Ποιος (δεν) κυβερνά αυτό το κόμμα
01/02/2019Το ερώτημα “ποιος κυβερνά αυτό το κόμμα;“, κατά παράφραση της μνημειώδους φράσης που αποδίδεται στον γενάρχη της σύγχρονης Δεξιάς, είναι διηνεκώς επανερχόμενο στη ΝΔ. Φυσικά, συναρτάται με τους εκάστοτε εσωτερικούς συσχετισμούς στο στελεχιακό δυναμικό και στην κοινοβουλευτική ομάδα. Επίσης, αποτυπώνεται στη συγκεχυμένη ιδεολογική φυσιογνωμία και στη θολή πολιτική γραμμή του κόμματος.
Δεν είναι αυτονόητα αυτά στη συντηρητική παράταξη που στο επίπεδο των διακηρύξεων κινείται από τον μεσαίο χώρο του Κώστα Καραμανλή, μέχρι τον νεοφιλελευθερισμό στα οικονομικά του Κυριάκου Μητσοτάκη και την ακροδεξιά στα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα του Αντώνη Σαμαρά. Αν και στοιχισμένη προ της κατάληψης της εξουσίας η ΝΔ, έχει στο εσωτερικό της τρεις διακριτές τάσεις:
- Παλαιοί και νέοι μητσοτακικοί νεοφιλελεύθερης αντίληψης, που θα ενισχυθούν στις εκλογές αφού ο πρόεδρος καταρτίζει τα ψηφοδέλτια.
- Σαμαρικοί που τώρα δεσπόζουν πολιτικά, λόγω της ισχυρής παρουσίας του Αντώνη Σαμαρά και ενισχύονται αριθμητικά.
- Καραμανλικοί που καίτοι αριθμητικά περισσότεροι, πολιτικά υποχωρούν λόγω έλλειψης ηγετικής προσωπικότητας και της απουσίας-παρουσίας του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος επαναλαμβάνει “αυτόν βγάλαμε αρχηγό, με αυτόν θα πάμε στις εκλογές” .
Το κενό στην καραμανλική πτέρυγα προσπαθεί να καλύψει ο Νίκος Δένδιας. Ήδη, από την πρώτη του αρχηγική εμφάνιση με την εκδήλωση που έκανε πριν από δύο χρόνια, προσπαθούσε να εμφανιστεί σαν αντίπαλο δέος απέναντι στον Αντώνη Σαμαρά και στους Βορίδη και Γεωργιάδη.
“Ο λαϊκισμός της περιόδου 1990-1993 ευθύνεται για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αν δεν είχε πέσει, τώρα η χώρα δεν θα βρισκόταν σε αυτό το σημείο”, ήταν η φράση σε εκείνη την εκδήλωση που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Οι τοποθετήσεις του τις περασμένες εβδομάδες για το Σκοπιανό, κόντρα στη γραμμή “η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική“, ήταν συνέχεια της ίδιας στάσης.
Άλλωστε, ο κ. Δένδιας προβληματίστηκε αρκετά για το εάν θα ήταν υποψήφιος για την ηγεσία το 2015, και προσπάθησε τότε να πάρει το “χρίσμα” των καραμανλικών, κάτι που τελικά δεν έγινε. Η αλήθεια της ΝΔ θα φανεί μόνο σε περίπτωση που δεν πάει καλά στις επόμενες εκλογές, εάν χάσει ή έστω κερδίσει με οριακή διαφορά. Τότε θα γίνει το ξεκαθάρισμα. Σε περίπτωση που τεθεί θέμα ηγεσίας -και εφόσον δεν επιστρέψει ο Κώστας Καραμανλής- ο Δένδιας έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο για να είναι ο διεκδικητής για λογαριασμό της καραμανλικής πτέρυγας απέναντι στον Αντώνη Σαμαρά ή όποιον ορίσει σαν εκλεκτό του.
