Πόλεμος ή συνεκμετάλλευση; – Τα απόκρυφα ενός διλήμματος
10/02/2020Δεδομένου ότι η Τουρκία προανήγγειλε σεισμικές έρευνες μεταξύ Καστελλόριζου και Λιβύης, δηλαδή εντός της ελληνικής ΑΟΖ, ασχέτως εάν το Ιντλίμπ μπορεί να τις καθυστερήσει λίγο, φαίνεται πως πλησιάζουμε στην ώρα μηδέν. Ως εκ τούτου και για παν ενδεχόμενο είναι σκόπιμο να τρίψουμε τα μάτια μας και να δούμε καθαρά τις εξελίξεις.
Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσανατολίζεται σε κάποια μορφή συμβιβασμού με την Τουρκία, υπό τη λεοντή του ρεαλισμού. Η ακραία ψυχραιμία που επιδεικνύει έναντι των τουρκικών προκλήσεων, η ολιγωρία στη Λιβύη, τα ΜΟΕ, ο πλωτός φράκτης, η μη εφαρμογή του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, η Χάγη, η Ντόρα κι άλλοι Ηρακλειδείς του συμβιβασμού, αλλά και δεκάδες άλλες ενδείξεις διαμορφώνουν το κλίμα για μία υποχώρηση.
Είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός προσήλθε στην εξουσία με ένα τέτοιο στόχο, προφανώς πιστεύοντας πως θα πετύχει έναν αξιοπρεπή, ενδεχομένως και ευνοϊκό, συμβιβασμό. Γι’ αυτό και πρότεινε την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αφ’ ενός για να μην έχει κάποιον ασυμβίβαστο στον κρίσιμο αυτό θεσμό (Παυλόπουλος, Σαμαράς, Καραμανλής), αφ’ ετέρου γιατί είναι ένα πρόσωπο που διακατέχεται από πασιφιστικές αρχές.
Εμμέσως ρυμουλκεί και τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια συμβιβαστική λογική, που άλλωστε κι αυτός επιθυμεί, φτάνει τον συμβιβασμό να τον κάνει η “ενδοτική Δεξιά”. Επιπλέον, η άκαιρη ψήφιση ενός εκλογικού νόμου ενισχυμένης αναλογικής από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, με τον οποίο θα γίνουν οι μεθεπόμενες εκλογές, εντάσσεται στην ίδια στρατηγική. Αυτή δεν έχει σχέση μόνο με την κατίσχυση του Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα, αλλά με τη συγκρότηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας συμβιβασμού.
Στο μυαλό του Μητσοτάκη
Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι οι σαμαρικοί τον περιμένουν στη γωνία, μάλλον και οι καραμανλικοί και όχι μόνο. Επίσης ξέρει ότι το πολιτικό σύστημα είναι γεμάτο αδίστακτους διαπλεκόμενους και λαϊκιστές. Εξ ου και χρειάζεται μια δικιά του πλειοψηφία συμβιβασμού. Αυτό θέλουν και οι καλοβολεμένες ελίτ. Έτσι, διαχέεται τεχνηέντως από τα φιλικά Μίντια της κυβέρνησης το σενάριο περί διπλών εκλογών τον Οκτώβριο.
Αυτό σημαίνει ότι γίνονται εκλογές με απλή αναλογική, με αφορμή την κοινωνική απογοήτευση (μεταναστευτικό, πλειστηριασμοί, φόροι, νέα ανεργία, νέο brain drain κλπ), που δεν βγάζουν κυβέρνηση. Αυτές επαναλαμβάνονται τον Νοέμβριο, μετά την εκλογή προέδρου στις ΗΠΑ και τις κερδίζει ο Μητσοτάκης με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, απαλλασσόμενος από τα παλιά συντηρητικά “βαρίδια” του κόμματός του.
