Ποιος κάνει την αυτοδυναμία όνειρο απατηλό…
24/04/2023Η αυτοδυναμία είναι η σημαία, με την οποία ο Μητσοτάκης δίνει τη μάχη των εκλογών και μάλιστα εμμένει σ’ αυτόν τον στόχο παρότι οι ενδείξεις είναι σαφώς αρνητικές. Προφανώς είναι θεσμικά συμβατό ένα κόμμα να επιδιώκει την αυτοδυναμία. Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις, άλλωστε, ήταν ο κανόνας από το 1974. Στην πολιτική σκηνή έχει τεθεί το δίλημμα “απλή ή ενισχυμένη αναλογική”.
Εισαγωγικά πρέπει να υπενθυμίζουμε ότι το εκλογικό σύστημα οφείλει να υπηρετεί δύο σκοπούς: Ο πρώτος είναι η αντιστοίχιση της λαϊκής ψήφου με τη σύνθεση της Βουλής. Προφανώς, τον σκοπό αυτό υπηρετεί άριστα η απλή αναλογική. Υπάρχει, ωστόσο, και ο δεύτερος σκοπός, που είναι το εκλογικό σύστημα να επιτρέπει τον σχηματισμό βιώσιμων κυβερνήσεων, δηλαδή να αποτρέπει την ακυβερνησία. Αυτός είναι ο λόγος που στη μεταπολιτευτική περίοδο κυριάρχησαν παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής, προκειμένου ακριβώς να υπηρετούνται κατά το δυνατόν και οι δύο σκοποί.
Από το 1974 η ενισχυμένη αναλογική έδινε απόλυτες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και άρα αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Για δεκαετίες, το πρώτο κόμμα εξασφάλιζε αρκετά πάνω από το 40%, ενώ το δεύτερο λίγο κάτω από το 40%. Με άλλα λόγια, ναι μεν η ενισχυμένη αναλογική διευκόλυνε την αυτοδυναμία, αλλά και το πρώτο κόμμα (ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ) συγκέντρωνε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό.
Μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, όμως, τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι ο νέος “δικομματισμός” της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν προσεγγίζει τις εκλογικές επιδόσεις του παλαιού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Ακόμα και ο εκλογικός θρίαμβος της ΝΔ το 2019 ήταν με ποσοστό χαμηλότερο του 40% (39,85%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας έφθασε στο 31,5%. Και βεβαίως τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 και 2015 ήταν ακόμα πιο κάτω.
Από κανόνας εξαίρεση η αυτοδυναμία
Επειδή στις δημοκρατίες είναι κανόνας η εναλλαγή στην εξουσία, η συρρίκνωση του αθροίσματος των εκλογικών ποσοστών που λαμβάνουν τα δύο μεγάλα κόμματα καθιστά την αυτοδυναμία από κανόνα, εξαίρεση και με ενισχυμένη αναλογική. Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδυναμία καθίσταται δυσπρόσιτη, όχι κυρίως λόγω εκλογικού συστήματος, αλλά λόγω της ποιοτικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων στο εκλογικό σώμα, με την έννοια της διασποράς των ψήφων και σε μικρότερα κόμματα.
Η τάση αυτή του εκλογικού σώματος ωθεί σε μία μετάβαση από αυτοδύναμες κυβερνήσεις σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Το πρώτο πρόβλημα, όμως, είναι πως το πολιτικό σύστημα δεν έχει τέτοια κουλτούρα. Γι’ αυτό και οι δύο κυβερνήσεις συνεργασίας (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ 2012-14 και ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ 2015-18) επί της ουσίας δεν λειτούργησαν ως κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι πολιτικές ακολουθούν το πλαίσιο του κοινού προγράμματος και το Υπουργικό Συμβούλιο είναι πραγματικά το συλλογικό όργανο λήψης των αποφάσεων. Λειτούργησαν περισσότερο σαν αυτοδύναμες κυβερνήσεις με κάποια φέουδα στο εσωτερικό τους (τα υπουργεία που είχαν παραχωρηθεί στον μικρό κυβερνητικό εταίρο).
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι στο ελληνικό πολιτικό σύστημα τα μικρότερα κόμματα δεν είναι υποψήφιοι εταίροι. Σίγουρα το ΚΚΕ, μάλλον η Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 αυτοεξαιρούνται από τις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Το αποτέλεσμα είναι οι υποψήφιοι για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας ουσιαστικά να είναι τα τρία μεγαλύτερα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε απαραίτητο εταίρο, άρα και σε ρυθμιστή.
Η αρνητική όψη
Αυτή, όμως, είναι η θετική όψη. Το νόμισμα έχει και την αρνητική. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου αποδείχθηκε εκλογικά καταστροφική για τον μικρό εταίρο, το ΠΑΣΟΚ. Η εμπειρία αυτή καθιστά επιφυλακτικό τον Ανδρουλάκη στο να συμμετάσχει σε κυβέρνηση, ειδικά με τη ΝΔ. Eάν, όμως, αρνηθεί να συμμετάσχει σε κυβέρνηση εκ των πραγμάτων θα εξωθήσει τους ψηφοφόρους προς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, αφού θα φανεί πως μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η ακυβερνησία είναι η αυτοδυναμία. Με άλλα λόγια, θα συρρικνώσει εκλογικά το ΠΑΣΟΚ.
