Πως και γιατί η ευρωπαϊκή νομοθεσία αλλάζει το ψηφιακό τοπίο
05/09/2025
Με στόχο «να γίνουν οι ευρωπαϊκές Δημοκρατίες δυνατότερες» το Σχέδιο απαντά στην άνοδο του εξτρεμισμού, στις παρεμβάσεις σε εκλογικές διαδικασίες, στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης και στις απειλές κατά δημοσιογράφων, υπό το πρίσμα της “ψηφιακής επανάστασης”. Προτείνει να βελτιωθεί ο Κώδικας και να θεσπιστεί ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τις ψηφιακές υπηρεσίες.
Οι Οδηγίες για την Ενδυνάμωση της Εφαρμογής του Κώδικα εκδόθηκαν χωρίς καθυστέρηση (Μάϊος 2021) και υπογράφηκε αναθεωρημένος Κώδικας. Θεσπίστηκε ο ευρωπαϊκός κανονισμός 2022/2065 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών ή αλλιώς Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (η Πράξη). Πρόκειται για καινοτόμο και θαρραλέα ευρωπαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, που αλλάζει θεμελιωδώς το διεθνές πληροφοριακό περιβάλλον.
Η πρόταση συντάχθηκε από την ΕΕ σε χρόνο ρεκόρ και η διαπραγμάτευση ήταν εντατική. Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο 2022 και τέθηκε σε εφαρμογή το Φεβρουαρίου 2024, πλην των διατάξεων για τις πολύ μεγάλες πλατφόρμες και μηχανές αναζήτησης, που τέθηκαν σε άμεση ισχύ. Στη χώρα μας η Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) ορίστηκε αρμόδια για τον έλεγχο εφαρμογής και συμμόρφωσης.
Η Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες επιδιώκει να προστατεύσει τους χρήστες “ενδιάμεσων ψηφιακών υπηρεσιών”, που διαμένουν στην ΕΕ, από παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο συμπεριλαμβανομένης της παραπληροφόρησης. Στις υπηρεσίες αυτές υπάγονται μεταξύ άλλων οι διαδικτυακές πλατφόρμες (online platforms), οι πλατφόρμες πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, τα καταστήματα εφαρμογών (app stores), ανεξαρτήτως αν έχουν έδρα εντός ή εκτός ΕΕ (εφεξής οι πάροχοι).
Έλεγχος περιεχομένου & Επιβολή κανόνων
Δεν προβλέπεται “γενική” υποχρέωση των παρόχων ελέγχου του περιεχομένου, με εξαίρεση τις «πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες και μηχανές αναζήτησης», δηλαδή αυτές που, κατά δήλωσή τους, έχουν περισσότερους από 45 εκατ. ενεργούς χρήστες, μηνιαίως στην ΕΕ. Σήμερα, ως τέτοιες έχουν χαρακτηριστεί οι εξής 22 πλατφόρμες και μηχανές αναζήτησης: Alibaba, Ali Express, Amazon Store, Apple AppStore, Pornhub, Booking.com, Google Search, Google Play, Google Maps, Google Shopping, YouTube, Instagram, Facebook, LinkedIn, Pinterest, Snapchat, Strip chat, TikTok, X (πρώην Twitter), X Videos, Wikipedia, Zalando, Bing.
Αυτές οφείλουν να εντοπίζουν, να αξιολογούν και να αναφέρουν στην Κομισιόν πότε το περιεχόμενο που αναρτάται αποτελεί “συστημικό κίνδυνο”. Αυτό συμβαίνει όταν το περιεχόμενο είναι “παράνομο” ή παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα ή απειλεί τη δημόσια ασφάλεια, τις εκλογικές διαδικασίες και το δημόσιο διάλογο, τη δημόσια υγεία, την πνευματική και φυσική υγεία. Η εκτίμηση του κινδύνου πρέπει να βασίζεται στις βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες και επιστημονικές γνώσεις και να γίνεται σε συνεργασία με εκπροσώπους των χρηστών, ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και την κοινωνία των πολιτών. Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για τις περιόδους κρίσης, όπου απειλείται η ασφάλεια και δημόσια υγεία.
Σημειωτέον, ότι για τη διευκόλυνση της τήρησης των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τον Κώδικα αυτό-ρύθμισης και την Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, καθώς και για την ομοιογενή εκτίμηση των συστημικών κινδύνων και τη λήψη μέτρων, κρίθηκε σκόπιμη η ενσωμάτωση του Κώδικα στην Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (αρχές 2025). Ομοίως ενσωματώθηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας του 2016 σχετικά με τη Ρητορική Μίσους στο Διαδίκτυο.
Για την αποτελεσματική εφαρμογή της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες η Κομισιόν εξοπλίστηκε με σημαντικές ελεγκτικές εξουσίες: μπορεί να ζητά πληροφορίες, να διεξάγει συνεντεύξεις, επιτόπιες επιθεωρήσεις και σφραγίσεις βιβλίων, να απαιτεί πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων και αλγορίθμους, ενίοτε με τη συνδρομή ανεξάρτητων ή εθνικών εμπειρογνωμόνων. Ο πολύ μεγάλος πάροχος υποχρεούται σε συμμόρφωση επί ποινή προστίμου. Αν απαιτείται επείγουσα δράση, προβλέπεται δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων.
