Οι τρεις υποψηφιότητες και η πρόκληση για τον Ανδρουλάκη
21/12/2021Η έκβαση των πολιτικών αναμετρήσεων σε σημαντικό βαθμό καθορίζεται από τον ορισμό της της πολιτικής ατζέντας. Διαφορετικά ειπωμένο, ποια από τις πολιτικές ομάδες θα μπορέσει να “συναντηθεί” με το αίσθημα, τις ανάγκες του κινητοποιούμενου κομματικού-εκλογικού σώματος, δίνοντάς τους μορφή, περιεχόμενα, νοήματα, στόχους. Θα αναφερθώ στις τρεις πρώτες σε ψήφους υποψηφιότητες (Ανδρουλάκη, Παπανδρέου και Λοβέρδου), επειδή το ποσοστό που συγκέντρωσαν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, ως προς τα θέματα που έθεσαν, αλλά και τη βούληση του εκλογικού-κομματικού σώματος που εκφράστηκε απέναντι σ’ αυτά.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος, έχοντας αδυναμία στο επίπεδο της εσωκομματικής οργάνωσης ως αποτέλεσμα της διαδρομής του, κινήθηκε πρώτος, επιχειρώντας να εκφράσει την υπαρκτή αντι-ΣΥΡΙΖΑ διάθεση σημαντικής μερίδας μελών-ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, προβάλλοντας μια συγκεκριμένη ατζέντα: Έναν συνδυασμό παραδοσιακής ρητορείας (όνομα του κόμματος, πατριωτικός λόγος) και σύγχρονων προσεγγίσεων ιδίως σε θέματα “νόμου και τάξης”. Η υποψηφιότητα Λοβέρδου είχε επιπλέον σημαντική μιντιακή προβολή.
Ο Γιώργος Παπανδρέου ξεκίνησε τυπικά τελευταίος, αλλά είχε ένα δίκτυο που μπορούσε να ενεργοποιηθεί, όπως και έγινε. Η υποψηφιότητά του σηματοδοτούσε την επικύρωση της αυτοδικαιωτικής γραμμής των στελεχών του ΚΙΝΑΛ για τη μνημονιακή επιλογή-υπαγωγή του 2010, με την προβολή επιπλέον μιας σύγχρονης ατζέντας περί “προοδευτικής διακυβέρνησης” και τη λειτουργούσα υπέρ του συγκινησιακή ηγεμονία του ονόματος. Και η υποψηφιότητά του είχε σημαντική μιντιακή προβολή.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε οργανωτική υπεροπλία, καθώς ήταν ο μόνος από τους υποψήφιους που ήταν γέννημα-θρέμμα του ΠΑΣΟΚ, όταν εκείνο είχε στοιχεία μαζικού κόμματος έστω και σε υποχώρηση ή παρακμή. Είχε, όμως, και τη μικρότερη από τους τρεις μιντιακή προβολή τουλάχιστον μέχρι και τον α΄ γύρο. Έθεσε το θέμα της πολιτικής οριοθέτησης του χώρου, τόσο προς τα δεξιά, όσο και προς τα αριστερά, καθώς και το ζήτημα της προοπτικής και της μη διάσπασης. Ενότητα-Αυτονομία-Ανανέωση ήταν οι τρεις λέξεις που συμπύκνωναν το αφήγημά του. Και οι τρεις λέξεις είχαν τη σημασία τους στο εκλογικό σώμα που απευθύνονταν. Το αποτέλεσμα της αναμέτρησης δικαίωσε τη γραμμή Ανδρουλάκη.
Η περίπτωση Ανδρέα Λοβέρδου
Εκ του αποτελέσματος μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Η υποψηφιότητα Λοβέρδου κρίθηκε ότι διολισθαίνει σε δεξιά στρατηγική, ιδίως με τη θεματολογία “νόμου και τάξης” σε νεοσυντηρητική κατεύθυνση. Όχι τυχαία ήταν η επιλογή που φαινόταν να επιθυμεί η ΝΔ. Επιπλέον, η εμμονή Λοβέρδου σε στοιχεία ανδρεοπαπανδρεϊκής πασοκικής ανάμνησης, όπως το σύμβολο, το όνομα, η πατριωτική ρητορική, θεωρήθηκαν από πολλούς μη αυθεντικά, καθώς η διαδρομή του ως προσώπου-δημόσιου λόγου-παρουσίας ήταν διαφορετική.
Eντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, πρώτα στην κυβέρνηση και μετά στο κόμμα ή τουλάχιστον γίνεται πολιτικά ορατός σε ευρύ ακροατήριο την περίοδο της κυβέρνησης Σημίτη ως μέλος της. Δεν μετείχε στην πασοκική ατμόσφαιρα την οποία επικαλούνταν, αν και είχε την ηλικία, καθώς έκανε διαφορετικές –καθ’ όλα σεβαστές– επιλογές. Δεν ήταν φορέας της κομματικής κουλτούρας, την οποία επικαλούνταν. Το ότι είναι πανεπιστημιακός, διακεκριμένος δικηγόρος και ικανός κοινοβουλευτικός, αυτά δεν τον καθιστούν οργανικό διανοούμενο του κόμματος. Δεν είχε λειτουργήσει ως τέτοιος. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν διέθετε σημαντικά ερείσματα στον κομματικό μηχανισμό.