Στην προσπάθειά του να παρακάμψει τον σκόπελο, ο Ανδρουλάκης κατέληξε στον όρο ότι θα συμπράξει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον όρο ότι πρωθυπουργός θα είναι τρίτο πρόσωπο κι όχι ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος. Κρίθηκε πως με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση δεν θα είναι κυβέρνηση Μητσοτάκη ή Τσίπρα, αλλά πραγματικά συμμαχική κυβέρνηση, η οποία θα λειτουργεί ως τέτοια, δηλαδή θα λειτουργεί το Υπουργικό Συμβούλιο ως όργανο λήψης αποφάσεων κι όχι ως όργανο επικύρωσης αποφάσεων. Ουσιαστικά, ο Ανδρουλάκης επιχειρεί να σπάσει το πρωθυπουργικοκεντρικό πολιτικό σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύει πως θα αποτραπεί η εκλογική συρρίκνωση του κόμματός του, ως μικρότερου εταίρου μετά από θητεία σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Ο φόβος της εκλογικής συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ είναι πραγματικός. Η αιτία που συμβαίνει αυτό είναι ότι μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν συγκροτήθηκαν στη βάση ενός κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο θα αποτελούσε μία αναλογική σύνθεση των προγραμμάτων των δύο εταίρων. Συγκροτήθηκαν στη βάση ενός παζαριού για το μοίρασμα των υπουργείων. Γι’ αυτό και οι διαπραγματεύσεις διαρκούσαν το πολύ μερικές ώρες, όχι δύο μήνες, όπως π.χ. συνέβη στη Γερμανία.
Έτσι, ο ψηφοφόρος σκεφτόταν π.χ. «αν είναι να με κυβερνήσει η ΝΔ γιατί να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ, ας ψηφίσω κατ’ ευθείαν την ίδια»! Θα ήταν διαφορετική η στάση του εάν ήταν πεπεισμένος πως η κυβερνητική πολιτική θα καθοριζόταν πραγματικά από το κυβερνητικό πρόγραμμα που θα συμφωνούσαν οι κυβερνητικοί εταίροι. Γιατί τότε οι υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ θα είχαν λόγο να το ξαναψηφίσουν για να μπορεί να επηρεάζει ακόμα περισσότερο την κυβερνητική πολιτική.
Το μειονέκτημα του Μητσοτάκη
Εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και η ΝΔ έλθει πρώτο κόμμα, ο Μητσοτάκης είναι θεμιτό να θέλει να είναι πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Το ότι είναι± θεμιτό, όμως, δεν σημαίνει πως είναι και θεσμικός κανόνας. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα, το οποίο και θα κριθεί πολιτικά με βάση τη διμερή διαπραγμάτευση, τις εναλλακτικές λύσεις που έχει η κάθε πλευρά και τις εξωθεσμικές πιέσεις που θα ασκηθούν.
Το μειονέκτημα του Μητσοτάκη είναι πως δεν έχει εναλλακτικό εταίρο (εκτός του ΠΑΣΟΚ) για να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού και ο ίδιος έχει αποκλείσει την Ελληνική Λύση και από ό,τι φαίνεται και ο Βελόπουλος δεν θέλει να μπει σ’ έναν τέτοιο δρόμο. Αυτός είναι ο λόγος που για τον Μητσοτάκη έχει καταστεί μονόδρομος η αυτοδυναμία. Και επειδή ούτε στις εκλογές με ενισχυμένη αναλογική φαίνεται πως η αυτοδυναμία είναι εφικτή, στο Μαξίμου ψάχνουν για “τσόντες”, δηλαδή για βουλευτές που θα αποστατήσουν από την Ελληνική Λύση και το ΠΑΣΟΚ για να προσεγγίσει η ΝΔ την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Και επειδή ούτε κι αυτό είναι δεδομένο (ενδεικτική η προεκλογική κρίση στην Ελληνική Λύση) στο τραπέζι έχει πέσει εκ μέρους της κυβέρνησης και η απειλή (προς το ΠΑΣΟΚ) για τρίτες εκλογές, οι οποίες, αν γίνουν, θα γίνουν τον Αύγουστο, στην καρδιά της τουριστικής περιόδου με όλες τις αρνητικές παρενέργειες που αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, αυτό δεν θα συμβεί.
Το παίγνιο θα κριθεί από το παζάρι των πιέσεων που θα ασκηθούν και στον Ανδρουλάκη να υποχωρήσει από τον όρο του και στον Μητσοτάκη να αποδειχθεί τρίτο πρωθυπουργό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ξεκάθαρη τάση του εκλογικού σώματος να μην δίνει αυτοδύναμη πλειοψηφία στα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί να αντιστραφεί με εκβιαστικές τακτικές. Στην πραγματικότητα, έχουμε ήδη εισέλθει σε νέα εποχή και η προσκόλληση στις παλιές εκβιαστικές τακτικές μπορεί να μετατραπεί και σε μπούμεραγκ.