Η αστάθεια Μητσοτάκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε, όταν ανέλαβε την ηγεσία, ότι είναι μετριοπαθής πολιτικός που εκφράζει τον μεσαίο χώρο. Ίσως έτσι θα ήθελε να είναι, αυτό το προφίλ είχε φιλοτεχνήσει σαν βουλευτής, καίτοι είχε πάντα ροπή προς τον ακραίο νεοφιλευθερισμό, απότοκο των ελιτίστικων σπουδών του και της κοινωνικής και πολιτικής του καταγωγής. To Σκοπιανό αποτελεί case study για τη ΝΔ και τον αρχηγό της.
Η ΝΔ ξεκίνησε από την “εθνική γραμμή” για “σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes” που ήταν η θέση Καραμανλή-Ντόρας. Θυμίζουμε ότι η πρώην υπουργός Εξωτερικών δήλωσε μετά το πρώτο συλλαλητήριο πως “δεν μπορεί όλοι να τους αποκαλούν Μακεδονία και εμείς να τους λέμε Φουφουτία“. Από αυτή τη θέση λοιπόν, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διολίσθησε στη θέση “η κυβέρνηση παραχωρεί εθνότητα και γλώσσα” και από εκεί να καταλήξει στη γραμμή Σαμαρά και των συλλαλητηρίων ότι η “η κυβέρνηση πούλησε τη Μακεδονία έναντι ανταλλαγμάτων στην οικονομία” και ότι “μία είναι η Μακεδονία και είναι ελληνική”.
Αλλά και γενικότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μετακινηθεί. Στα ελληνοτουρκικά διασπά την απαραίτητη εθνική συναίνεση, απέναντι στην αναθεωρητική Τουρκία για να κερδίσει δημοσκοπικούς πόντους. Στο πεδίο της οικονομίας, κάθε μήνα προβλέπει καταστροφή, απαξίωσε την ακύρωση της μείωσης των συντάξεων και παρομοίως πράττει και με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την έξοδο στις αγορές.
Στα θέματα διαπλοκής, καίτοι αναγνωρίζει φραστικά ότι υπάρχουν σκάνδαλα -πχ Novartis-, εντούτοις ταυτίζεται άλλοτε με τον Σαμαρά και άλλοτε με τον Μαρινάκη, πως όλα είναι σκευωρία. Τέλος, μέρα παρά μέρα ανεβάζει τα θέματα νόμου και τάξης κατηγορώντας τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό ότι δεν επιτρέπει στους αστυνομικούς να κάνουν τη δουλειά τους -λες και η εγκληματικότητα ενέσκηψε επί ΣΥΡΙΖΑ- και την κυβέρνηση συνολικά ότι ανέχεται αν δεν υποθάλπει την τρομοκρατία.
Στο επίπεδο των συσχετισμών στο στελεχιακό δυναμικό και στους βουλευτές της ΝΔ, ο νυν πρόεδρος δεν διαθέτει την πλειοψηφία. Δεν “αγαπά” τους βουλευτές του και εκείνοι του το ανταποδίδουν. Φαίνεται αυτό από τα άδεια έδρανα στις συνεδριάσεις της Βουλής και αποδείχθηκε στη συζήτηση για το Σκοπιανό όταν το χειροκρότημα των βουλευτών κέρδισε ο Αντώνης Σαμαράς με τη θέση -η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική-, απέναντι στη θέση Μητσοτάκη ότι “η Ελλάδα ποτέ δεν μονοπώλησε τη Μακεδονία”.
Η ιστορική ρεβάνς Σαμαρά
Με το Σκοπιανό ο Αντώνης Σαμαράς παίρνει την ιστορική του ρεβάνς από τη ΝΔ και επισφραγίζει τη μετάλλαξή της. Μία εξέλιξη που άρχισε το 2010. Με την Ντόρα και την μητσοτακική πτέρυγα ηττημένη και απαξιωμένη μετά την εκλογή του 2009, τον Κώστα Καραμανλή να έχει αποσυρθεί για διαλογισμό στη Ραφήνα, το πεδίο ήταν ελεύθερο για τον Αντώνη Σαμαρά. O τελευταίος παρέλαβε ένα μετριοπαθές κεντροδεξιό κόμμα και το μετέτρεψε στην ελληνική εκδοχή της ευρωπαϊκής νέας Δεξιάς, μίας Δεξιάς που παραμένει νεοφιλελεύθερη στα οικονομικά, αλλά έχει εγκολπωθεί τη βασική ατζέντα της ακροδεξιάς στα κοινωνικά -νόμος και τάξη, μεταναστευτικό, ατομικά δικαιώματα- όπως και την εθνικιστική ρητορική.
