Οι τέσσερις πληγές της Ελλάδας – Ζωτική ανάγκη το εθνικό σχέδιο
16/07/2020Αν εξαιρέσουμε την πανδημία, η οποία είναι παγκόσμιο πρόβλημα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, για την ακρίβεια τέσσερις πληγές: Έχει ήδη συμπληρώσει μια δεκαετία αφότου πρακτικά χρεοκόπησε, απέναντί της έχει μια όλο και πιο απειλητική Τουρκία, πληθυσμιακά έχει μπει σε ένα σπιράλ συνεχούς δημογραφικής συρρίκνωσης και παράλληλα δέχεται ένα μεγάλο μέρος από τις μαζικές μεταναστευτικές ροές που καταφθάνουν στην Ευρώπη. Αυτά είναι που καθιστούν ζωτικής σημασίας ένα συλλογικό όραμα που θα μετατραπεί σε εθνικό σχέδιο.
Καθένα από τα παραπάνω ζητήματα είναι ικανό από μόνο του να απειλήσει την υπόσταση της χώρας μακροπρόθεσμα. Από αυτά, το μείζον θέμα είναι σίγουρα το δημογραφικό, διότι αυτό οδηγεί τον ελληνισμό στον βιολογικό του αφανισμό. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2019 ήταν η ένατη συνεχόμενη χρονιά μείωσης του ελληνικού πληθυσμού εξ αιτίας της υστέρησης των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έφυγαν επίσης στο εξωτερικό μισό εκατομμύριο νέοι Έλληνες.
Δηλαδή στην πράξη η χώρα υπέστη έναν δημογραφικό ακρωτηριασμό και μια μείωση του παραγωγικού της δυναμικού. Αμφότερα μόνο μετά από μια βαριά πολεμική ήττα θα μπορούσαν να συμβούν. Ζητούμενο είναι σήμερα το πολιτικό σύστημα να αντιληφθεί το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος, ώστε να εκπονήσει και να εφαρμόσει μια μακρόπνοη και πολυδιάστατη δημογραφική στρατηγική.
Η οικονομική κρίση
Στο οικονομικό πεδίο είναι σαφές ότι η χρεοκοπία και κυρίως ο τρόπος χειρισμού της κρίσης οδήγησαν την οικονομία σε καθίζηση που μετατράπηκε σε χρόνια στασιμότητα. Το αρνητικό έργο του “παλαιού δικομματισμού” συμπλήρωσε και επέκτεινε η προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία μέσω της περιβόητης διαπραγμάτευσης του 2015 επέφερε τεράστια ζημιά: υπέγραψε ένα τρίτο μνημόνιο, εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, οδήγησε τις τράπεζες σε νέα κεφαλαιοποίηση και υπέγραψε (κι αυτή) εξωφρενικά δημοσιονομικά πλεονάσματα που φτάνουν έως το 2060.
Σε “αντάλλαγμα” πήρε μια ανεπαρκή διευθέτηση χρέους, η οποία δεν λύνει το πρόβλημα της χώρας, αλλά απλώς το μεταθέτει στο μέλλον. Μέσα σε αυτό πλαίσιο, υπό καθεστώς υποχρηματοδότησης και βαριάς φορολογίας, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά παλεύουν να σταθούν στα πόδια τους, με την οικονομία να έχει περιέλθει σε τέλμα και το χρέος να έχει μεγιστοποιηθεί.
Με την αλλαγή κυβέρνησης καλλιεργήθηκαν προσδοκίες για μια ανοδική αντίδραση της οικονομίας. Αυτό άλλωστε είχαν προεξοφλήσει οι αγορές. Η πανδημία άλλαξε δραματικά το οικονομικό τοπίο. Ωστόσο, ήταν και πριν εμφανές ότι θα ήταν λάθος να αναμένει κανείς ότι αυτή η οικονομία θα έμπαινε σε τροχιά ανάπτυξης με διάρκεια, χωρίς την εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδιασμού για την παραγωγική ανασύνταξη της χώρας.
Ενός σχεδιασμού που πρέπει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας στους τομείς του τουρισμού, της ναυτιλίας, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, της παιδείας και των νέων τεχνολογιών, καθώς και τη γεωγραφική θέση της. Κυρίως όμως πρέπει να αξιοποιεί το μέγιστο περιουσιακό στοιχείο της Ελλάδας που είναι το ανθρώπινο της δυναμικό.
Η τουρκική απειλή
Τα τελευταία χρόνια η προκλητικότητά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα εντείνεται. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διευρυνόμενης διαφοράς γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ των δύο χωρών και κυρίως του γεγονότος ότι η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας αυξάνεται συνεχώς. Πράγματι, στην περίοδο των “παχιών αγελάδων” τα ελληνικά κόμματα απέφυγαν τη δημιουργία μιας ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ενώ στην περίοδο των Μνημονίων υπήρξαν πολύ αποτελεσματικά στην περικοπή των αμυντικών δαπανών.
