυνη για το γεγονός ότι πέντε εκατομμύρια Αμερικανών έχασαν τη δουλεία τους και είκοσι εκατομμύρια περίπου το παραγωγικό εισόδημά των, λόγω του ανταγωνισμού των εισαγομένων κινεζικών προϊόντων.
Η Ευρωπαϊκή “Ένωση” (νυν διαίρεσις, disunion) εκτιμάται επίσης ως αντίπαλος των ΗΠΑ με ποικίλοντα βαθμόν. Λόγου χάρη, η Γερμανία κυρίως, λόγω της φιλορωσικής, ενεργειακής της πολιτικής και η Γαλλία του Μακρόν ολιγώτερον, αν και…μηδίζουσα. Συμπαθώς διάκεινται οι ΗΠΑ στις μεσογειακές χώρες Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, εν αντιθέσει με τις ισπανίζουσες λατινοαμερικανικές ως πχ το Μεξικό.
Αντιθέτως, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και ολιγώτερον η Σαουδική Αραβία είναι «σύμμαχοι» των ΗΠΑ εναντίον του (πυρηνικού) Ιράν. Ομοίως, Ινδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Καναδάς είναι σύμμαχοι «εξ ανάγκης» της Αμερικής, λόγω της κινεζικής διεισδύσεως σε πολλές περιοχές.
Δίχως ελληνικά γκατς
Για την Ελλάδα, το 2018 δημιούργησε νέους φίλους και μερικούς εχθρούς, μεταξύ των οποίων τα «δυτικά Βαλκάνια» και βεβαίως, τους 17 εκπροσώπους ισαρίθμων χωρών που μετέχουν στο παράνομο «Eurogroup», στην Κομισιόν και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που συνεχίζουν το αντισυμβατικό σφίξιμο της ελληνικής οικονομίας, μέχρις ασφυξίας.
Εάν μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση είχε τα «γκάτς» (ας πούμε, το θάρρος) να μηνύσει τους Μέρκελ, Σόιμπλε, Γιούνγκερ, Ρέγκλινκ, Ντράγκι, Μοσκοβισί και τον Γιάννη Στουρνάρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για παράβαση καθήκοντος και της αρχής της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης των Συνθηκών που συνέστησαν την «Ευρωπαϊκή Ένωση» (ήδη Διαίρεση), θα ανέκυπταν σοβαρότατες ευθύνες από την πολιτική των προσώπων αυτών, τα τελευταία εννιά χρόνια εις βάρος του ελληνικού λαού.
Στους νέους φίλους της Ελλάδος το 2018, προστίθενται το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Αρμενία και στους παλιούς οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Ινδία. Αρκεί να μην τους χρειασθούμε. Όπως πάντοτε, η μικρή Ελβετία μας συμπαραστέκεται. Για τη Βρετανία θα μπορούσε να υπάρξει κάποια προσέγγιση λόγω Brexit, αν δεν υπήρχε η αθλία συμπεριφορά της στο Κυπριακό. Η Ρωσία είναι «φίλη» θεωρητικώς όπως και η Σερβία, στην πράξη όμως;
Η φαγωμάρα
Για τον παραδοσιακό μας εχθρό, την Τουρκία, ο Γιαραμπής είθε να κόβει μέρες μας και να χαρίζει χρόνους στον Παντισάχ, καθώς ανεξαρτήτως του τι λέγει κατά καιρούς, από παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας είναι ο «κατ’ ελάχιστος» εν συγκρίσει λόγου χάρη με τον Ετσεβίτ ή την Τανσού Τσιλλέρ. Απομένει αμείωτος ο προαιώνιος «εχθρός» μας: Η φαγωμάρα, από της εποχής της εξωστρεφούς Αθήνας και της εσωστρεφούς Σπάρτης.
Στην παραδοσιακή εσωστρέφεια τοποθετούνται ολόκληρος η αριστερή, η «ακαδημαϊκή» κοινότης, ο συνδικαλισμός, οι κανοναρχούντες των Μέσων Μαζικής Παραπληροφορήσεως, τα ποικιλώνυμα «καρτέλ» και οι δημόσιοι υπάλληλοι που βδελύσσονται πάσαν αξιολόγηση. Στους εξωστρεφείς «Αθηναίους» τοποθετούνται πάνω από όλους, οι Έλληνες εφοπλιστές, που συνεισφέρουν, δεν ληστεύουν τη χώρα, όπως τα πολιτικά κόμματα και εξ ορισμού, όλες οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί σε ξένα πανεπιστήμια και οι 500.000 νέοι μας που εγκατέλειψαν τα τελευταία δέκα χρόνια τη χώρα της αναξιοκρατίας.
Οι απομένοντες εκτιμώνται ως «Σπαρτιάτες», αφού δεν είχαν το θάρρος να πάρουν με τις πέτρες όσους βλάπτουν συνειδητά την πατρίδα. Όπως είπε ο Λάκων Δημάρατος «Οι γάρ προς χάριν ομιλούντες, βλάπτουσιν, ουχ οι μετ’ απεχθείας» («βλάπτουν αυτοί που μιλούν για να είναι δημοφιλείς και όχι αυτοί που μιλούν με αυστηρότητα» Βλ. σχ. σελ. 80 στο βιβλίο “Το πνεύμα της αρχαίας Σπάρτης” του Νέστορα Κουράκη. Εκδ. «Φερενίκη», σελ.124).