Επιπλέον δεν έχει παραγάγει ένα σώμα ιδεών σχετικών λ.χ, με τα θέματα που έθετε, όπως τα εθνικά. Ούτε είχε συγκροτήσει κάποιο διακριτό πολιτικό ρεύμα ιδεών-θέσεων στο πλαίσιο του κόμματος, όταν το τελευταίο είχε ακόμα χαρακτηριστικά συλλογικού διανοούμενου και πολιτικού οργανωτή. Επιπλέον την πρώτη μνημονιακή περίοδο υπήρξε κεντρικός υπουργός των κυβερνήσεων Γιώργου Παπανδρέου και Λουκά Παπαδήμου, ταυτισμένος με σκληρές πολιτικές και πρακτικές. Εκείνη την περίοδο είχε προχωρήσει μεταξύ άλλων και σε δηλώσεις αρνητικές για τη δεκαετία 1980.
Η περίπτωση Γιώργου Παπανδρέου
Η καταψήφιση του Γιώργου Παπανδρέου συμπυκνώνει την απόρριψη των βασικών αφηγημάτων που σηματοδοτούσε ως παρουσία και θέσεις η υποψηφιότητά του. Απορρίφθηκε η επιχείρηση αυτοδικαίωσης για την επιλογή της μνημονιακής υπαγωγής το 2010, καθώς και τα άλλα δύο συνοδευτικά αφηγήματα της γραμμής της αυτοδικαίωσης: η “ανατροπή” και ψευτο-αποστασία του 2011.
Επόμενο σημείο απόρριψης ήταν η θεματική ατζέντα της “προοδευτικής διακυβέρνησης” που συνόδευε την υποψηφιότητα Παπανδρέου. Θεματικές που όπως εισάγονται δεν γειώνονται στην εθνική και κοινωνική πραγματικότητα, αποτελώντας πραγματικό προγραμματικό πεδίο σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η γραμμή της “προοδευτικής διακυβέρνησης” κρίθηκε ως γραμμή υπαγωγής στο ΣΥΡΙΖΑ, όχι άδικα.
Το μεγάλο τμήμα της λαϊκής βάσης των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ διέρρηξε τις σχέσεις εκπροσώπησης με τον παραδοσιακό του χώρο (μέχρι τώρα τουλάχιστον) στο διάστημα (2010-12), όταν κορυφώθηκε κοινωνικά η αντιμνημονιακή πάλη με διάφορες μορφές. Οι πολιτικές ομάδες που αποχωρούν σε εκείνη τη φάση από το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου. Αυτές οι ομάδες δεν ενσωματώνονται στις περισσότερες περιπτώσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενες σε σύγκρουση με τον μηχανισμό του. Αρκετοί έχουν αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Μηχανισμός με προοπτική κυβερνητισμού
Από το 2014 και μετά εισέρχονται στο ΣΥΡΙΖΑ ως επί το πλείστον παράγοντες-στελεχότυποι που θέλουν να αναπαραχθούν ως τέτοιοι στο μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίοι είχαν σχέση με τον μηχανισμό του Γιώργου Παπανδρέου και εντάσσονται σε προοπτική κυβερνητισμού. Για τους λόγους αυτούς η εκλογή Παπανδρέου ήταν η βέλτιστη εξέλιξη για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς απαντούσε θετικά στο πολιτικό του σχέδιο, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως ισχυρό εταίρο και το ΚΙΝΑΛ σε δορυφορική θέση.
Τέλος, ο κόσμος που παρέμεινε στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ παρά τη μνημονιακή επιλογή, έδειξε ότι ξεκαθάρισε μεταξύ πολιτικής (δημόσια σφαίρα) και κληρονομιάς (ιδιωτική σφαίρα). Κάτι για το οποίο η συλλογική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ από το 1999 και μετά αποτέλεσε βασικό αναπαραγωγό και προπαγανδιστή της σύγχυσης, με συγκεκριμένα αποτελέσματα το 2004, το 2007 και το 2009.
Ειδικά στα ζητήματα παιδείας και εξωτερικής πολιτικής, δύο τομείς που ο Γιώργος Παπανδρέου είχε κυβερνητικό ρόλο, οι θέσεις και οι κατευθύνσεις του βρίσκονταν στον αντίποδα των θέσεων τόσο του πατέρα του, όσο και του παππού του. Το κομματικό-εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, μετά τα παθήματα, έδειξε πολιτική ωριμότητα και υπευθυνότητα, που σε προηγούμενες στιγμές κεντρικά στελέχη του κόμματος δεν είχαν δείξει. Και έδειξε με την ψήφο του έναν βελούδινο, αλλά ξεκάθαρο διαχωρισμό.
