Πώς φτάσαμε να διεκδικούν πρωθυπουργία οι “μεταφασίστες” της Μελόνι
24/07/2022Οι ραγδαίες εξελίξεις στην Ιταλία έφεραν στο προσκήνιο την Τζόρτζια Μελόνι, την ηγέτιδα του ακροδεξιού σχηματισμού “Αδέλφια της Ιταλίας”, ο οποίος από το 4% στις εκλογές του 2018 έφτασε να είναι πρώτο κόμμα τις δημοσκοπήσεις (με ποσοστό κοντά στο 25%) και να θεωρείται πιθανή επόμενη πρωθυπουργός της Ιταλίας. Ως έφηβος, η Μελόνι είχε ενταχθεί στη νεολαία του νεοφασιστικού κόμματος Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI), προτού μεταπηδήσει στην μπερλουσκονική Εθνική Συμμαχία, ακολουθώντας έτσι την πορεία του ίδιου του MSI, υπό την ηγεσία του “μεταφασίστα” (κατά δήλωση του) Τζιανφράνκο Φίνι.
Πέραν από την αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή ρητορική του, το κόμμα της Μελόνι (που επωφελήθηκε από την μη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Ντράγκι και αντιτάχθηκε έντονα στον υποχρεωτικό εμβολιασμό) παίζει και το χαρτί της νοσταλγίας του φασισμού. Ενέταξε στα ψηφοδέλτια του και την εγγονή Μπενίτο Μουσολίνι, Ρακέλε, η οποία είχε κερδίσει τις περισσότερες ψήφους του συνδυασμού στις δημοτικές εκλογές της Ρώμης!
Πάντως, δεν είναι μόνο η Μελόνι που παίζει το χαρτί της νοσταλγίας του φασισμού στην Ιταλία. Εκτός του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι, το ίδιο έχουν κάνει ακόμα και στελέχη του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος! Την 1η Οκτωβρίου 2017, την ημέρα που η ισπανική Guardia Civil είχε αιματοκυλήσει την Βαρκελώνη, λόγω του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, ο τότε Ιταλός υπουργός Εσωτερικών Μάρκο Μινίτι (στην κυβέρνηση Ρέντσι) ήταν ο κύριος ομιλητής στο φεστιβάλ του ακροδεξιού κόμματος “Αδελφοί της Ιταλίας”!
Μάλιστα, την ίδια περίοδο, στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος μετείχαν σε εκδηλώσεις ακόμα και ανοιχτά φασιστικών οργανώσεων, όπως ο γραμματέας της επαρχίας Ιρπίνια που συμμετείχε σε εκδήλωση της φασιστικής οργάνωσης Casa Pound, η οποία οργάνωνε, εν μέσω lockdown, βίαιες διαδηλώσεις κατά της “υγειονομικής δικτατορίας” από κοινού με την επίσης φασιστική Forza Nuova, το επί πολλά χρόνια αδελφό κόμμα της Χρυσής Αυγής. Λίγο μετά, στη Ρώμη και στην Μπρέσια, τοπικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος είχαν πάρει το λόγο σε παρουσιάσεις νεοφασιστικών βιβλίων που είχε διοργανώσει η Casa Pound, ενώ δημοτικοί σύμβουλοι του κεντροαριστερού κόμματος είχαν συμμετάσχει σε εκδηλώσεις νεοφασιστικών ομάδων εναντίον των μεταναστών σε μικρά κέντρα της Λομβαρδίας!
Κεντροαριστερός νοσταλγός του Μουσολίνι!
Επιστρέφοντας στον υπουργό Μινίτι, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο των “Αδελφών της Ιταλίας” είχε θελήσει να ενθουσιάσει το κοινό, εξηγώντας πως μόλις υπουργοποιήθηκε, η τύχη θέλησε να εργάζεται στο γραφείο που κάποτε ανήκε στον Μπενίτο Μουσολίνι, ένα «πανέμορφο έπιπλο εποχής σε σκαλισμένο ξύλο μαόνι». Μετά τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κοινού, ο υπουργός είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην Corriere della Sera. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου εάν αληθεύει πως κατάγεται από δεξιά οικογένεια, ο υπουργός είχε δώσει την εξής απάντηση: «Κατάγομαι από οικογένεια στρατιωτικών. Ο πατέρας μου είχε οκτώ αδέλφια. Και οι εννέα τους ήταν στρατιωτικοί».
Ο δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει εάν είχαν πολεμήσει στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Οι περισσότεροι ναι. Ο πατέρας μου ήταν αεροπόρος και υπηρέτησε την πατρίδα με όλους τους τρόπους και σε όλα τα μέρη: στα Δωδεκάνησα, την Ισπανία, τη βόρεια Αφρική, τη Ρωσία. Μετά τη συνθηκολόγηση της 8ης Σεπτεμβρίου 1943, πολέμησε με τους Συμμάχους. Ο θείος μου ήταν στην ακροβατική μοίρα, τους Κόκκινους Διαβόλους», είχε απαντήσει ο Μινίτι.