Εν αντιθέσει με τον Κώστα Καραμανλή, ο Αντώνης Σαμαράς δεν εγκατέλειψε μετά την ήττα στις εκλογές του 2015. Διατήρησε την ηγεσία, (αποχώρησή του τότε είχε ζητήσει ο Νίκος Δένδιας), ξεκίνησε από τη θεωρία της αριστερής παρένθεσης, δεν παρέδωσε το Μαξίμου, συνέχισε με το “βάστα Σόιμπλε” και υπονόμευσε τη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου. Ουσιαστικά δεν αναγνώρισε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Παραιτήθηκε αναγκαστικά μετά τη συντριπτική ήττα στο δημοψήφισμα, χωρίς όμως και πάλι να εγκαταλείψει. Στην εσωκομματική εκλογή, αφού τα βρήκε με τον ιστορικό εχθρό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη -όχι όμως και με την Ντόρα-, κατάφερε να βγάλει τον Κυριάκο Μητσοτάκη αρχηγό με μία αμφισβητούμενη διαδικασία και εκμεταλλευόμενος την άνεση και τα πολλά λάθη του Βαγγέλη Μεϊμαράκη και της καραμανλικής πτέρυγας που τιμώρησε τον Τζιτζικώστα.
Πού το πάει ο Σαμαράς;
Στο ερώτημα γιατί ο Μητσοτάκης ανέχεται τις παρεμβάσεις Σαμαρά, η απάντηση των σαμαρικών είναι “γιατί αυτός τον έβγαλε πρόεδρο και παραμένει ο πραγματικός αρχηγός της ΝΔ” . Έκτοτε υπαγορεύει -εάν δεν επιβάλλει- τη βασική πολιτική γραμμή στον διάδοχό του, υπό τον τίτλο “να πέσει ο Τσίπρας τώρα με κάθε κόστος ακόμη και για τη χώρα”, σε συμμαχία με έναν εσμό δημοσιογράφων και ΜΜΕ που τα είχε μπουκώσει με χρήματα του ελληνικού λαού από το ΚΕΕΛΠΝΟ, εν μέσω κρίσης.
Φυσικά, υπάρχει και το πολιτικό υπόβαθρο για την εδραίωση της σαμαρικής πτέρυγας και την υποχώρηση των άλλων. Με τη σκληρή γραμμή στο Σκοπιανό η ΝΔ βρήκε πεδίο αντιπολίτευσης που δεν διαθέτει στην οικονομία. Η έξοδος από τα μνημόνια και η πορεία της οικονομίας της στερεί το όποιο αφήγημα. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζει τμήματα της δικής του οικονομικής ατζέντας -πχ μείωση κρατικών δαπανών, outsourcing υπηρεσιών του δημοσίου, ιδιωτικοποιήσεις άνευ όρων και ορίων-, οι βουλευτές του θεωρούν ότι βαδίζει προς την ήττα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα “ποιος κυβερνά αυτό το κόμμα;“, μπορεί να μην έχει σαφή απάντηση, αλλά όλοι στη ΝΔ δίνουν αυθόρμητα την απάντηση στο “ποιος δεν κυβερνά αυτό το κόμμα;”.
Το δεύτερο ερώτημα είναι “που το πάει ο Αντώνης Σαμαράς;”. Η απάντηση είναι βλέποντας και κάνοντας. Φυσικά, θα επιθυμούσε πολιτικές συνθήκες που να ευνοήσουν μία ολική επαναφορά του. Συνθήκες παρόμοιες με το 2012 ή το πρώτο εξάμηνο του 2015 που όμως δεν διαφαίνονται. Εκείνο που διαφαίνεται είναι να παραμείνει σκιώδης αρχηγός και να κινεί τα νήματα ακόμη και αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης γίνει πρωθυπουργός.
