Οι πολίτες απέναντι στην ενεργειακή κρίση – Τί γίνεται και τί μπορεί να γίνει
04/07/2022Η έκτακτη σύσκεψη υπό τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο ενδεχόμενο να κλείσει η Ρωσία πλήρως τις στρόφιγγες φυσικού αερίου προς την χώρα μας (σενάριο εφιάλτης για την ΕΕ, ειδικά για την Γερμανία) δείχνει τον φόβο για την επερχόμενη ενεργειακή κρίση, θέμα για το οποίο πραγματοποίησα σχετική ομιλία την Πέμπτη στις 30 Ιουνίου, σε συζήτηση που διοργάνωσε η “ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ”.
Πολλοί συμπατριώτες μας βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ανάμεσά τους: Μανάδες και πατεράδες, μονογονεϊκές οικογένειες που δεν πάνε πια στο σούπερ μάρκετ, με άδεια ψυγεία, σε αδυναμία να αγοράσουν ακόμα και πάνες για τα παιδιά τους. Συνταξιούχοι με λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος που δεν μπορούν να πληρώσουν. Νέοι άνεργοι που δεν βρίσκουν δουλειά, με τον πληθωρισμό να έχει τινάξει την ανεργία στα ύψη, αποθαρρύνοντας τις προσλήψεις.
Όλο και περισσότεροι από αυτούς περιμένουν στην ουρά στα συσσίτια, με πολλούς να φέρνουν στις “κοινωνικές κουζίνες” μαζί τους και λογαριασμούς νερού και ηλεκτρικού, ζητώντας βοήθεια για να μην τους τα “κόψουν”. Σε πολύ δύσκολη θέση, όμως, είναι και οι ψαράδες, που έχουν σταματήσει να ψαρεύουν, επειδή τα καύσιμα των σκαφών είναι πολύ ακριβά (από 0,40 ευρώ το ντίζελ, τώρα στο 1,50). Κρατούν τη βάρκα έτοιμη, αλλά δουλεύουν και σε άλλες δουλειές.
Επίσης και οι αγρότες είναι σε δύσκολη θέση, που δεν μπορούν να πληρώσουν τα καύσιμα των τρακτέρ, το ακριβό λίπασμα και τις εισαγόμενες ζωοτροφές. Το κόστος άντλησης του νερού από τα επτά ευρώ την ώρα έχει σκαρφαλώσει στα 30 και η τιμή των λιπασμάτων από τα 300 στα 1000 ευρώ τον τόνο. Παρά την βοήθεια από Αθήνα και Βρυξέλλες, οι διαδοχικές κρίσεις έχουν εξελιχθεί σε υπαρξιακή απειλή για τον πρωτογενή τομέα. Φυτικό και ζωικό κεφάλαιο καταστρέφονται και σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν πια ούτε γεωργοί, ούτε ψαράδες.
Οι διαδοχικές κρίσεις
Η Ελλάδα έχει υποστεί τρία διαδοχικά, βαριά χτυπήματα: την οικονομική κρίση του 2008/9 που είχε σαν συνέπεια ένα αντιαναπτυξιακό πρόγραμμα και τελικά την απώλεια κυριαρχίας και δημόσιας περιουσίας. Την πανδημία που έπληξε την οικονομική δραστηριότητα (ιδιαιτέρως τον τουρισμό) και τώρα τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτός ο τελευταίος έχει εκτεταμένες συνέπειες, με τις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών να εκτινάσσονται και να εκτροχιάζουν το κόστος ζωής.
Το πρόβλημα του πληθωρισμού και της ακρίβειας προϋπήρχε βέβαια. Από τις μακροχρόνιες σκληρές αντιπληθωριστικές πολιτικές πήγαμε σε ένα επιθετικό επενδυτικό πρόγραμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην γνωστή χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας στην ΕΕ. Αυτά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Μόνο που και οι δημόσιες επενδύσεις και η χαλάρωση δεν συνοδεύτηκαν από τις απαραίτητες δράσεις ελέγχου των τιμών, ενώ οι κεντρικές τράπεζες καλλιέργησαν την φρούδα ελπίδα ότι “ο πληθωρισμός είναι παροδικός”, στην πραγματικότητα, καθησυχάζοντας τις οικονομικές τους ολιγαρχίες ότι οι κρίσεις μπορεί να καταστρέφουν μόνο την εργασία, όχι όμως και το κεφάλαιο τους. Έκαναν τα πάντα για την προστασία των ισχυρών του χρήματος και του αυθαίρετου δικαιώματος τους στις μη ζημίες.