Πολλοί αναγνώστες της εφημερίδας θα αναρωτήθηκαν ποια ακριβώς πατρίδα υπηρετούσε ο πατέρας του υπουργού στην Ισπανία, όταν, σε παράνομη και μυστική αποστολή χωρίς διακριτικά, βομβάρδιζε με ιδιαίτερη μανία κατοικημένες περιοχές στη Βαρκελώνη. Τόσο που οι δικαστικές αρχές της Καταλονίας έχουν αποφανθεί εδώ και καιρό πως επρόκειτο για εγκλήματα πολέμου.
Παλαίμαχοι πολεμιστές
Ένας καλοπροαίρετος θα έλεγε πως η αγάπη του υπουργού για τον πατέρα του τον τύφλωσε. Δεν είναι όμως έτσι. Όπως προαναφέραμε, ο Μινίτι απλώς μπήκε στο μεγάλο ρεύμα που διαπερνά ορμητικά την Ιταλία: εκείνο της αποκατάστασης του φασισμού. Τον Μάρτιο 2014 η τότε υπουργός Άμυνας Ρομπέρτα Πινότι, επίσης του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, είχε δημοσιεύσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις «θερμές ευχές» της στον «παρασημοφορημένο αεροπόρο Λουίτζι Νιέκι, γεννηθέντα το 1914, εκατό χρόνια γεμάτα αξιοζήλευτη ενέργεια».
Δυο χρόνια αργότερα, το 2016, με την ευκαιρία του θανάτου του αιωνόβιου πιλότου, ο αντιπτέραρχος Τζοβάνι Πρετσιόζα, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, τον είχε χαρακτηρίσει «μαχητή που υπερασπίστηκε τις αξίες που αποτελούν θεμελιώδες σημείο αναφοράς στις σημερινές μας προσπάθειες και τις αυριανές μας προκλήσεις». Ο Νιέκι ήταν ένας από τους Ιταλούς αεροπόρους που είχαν ισοπεδώσει πρώτα την Βαρκελώνη και μετά, σε συνεργασία με τους ναζιστές συμμάχους της Ιταλίας, τη Βρετανία.
Στην πόλη Φιντέντζα ο δήμαρχος του Δημοκρατικού Κόμματος Αντρέα Μασάρι είχε εγκαινιάσει στις 30 Σεπτεμβρίου 2017 ένα μνημείο αφιερωμένο στον αεροπόρο Λουίτζι Γκορίνι, ο οποίος είχε επίσης βομβαρδίσει τους Δημοκρατικούς στην Ισπανία και είχε συμμετάσχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη συνθηκολόγηση του βασιλιά το 1943 είχε ακολουθήσει τον Μουσολίνι στη βόρεια Ιταλία μέχρι την οριστική ήττα, το 1945. «Πολέμησε με το μέρος της ιστορικά λανθασμένης παράταξης, αλλά τον θεωρώ έναν εξαίρετο πιλότο και ένα στρατιώτη υπεράνω των πολιτικών ιδεολογιών», είχε δικαιολογηθεί ο δήμαρχος.
Αυτή η σταδιακή, αλλά με εντεινόμενο ρυθμό αναθεώρηση της Ιστορίας και αποκατάσταση του φασιστικού παρελθόντος συνδυάζεται με τη στροφή προς την Ακροδεξιά σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος. Πρόκειται για τάση που έδειχναν από τότε οι δημοσκοπήσεις και η οποία επιβεβαιώθηκε στις τελευταίες εκλογές και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με τον Τζόρτζια Μελόνι να έχει καταφέρει να υποσκελίσει τον Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος ουδόλως ευνοήθηκε από την συμμετοχή του στην κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι.
Η περίπτωση της Γκέρσι
Είναι αξιοσημείωτη η όλο και πιο συχνή αρθρογραφία “νοσταλγικού” τύπου στον ιταλικό Τύπο, το πιο ευαίσθητο θερμόμετρο για τις διαθέσεις των Ιταλών. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 2017, όλες οι εφημερίδες είχαν ασχοληθεί διεξοδικά με την περίπτωση της Τζουζεπίνα Γκέρσι, μιας κοπελίτσας 13 χρονών που είχε δήθεν εκτελεστεί από αντάρτες αμέσως μετά την πτώση του φασισμού.
Ο δήμαρχος του χωριού της, στα περίχωρα της Γένοβας, είχε πει πως ήθελε να της αναρτήσει προτομή, διότι «ήταν αθώο θύμα των ανταρτών, οι οποίοι πρώτα την βίασαν και μετά την εκτέλεσαν μπροστά στους γονείς της». Είναι αξιοσημείωτο ότι ο εν λόγω δήμαρχος είναι γόνος αντιφασίστα αντάρτη, αλλά ο ίδιος προτίμησε να ενταχθεί στη νεοφασιστική οργάνωση Forza Nuova. Από δημοσίευμα σε δημοσίευμα η ιστορία είχε πάρει τότε μεγάλες διαστάσεις.