Η περίπτωση Νίκου Ανδρουλάκη
Η γραμμή της υποψηφιότητας Νίκου Ανδρουλάκη συμπυκνώθηκε σε τρεις λέξεις-συνθήματα. Ενότητα, καθώς ήταν ο μόνος από τους άλλους δύο βασικούς διεκδικητές που δεν είχε αποχωρήσει από το κόμμα. Αυτονομία, καθώς ήταν ο μόνος που κινούνταν στη γραμμή της οριοθέτησης του χώρου απέναντι τόσο στη ΝΔ, όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι διατυπώνονταν –αβάσιμες προφανώς με την έννοια του οργανωμένου σχεδίου– “κατηγορίες” ότι «θα έρθουν από τη ΝΔ να ψηφίσουν Λοβέρδο» ή «θα έρθουν από τον ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσουν Παπανδρέου», που έδειχναν προτιμήσεις. Όμως, δεν διατυπώθηκε αντίστοιχη “κατηγορία” ότι θα έρθουν από άλλο χώρο να ψηφίσουν Ανδρουλάκη.
Ανανέωση, καθώς ο Ανδρουλάκης, παρά το ότι δεν διαφώνησε με τις μνημονιακές επιλογές, δεν ήταν πρωταγωνιστής σε αντίθεση με τους άλλους δύο βασικούς διεκδικητές. Ο ίδιος το διατύπωνε με το εύστοχο σχήμα ότι ήταν «στο κέντρο της παράταξης, αλλά στο περιθώριο της εξουσίας». Ο Ανδρουλάκης είναι γέννημα-θρέμμα της κομματικής οργάνωσης. Δεν είναι κληρονόμος ενδόξου κομματικά ονόματος, δεν έλαβε “δαχτυλίδι διαδοχής”, δεν τον στήριξε κάποιο συστημικό κέντρο. Με αυτή την έννοια η υποψηφιότητά του είχε στοιχεία λελογισμένης αντισυστημικότητας. Ήταν η έκφραση του μαζικού κόμματος έστω σε υποχώρηση, όπως έχω αναλυτικά αναφέρει στα δύο προηγούμενα κείμενα.
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να έχει συρρικνωθεί εκλογικά από το 2012 και μετά, να υποχρεώθηκε να αλλάξει το όνομά του, όμως διατήρησε τις οργανωμένες δυνάμεις σε μαζικούς χώρους. Στοιχείο που αποτελεί την άλλη όψη της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτηθεί μέχρι σήμερα σε μαζικό κόμμα. Ο Ανδρουλάκης αποτελεί την έκφραση του οργανωμένου κόμματος.
Καθόλου τυχαία η νέα ηγεσία εμφανίζεται να ιεραρχεί ως πρώτη προτεραιότητά της την κομματική ανασυγκρότηση του χώρου-παράταξης. Επιχειρεί κάτι σπάνιο στην ιστορία των κομμάτων. Την αναγέννηση-επανεμφάνιση ενός πάλαι ποτέ ηγεμονικού –με γκραμσιανούς όρους– κόμματος, που φαινόταν να βαδίζει προς το περιθώριο, κάποτε φτάνοντας στα όρια της ιστορικής έκλειψης. Κάτι που απέτρεψε η Γεννηματά –με την αρωγή της κυβερνητικής και κομματικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ– η οποία πέτυχε τη σταθεροποίηση-οριοθέτηση του χώρου. Στοιχεία που δείχνουν τη ρευστότητα των καιρών.
Την γνώμη μου για κρίσιμα θέματα της επόμενης μέρας, για ζητήματα στρατηγικής και τακτικής, προγραμματικού λόγου, θα αναπτύξω σε επόμενο άρθρο. Κλείνοντας να επισημάνω ότι την αμέσως επόμενη περίοδο ο Ανδρουλάκης θα δεχθεί ένα “έντονο αγκάλιασμα” από τα συστημικά μέσα-κέντρα για διάφορους λόγους. Κάτι που έχει ήδη αρχίσει. Επίσης, θα προσεγγιστεί από παλαιούς κομματικούς παράγοντες, κυρίως από τον εκσυγχρονιστικό χώρο, δεδομένης και της εσωκομματικής προέλευσής του. Ο κίνδυνος πνιγμού σε μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ισχυρό ενδεχόμενο. Είναι πολύ σημαντικό το πως θα διαχειριστεί αυτές τις καταστάσεις, προκειμένου να μην ακυρωθεί, τόσο η αυτονομία, όσο και η ανανέωση. Είμαστε σε νέα εποχή. Αλλαγή γενιάς και όλα από την αρχή.