Η κυβερνητική αντίδραση
Η ελληνική κυβέρνηση, ακολουθώντας άκριτα και αναμασώντας τις κούφιες επαγγελίες αυτού του imperium, περιορίστηκε σε “ενισχύσεις επί δικαίων και αδίκων”: Στο ανώτατο όριο στις αυξήσεις των ενοικίων και στις επιδοτήσεις λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Το αποτέλεσμα απεικονίζεται σε λογαριασμούς της ΔΕΗ, όπως ένα αστικό νοικοκυριό στην Αθήνα που καλείται να πληρώσει 225 ευρώ, μετά την αφαίρεση 16,82 ευρώ από επιδοτήσεις του κράτους και εκπτώσεις της ΔΕΗ. Συνηθισμένη περίπτωση!
Οι αστοχίες φανερές: η φτώχεια αντιμετωπίστηκε σε ελάχιστη έκταση με τα επιδόματα, ενώ σημειώθηκαν και αυξήσεις στις καταθέσεων ανώτερων μεσαίων στρωμάτων Ενδιαφέρον έχει επίσης και το “ενεργειακό μείγμα” του ηλεκτρισμού που καταναλώθηκε και χρεώθηκε (αναγράφεται στα ψιλά γράμματα του λογαριασμού που φέραμε ως παράδειγμα): Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) 28.76%, Λιγνίτης 10,92%, Φυσικό Αέριο 40,04%, Πετρέλαιο 7,33%, Άλλα Ορυκτά Καύσιμα 8,53% και Πυρηνική Ενέργεια 4,42%. Με τις διαρκώς αυξανόμενες τιμές του φυσικού αέριου να μας καλούν να σκεφτούμε τι διαφορετικό θα μπορούσαμε να κάνουμε.
Και όμως, με μια πιο “ψαγμένη” πολιτική, ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση θα μπορούσαν να γίνουν ευκαιρία για την Ελλάδα. Με διαφορετικές παρεμβάσεις σε δυο πεδία: Πρώτο, το δημοσιονομικό. Με μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, στα καύσιμα και στην ενέργεια), ο πληθωρισμός μας θα ήταν χαμηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού και θα κερδίζαμε ανταγωνιστικότητα και απασχόληση. Βεβαίως, θα έπρεπε η Τράπεζα της Ελλάδας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η κυβέρνηση να εξασφαλίσουν ότι οι μειώσεις αυτές θα μεταφραστούν σε μειώσεις τιμών και όχι σε έσοδα στις τσέπες επιτηδείων.
Δεύτερο, το ενεργειακό. Μια ριζική αναθεώρηση της ενεργειακής μας πολιτικής, σε συνδυασμό με τις μειώσεις των φόρων, θα μπορούσε σταδιακά να μειώσει στο μισό τον λογαριασμό ρεύματος που φέραμε ως παράδειγμα. Αναθεώρηση ριζική, σημαίνει:
Απολιγνιτοποίηση ναι, όχι όμως με αντικατάσταση του εγχώριου λιγνίτη με ακριβότερο εισαγόμενο φυσικό αέριο, αλλά με αύξηση της συμμετοχής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μας μείγμα (ενδεικτικά στο 40%).
Η εναλλακτική πρόταση
Η Ελλάδα, έστω και τώρα, μπορεί και πρέπει να διαπραγματευτεί με την ΕΕ περίοδο χάριτος για την απαλλαγή της από τα ορυκτά καύσιμα και την στροφή της στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μετά από τρεις διαδοχικές κρίσεις. Οι πόροι για την “δίκαιη μετάβαση” (επενδύσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης λιγνιτικών πεδίων) δεν μπορεί να μετατρέπονται σε επιδοτήσεις αγοράς εισαγόμενων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και οικιακών φορτιστών τους.
Επείγει πια η χωροθέτηση των ΑΠΕ, όπως όμως και η κοινωνικοποίησή τους. Το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας προκειμένου να μεγαλώσει, αλλά και να σταθεροποιήσει το σύστημα, προϋποθέτει “ενεργειακές κοινότητες”, παραγωγή ενέργειας σε λαϊκή βάση και συμβάσεις του ΑΔΜΗΕ με μικρούς παραγωγούς. Η παράδοση του ενεργειακού τομέα σε τρία-τέσσερα ολιγοπώλια δεν οδηγεί σε λύση. Η δε πώληση δημόσιων παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων, όπως της ΔΕΗ, του ΔΕΔΔΗΕ και λιγνιτικών πεδίων, χειροτερεύει τα οικονομικά της ενέργειας και επιτείνει την εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα.
Προσωπικά, δεν ελπίζω σε μια τέτοια αλλαγή πολιτικής από τα σημερινά “μεγάλα” κόμματά μας. Αντιθέτως, για να αντιμετωπίσουμε την ενεργειακή κρίση και να μειωθούν οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού, ελπίζω, στην αποδοκιμασία τους (και όχι μόνο στην κάλπη) από τον λαϊκό παράγοντα. Ελπίζω δηλαδή στην δική μας ενεργή συμμετοχή στα κοινά, στην αναζωογόνηση των κινημάτων και στην αποκατάσταση τελικά της δυνατότητας δημοκρατικής πολιτικής έκφρασής μας!