Ορισμένες νεοφασιστικές ομάδες είχαν αντιγράψει και μια φωτογραφία από τη γαλλική αντίσταση και την είχαν διοχετεύσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις εφημερίδες, λέγοντας ψευδώς πως απεικόνιζε την Γκέρσι. Μόνο μετά από ένα μήνα κατέβηκαν στον στίβο σοβαροί ιστορικοί μελετητές της ιταλικής αντίστασης και ξεκαθάρισαν το τοπίο: η κοπελίτσα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, είχε όντως προκαλέσει την έχθρα των κατοίκων ως φανατική φασίστρια και ως πληροφοριοδότης των Γερμανών.
Της απέδιδαν τη σύλληψη και την εκτέλεση πολλών αντιφασιστών της περιοχής. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι εκτελέστηκε από αντάρτες, καθώς, σε ανύποπτο χρόνο, ο πατέρας της είχε καταγγείλει στις αρχές πως δέχεται απειλές από κοινούς εγκληματίες για να του αποσπάσουν χρήματα. Σίγουρα, η κοπέλα δεν βιάστηκε και η εκτέλεση δεν έγινε ενώπιον των γονιών της.
Ήδη πριν από τη θλιβερή ιστορία της Γκέρσι, εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά δημοσιεύματα για την «παλιά καλή προπολεμική εποχή», όταν –εντελώς συμπτωματικά!– κυβερνούσε κάποιος Μουσολίνι! Η Corriere della Sera ξεκίνησε με “ιστορικές” περιγραφές της αποικιοκρατούμενης Λιβύης, σε έμμεση σύγκριση με το σημερινό χάος. Ακολούθησαν δημοσιεύματα της La Stampa με κύριο συστατικό τη νοσταλγία για τα χρόνια της «ρωμαλέας βιομηχανικής ανάπτυξης» στο Τορίνο, όταν η FIAT παρήγαγε αεροπλάνα, άρματα μάχης και κανόνια για τον Ντούτσε.
Ο “κακός” Χίτλερ
Το φθινόπωρο του 2017, η Corriere della Sera είχε δημοσιεύσει μεγάλο άρθρο γνωστού δημοσιογράφου βασισμένο στον αρχαίο μύθο πως ο Μουσολίνι επέβαλε την αντισημιτική νομοθεσία «ενάντια στη θέλησή του» και «κατόπιν πιέσεων του Χίτλερ». Κι όμως, είναι γνωστά από την λήξη του πολέμου τα ημερολόγια του γαμπρού του Ντούτσε και υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο.
Αυτός έχει καταγράψει μέρα με τη μέρα πώς ο Μουσολίνι θέλησε την αντιεβραϊκή νομοθεσία, την έγραψε ο ίδιος, επεκτείνοντας στους Ιταλούς Ισραηλίτες τα ρατσιστικά μέτρα που ήδη ίσχυαν εναντίον των Αφρικανών. Τα είχε θέσει σε ισχύ το Νοέμβριο 1938. Δεν υπήρξε καμία πίεση από πλευράς του Χίτλερ, ο οποίος είχε περιοριστεί να εκφράσει την ικανοποίηση του, όταν είχαν ανακοινωθεί τα μέτρα.
Στην Ιταλία ελάχιστοι απορούν πλέον για όλα αυτά. Κατά τη διάρκεια της σχεδόν εικοσαετίας που διήρκησαν συνολικά οι κυβερνήσεις Μπερλουσκόνι, υπουργοί προερχόμενοι από το παλαιό φασιστικό κόμμα (το MSI) έκαναν τα πάντα, ώστε να αποδομήσουν οτιδήποτε θύμιζε την αντιφασιστική αντίσταση και να αναδείξουν τα έργα του μουσολινικού καθεστώτος. Ο μύθος περί καλού Μουσολίνι, που δεν ήθελε τα αντιεβραϊκά μέτρα, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποκύψει στον κακό Χίτλερ, έχει επικυρωθεί δημοσίως από τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι. Ο τότε πρωθυπουργός, εξάλλου, είχε συστηματικά αποφύγει να συμμετάσχει στους εορτασμούς για την επέτειο της απελευθέρωσης από τον φασισμό.
Δεν έχανε δε την ευκαιρία να χαρακτηρίζει δημοσίως το φασιστικό καθεστώς «αυστηρό, αλλά όχι καταπιεστικό», αφού έστειλε τους «λιγοστούς αντιπολιτευόμενους» να «παραθερίσουν δωρεάν» σε κάποια ξερονήσια! Στα σχολεία, η πρόσφατη ιταλική ιστορία, η περίοδος του φασιστικού καθεστώτος, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η αντίσταση, που ήδη διδάσκονταν βιαστικά στο τέλος της χρονιάς, τελικά έχουν εξαφανιστεί από το επίσημο πρόγραμμα του υπουργείου. Μετά από όλα αυτά δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη που η ηγέτιδα των “Αδελφών” Μελόνι ράβει “πρωθυπουργικό ταγέρ”!