Εάν το σενάριο αυτό επιβεβαιωθεί, ο Μητσοτάκης θα το έχει δρομολογήσει γιατί πιστεύει ότι ένας πόλεμος θα ήταν καταστροφικός, γιατί θεωρεί πως μόνο έτσι θα έρθουν ξένες επενδύσεις (υποχώρηση του country risk). Ίσως να πίστεψε τον Economist που εκτιμά πως δεν θα επανεκλεγεί ο Τραμπ (σύμφωνα με μια μηχανή deep learning που ρωτήθηκε σχετικά), οπότε η Τουρκία θα έχει άλλη αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ. Ίσως πάλι να έχει λάβει κάποιες διαβεβαιώσεις από τους συμμάχους. Αυτή η στρατηγική αν “κάτσει”, τον εδραιώνει και ανοίγει αναπτυξιακούς δρόμους για την οικονομία και τη θέση της χώρας στο νέο υπό διαμόρφωση κόσμο.
Αντέχει η κοινωνία πόλεμο;
Όλα αυτά θα μπορούσαν, βέβαια, να αποτελούν ένα έξυπνο coup de théâtre, μια προσποίηση για να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος της αποδυνάμωσης της Ελλάδας, ώστε να μπορέσει η χώρα να επανεξοπλιστεί κατάλληλα. Τίποτε, όμως, δεν στηρίζει μια τέτοια ερμηνεία. Συνεπώς, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής δύο:
- Πρώτον, θέλει ο ελληνικός λαός ένα συμβιβασμό και αν ναι, τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο;
- Δεύτερον, αν όχι, είναι σε θέση η ελληνική κοινωνία να πάει σε πόλεμο, τόσο ψυχολογικά, όσο και στο επίπεδο της στρατιωτικής ικανότητας;
Θα ξεκινήσουμε από το δεύτερο. Η Ελλάδα μακροϊστορικά έκανε πολλούς πολέμους (και ένα εμφύλιο) στον 20ο αιώνα και ως εκ τούτου γνωρίζει καλά τη φρίκη του. Γι’ αυτό και απεχθάνεται την ιδέα του πολέμου γενικά. Η ελληνική μεταπολιτευτική κοινωνία είναι δραματικά εξουθενωμένη και διχασμένη από ένα πολιτικό προσωπικό που την οδήγησε στο κραχ του χρηματιστηρίου, στην καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, στην υπερχρέωση και στην χρεοκοπία.
Τα ταπεινωτικά μνημόνια αποσάθρωσαν τα μεσαία στρώματα, τα οποία κρατούσαν την κοινωνία σε ισορροπία και λειτουργούσαν σαν εγγυητές των αξιών του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Έτσι, τώρα η κοινωνία βρίσκεται σε μια φάση δυσπιστίας έναντι των πάντων. Υπό αυτές τις συνθήκες η εμπιστοσύνη της απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στο κράτος έχει κλονιστεί.
Οι ενδοιασμοί των στρατιωτικών
Ο μεγάλος κοινωνιολόγος του πολέμου Gaston Bouthoul στην “Πολεμολογία” του έχει αναλύσει σε βάθος τις οικονομικές και δημογραφικές προϋποθέσεις και τις επιπτώσεις του πολέμου. Επίσης, τις ψυχολογικές παραμέτρους, τον «πόλεμο ως εορτή», τις «ιεροτελεστίες του θανάτου», τις συμπεριφορές των ιθυνόντων, των μαχητών, το «πνεύμα της θυσίας», τις «πολεμικές παρορμήσεις»…
Αυτά οι πολιτικοί ιθύνοντες τα αγνοούν. Όσο για τους Έλληνες στρατιωτικούς, αν και είναι εξοπλιστικά ευνουχισμένοι από την αδράνεια του μιζαδόρικου πολιτικού κλαμπ, έχουν υψηλή αυτοπεποίθηση και μπορούν να αποτρέψουν την Τουρκία. Ταυτόχρονα όμως διακατέχονται από πολλούς ενδοιασμούς για την κατανόηση από τους πολιτικούς των πολεμικών καταστάσεων και ευκαιριών (θερμό επεισόδιο, κλιμάκωση, πρώτο πλήγμα κλπ). Επιπλέον, οι στρατιωτικοί μας κουβαλάνε κι ένα πλέγμα, αυτό που τους εμπόδισε να κάνουν στρατιωτικά αυτό που μπορούσαν εξ αιτίας πολιτικών αποφάσεων (καταβύθιση τουρκικού αποβατικού στόλου στον Αττίλα, Ίμια).