Η συνέπεια είναι η μη ανανέωση του αμυντικού υλικού και εν τέλει η σταδιακή υποβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Την ίδια στιγμή με ποσοστό εγχώριας παραγωγής που ξεπερνά το 50-60% η Τουρκία προχωρά σε φαραωνικούς εξοπλισμούς, διευρύνοντας την υπεροχή της στο κρίσιμο για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο τμήμα των αεροναυτικών δυνάμεων. Τα αποτελέσματα είναι ορατά: η Τουρκία αυτή τη στιγμή έχει κάνει έναν θαλάσσιο Αττίλα ΙΙΙ στην Κύπρο προχωρώντας σε γεώτρηση εντός της ΑΟΖ της και η Ελλάς σιωπά, ενώ έχει προαναγγείλει και έρευνες στην ελλαδική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Οι όποιες ελληνικές αντιδράσεις περιορίζονται σε προσχηματικές καταγγελίες της Τουρκίας στα διεθνή fora και στην αναμονή κυρώσεων από την ΕΕ. Όποιες κυρώσεις όμως κι αν επιβληθούν, δεν θα είναι οι αναμενόμενες, διότι κανείς ξένος δεν θα ζημιώσει τον εαυτό του για να υποστηρίξει μια χώρα που η ίδια δεν διεκδικεί δυναμικά τα συμφέροντά της. Ζητούμενο και σε αυτό το πεδίο είναι η διαμόρφωση μιας σθεναρής εθνικής πολιτικής, η οποία θα βασίζεται στη δεδηλωμένη πρόθεση της Ελλάδας να προασπίσει τα νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Κυρίως όμως θα βασιστεί στη διαμόρφωση των υλικών προϋποθέσεων, ώστε η χώρα να καταστεί ικανή για κάτι τέτοιο. Βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η οικοδόμηση μιας σύγχρονης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η οποία εκτός από τα οφέλη που θα προσφέρει στην άμυνα, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει και πολλές θετικές συνέργειες στην εθνική οικονομία.
Η εισβολή μεταναστών
Σήμερα μια από τις ελάχιστες ανερχόμενες “οικονομικές δραστηριότητες” στη χώρα είναι αυτή που αφορά τη διαχείριση των μεταναστευτικών εισροών: δεκάδες χοτ-σποτ έχουν κατασκευαστεί στα νησιά του Αιγαίου και στην ενδοχώρα, εταιρείες σίτισης και παροχής υπηρεσιών προς τους “πρόσφυγες-μετανάστες” ιδρύονται, εκατοντάδες ΜΚΟ λειτουργούν ανεξέλεγκτα, υποκαθιστώντας συχνά το κράτος, άφθονα κονδύλια διατίθενται για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα επιδότησης ενοικίων, παροχής μετρητών σε “πρόσφυγες” κλπ.
Παράλληλα, όμως, με την οικονομική διάσταση υπάρχει και η πολιτική: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν διευκόλυνε την είσοδο και εγκατάσταση στην Ελλάδα εκατοντάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών. Οι αντίπαλοί της τότε κυβέρνησης και σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, την είχαν κατηγορήσει ότι είχε ως απώτερη επιδίωξη να μετατρέψει τους μετανάστες σε ψηφοφόρους της μέσω μαζικών ελληνοποιήσεων.
Ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή όχι της καταγγελίας, είναι σαφές πως η μαζική εγκατάσταση μουσουλμάνων μεταναστών στη χώρα ουσιαστικά εξυπηρετεί τον τουρκικό σχεδιασμό. Η Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη τις μεταναστευτικές ροές, επιδιώκει να δημιουργήσει στην Ελλάδα ένα θρησκευτικό και προοπτικά πολιτικό προγεφύρωμα, το οποίο αργότερα η ίδια να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις, αλλά και ως εργαλείο για τη γεωπολιτική δορυφοροποίηση της Ελλάδας.
Στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων απαιτείται η εφαρμογή μιας στιβαρής μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία θα αποκαταστήσει τον σεβασμό προς την εθνική κυριαρχία και θα θέσει υπό έλεγχο τις μεταναστευτικές ροές. Η ανάγκη υπήρχε επί κυβέρνησης Τσίπρα και παραμένει επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτό θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, θα ακυρωθούν οι σχεδιασμοί τρίτων χώρων και παράλληλα η Ελλάδα θα μπορέσει να ενσωματώσει εκείνους τους πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και την πρόθεση να ενσωματωθούν επ’ αμοιβαία ωφέλεια στην ελληνική κοινωνία.
Ανάγκη για εθνικό σχέδιο
Τα παραπάνω τέσσερα ζητήματα είναι υπαρξιακής σημασίας για την Ελλάδα. Δηλαδή, καθένα από αυτά μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή της, ή να καθορίσει τη μορφή που θα έχει η χώρα στο μέλλον. Κάθε σοβαρή χώρα που θα βρισκόταν εν όψει τέτοιων εξελίξεων, θα είχε διαμορφώσει ήδη μια εθνική στρατηγική επηρεασμού τους. Επίσης, θα τα είχε θέσει από καιρό στην κορυφή της δημόσιας διαβούλευσης. Δυστυχώς τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Τα θέματα αυτά δεν συζητήθηκαν ούτε καν στην προεκλογική περίοδο, στην οποία για μια ακόμη φορά κυριάρχησε το παιχνίδι των κομματικών εντυπώσεων.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ή ότι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως εξαιρετικά περιορισμένο στο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι διάφορες σχέσεις εξάρτησης. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η δυνατότητα του Ελληνισμού να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως ένα αυθύπαρκτο και κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο απαιτεί σήμερα ένα νέο συλλογικό όραμα.
Ένα όραμα που θα μετεξελιχθεί σε ρωμαλέο, ριζοσπαστικό, αλλά και ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο, μακριά από τα ευχολόγια, τις αναμασήσεις και τις αποσπασματικές επιδιώξεις που συνθέτουν εδώ και δεκαετίες την πολιτική ατζέντα. Και κάτι τέτοιο, όπως δείχνουν τα ίδια τα γεγονότα, αναπόφευκτα απαιτεί την εμφάνιση νέων πολιτικών δυνάμεων που θα υπηρετούν το όραμα του δημοκρατικού πατριωτισμού και της παραγωγικής ανασυγκρότησης.