Το ενδεχόμενο για Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή για πρωθυπουργός ευρύτερης αποδοχής, το έχει κάψει ο ίδιος από την άνευ όρων σύγκρουσή του με τον Αλέξη Τσίπρα -εν αντιθέσει με τον Κώστα Καραμανλή που έχει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Εναλλακτικά για τον Αντώνη Σαμαρά υπάρχει η θέση του Επιτρόπου που και αυτή όμως ξεθωριάζει λόγω της δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων από τη στάση του στο Σκοπιανό.
Λίγη εσωκομματική ιστορία
H ΝΔ συγκροτήθηκε σαν ένα φεουδαρχικό κόμμα που οι βαρώνοι ορκίζονταν πίστη στον αρχηγό, λόγω της χαρισματικής φυσιογνωμίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Από την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή μέχρι και το 2000, η ιστορία της ΝΔ ήταν μία ιστορία άγριου εσωκομματικού πολέμου, στον οποίο δέσποζε η παλαιά γενιά των βαρώνων -Μητσοτάκης, Έβερτ, Βαρβιτσιώτης, Κεφαλογιάννης και από τους νεότερους οι Σουφλιάς, Ντόρα, Μεϊμαράκης, Μάνος, Ανδριανόπουλος, Σαμαράς.
Ο Κώστας Καραμανλής -ο πρώτος εκλεγμένος από συνέδριο πρόεδρος αφού μέχρι τότε τον αρχηγό τον εξέλεγαν οι βουλευτές και οι κομματάρχες των ΝΟΔΕ- έδωσε τα χαρακτηριστικά σύγχρονου κόμματος, θέσπισε εκλεγμένο γραμματέα ΚΕ, και πέτυχε την ομογενοποίησή του. Αποστράτευσε τους παλαιούς βαρώνους πριν τις εκλογές του 2004 και πέτυχε ισορροπία με τη νεότερη γενιά, Σουφλιάς, Ντόρα, Μειμαράκης κλπ που δεν τον αμφισβήτησαν. Την ίδια στιγμή, οι νεοφιλελεύθεροι αμφισβητίες του Μάνος, Ανδριανόπουλος είχαν βρει στέγη στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου -κάνοντάς του όπως έλεγε τότε το μεγαλύτερο δώρο.
Το “μοιραίο” πολιτικό λάθος του Κώστα Καραμανλή ήταν ότι επανέφερε στη ΝΔ τον Αντώνη Σαμαρά, υποκύπτοντας στους εγχώριους και πέραν του ατλαντικού επιχειρηματικούς και πολιτικούς φίλους του μετέπειτα πρωθυπουργού. Ο ίδιος ο Καραμανλής έλεγε ότι από τη στιγμή που θα επιστρέψει ο Αντώνης θα αρχίσουν οι εσωκομματικές ίντριγκες. Σύμφωνα με μία εκτίμηση της εποχής, τον ήθελε το καραμανλικό σύστημα σαν αντίβαρο στην Ντόρα και στο μητσοτακικό μπλοκ.
Ο Σαμαράς διεκδίκησε και κέρδισε την ηγεσία το 2009 (με τη βοήθεια ελαχίστων που στη συνέχεια τους ξέχασε αν δεν τους πολέμησε δείχνοντας τον χαρακτήρα του). Φυσικά η Ντόρα έχασε από τα δικά της λάθη: δέχθηκε κατά παράβαση του καταστατικού την εκλογή από τη βάση και κυρίως γιατί με τη μητσοτακική υπεροψία νόμισε ότι μπορεί να κερδίσει δίχως την έγκριση της καραμανλικής πτέρυγας και τις ανάλογες συμμαχίες. Το πλήρωσε έξι μήνες αργότερα με τη διαγραφή της όταν υπερψήφισε το πρώτο Μνημόνιο.