Ποιοι θα πολεμήσουν;
Αλλά ας γυρίσουμε στις παραμέτρους του Bouthoul. Αν και το μέγεθος του πληθυσμού δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία στους σύγχρονους πολέμους (80 έναντι 10 εκατομμύρια), τα 100 φέρετρα έχουν άλλη στάθμιση στους μεν (που μπορεί να πηγαίνουν και στον Παράδεισο!) και άλλη στους δε. Ειδικά, σε μια μεταπολιτευτική κοινωνία που όταν στείλαμε κάποιες φρεγάτες για περιπολία στον Πόλεμο του Κόλπου, οι μανάδες ωρύονταν σαν μαινάδες που έφευγαν τα παιδιά τους.
Και τώρα, όπως μου είπε ένας σοβαρός άνθρωπος των βορείων προαστίων: «Ποιοι θα πολεμήσουν; Θα φύγουν όλοι για μεταπτυχιακά!» Προφανώς αυτά συζητιούνται στους κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης, που άλλωστε έχει και την δυνατότητα να το κάνει. Αυτό σημαίνει ότι αν χρειαστεί θα πολεμήσουν πάλι τα παιδιά του λαού. Δεν είναι τυχαίο που ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος προτιμά επαγγελματίες στρατιώτες, από την επέκταση της θητείας.
Σε ό,τι αφορά την δυνατότητα αποτροπής που διαθέτουμε, ανακύπτουν δύο ζητήματα. Τι διάρκεια θα έχει η σύρραξη; 48 ώρες; Μία βδομάδα ή παραπάνω; Διότι ως γνωστόν, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως πόλεμος της μιας εβδομάδας… Το άλλο είναι, τι πολιτικές εντολές θα υπάρχουν, δηλαδή τι μορφή και ένταση θα λάβει η κλιμάκωση των εχθροπραξιών. Εκεί διακυβεύονται πολλά, ενδεχομένως και τα πάντα.
Τα σενάρια του συμβιβασμού
Σε ό,τι αφορά ένα συμβιβασμό που ορίζεται συμβολικά μεταξύ του «να μην είμαστε μοναχοφάηδες» του Κοτζιά και της «συνεκμετάλλευσης» του Ντόκου, υπάρχουν τα ζητήματα της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας, της εθνικής ταπείνωσης ή του δημιουργικού ρεαλισμού. Πριν ψηλαφίσουμε τις εκδοχές του “συμβιβασμού”, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι σημασία έχει πώς πας σε αυτόν και πως τον κάνεις.
Πας μετά από ένα θερμό επεισόδιο; Μετά από 48 ώρες εχθροπραξιών που θα έχεις χάσει ή κερδίσει; Πας σε διμερείς συζητήσεις, ή πας στη Χάγη; Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως η Ελλάδα –στο πλαίσιο της πολιτικής του κατευνασμού– δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια εξ αιτίας του τουρκικού casus belli. Ούτε έχει ανακηρύξει ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία έχει ανοίξει μια σειρά από θέματα (“γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο, αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ των νησιών κλπ).
Το κακό σενάριο για τη συζητούμενη παραπομπή στη Χάγη λέει ότι μπορεί να χάσουμε πολλά (ας μην το αναλύσουμε εδώ). Το μεσαίο σενάριο λέει ότι θα εξαφανιστεί η υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ του Καστελλόριζου και ενδεχομένως ολίγη της Κρήτης (Ντόρα Μπακογιάννη). Το καλό λέει πως η Τουρκία υποχρεώνεται να αποδεχθεί όλα τα όρια του Δικαίου της Θάλασσας. Μεταξύ των τριών σεναρίων υπάρχουν άπειρες εκδοχές επίλυσης των διαφορών…