Αν η Κομισιόν αποφανθεί ότι υφίσταται παραβίαση, μπορεί να επιβάλει πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει το 6% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του παρόχου κατά το προηγούμενο έτος, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, βαρύτητας, διάρκειας και επανάληψης της παράβασης. Ως έσχατο μέτρο, όταν η παράβαση συνεχίζεται και έχει επιβλαβείς συνέπειες, η Κομισιόν μπορεί να ζητήσει από το Κράτος-Μέλος εγκατάστασης του παρόχου να μεριμνήσει για την παύση της παράβασης. Εάν η παράβαση συνιστά ποινικό αδίκημα κατά της ζωής ή ασφάλειας ατόμων, η Κομισιόν μπορεί να ζητήσει δικαστική διαταγή περί προσωρινού περιορισμού της πρόσβασης των χρηστών στην υπηρεσία.
Ένα έτος εφαρμογής: Η εφαρμογή της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες ξεκίνησe με την υποβολή ερωτημάτων σε όλους σχεδόν τους μεγάλους παρόχους. Αφορούν για παράδειγμα, τα μέτρα εν όψει των κινδύνων της τεχνητής νοημοσύνης, όπως ψευδείς πληροφορίες, αναμετάδοση deepfakes, χειραγώγηση και παραπλάνηση ψηφοφόρων και τους τρόπους προστασίας των εκλογών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με έμφαση στην προστασία των ανηλίκων. Διαδικασία επί παραβάσει ξεκίνησε κατά του Facebook, το οποίο έλαβε μέτρα συμμόρφωσης και του TikTok στο οποίο επιβλήθηκε ποινή προσωρινής, μερικής παύσης λειτουργίας σε δύο χώρες.
Είναι αυτή η λύση;
Η ΕΕ εξοπλίστηκε με αυστηρούς, δεοντολογικούς και νομικούς κανόνες για να καταστήσει τις διαδικτυακές πλατφόρμες υπόλογες για τις πληροφορίες που κυκλοφορούν σε αυτές. Όμως αυτό δεν αναχαίτισε τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση, που μάλιστα είναι Νο1 στη λίστα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ με τους κινδύνους για το 2025 και για τα επόμενα δύο χρόνια και τέταρτη στη γενική λίστα των κινδύνων, μετά τις ένοπλες συρράξεις, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις γεωοικονομικές αντιπαραθέσεις. Από άποψη δημόσιας υγείας, στο στόχαστρο είναι τώρα ο εμβολιασμός, κάτι για το οποίο έκρουσε τον κώδωνα κινδύνου ο Υπουργός Υγείας της Γαλλίας στο πρόσφατο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ανησυχητικό είναι επίσης ότι η διαδικτυακή παραπληροφόρηση και χειραγώγηση πληροφοριών περιλαμβάνονται στη Στρατηγική της Κομισιόν για “την ευρωπαϊκή, εσωτερική ασφάλεια-Protect EU” (Απρίλιος 2025) ανάμεσα σε άλλες υβριδικές επιθέσεις κατά της ΕΕ, όπως παρεμβάσεις σε εκλογές, κυβερνοεπιθέσεις, βλάβες σε ζωτικές υποδομές, εμπρησμούς και κατευθυνόμενη μετανάστευση. Η Στρατηγική συνιστά αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας και συνεργασία των Κρατών, όπως και περισσότερη εκπαίδευση για το διαδίκτυο, ώστε οι πολίτες να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν κριτική σκέψη.
Για τη βιομηχανία, όπως για τον Eric Schmidt, πρώην CEO της Google, δεν υπάρχει λύση, γιατί “ισχύει ό,τι και για τα πυρηνικά όπλα, όταν το τζίνι απελευθερωθεί δεν μπορεί να ξαναμπεί στο λυχνάρι”. Για άλλους, η λύση είναι έλεγχος του περιεχομένου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι λογοκρισία. Προτείνεται να “επανασχεδιαστεί το internet”, με τρόπο που οι πλατφόρμες να ελέγχουν την αξιοπιστία των πληροφοριών (Αμερικανός ερευνητής Francis Fukuyama) ή να υπάρξει ένα “νέο μοντέλο δημοκρατικής διαχείρισης” με εκπαιδευμένους επιστήμονες, ερευνητές και ειδικούς πληροφορικής (Samuel Woolley, Αμερικανός Αναπλ. Καθηγητής Επικοινωνίας, ειδικός στην παραπληροφόρηση).
Οι ερευνητές του Harvard, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος περιεχομένου δεν αρκεί. Για να έχει κανείς πλήρη εικόνα πρέπει να γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας και το επιχειρηματικό μοντέλο των διαδικτυακών πλατφόρμων, αλλά ταυτόχρονα το ευρύτερο πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο, τις δομές εξουσίας, τους κρατικούς φορείς και το περιβάλλον των ΜΜΕ. Αλλά και πρακτικά, φαίνεται ότι αυτό είναι δύσκολο. Με 4,5 δισ. χρήστες του internet παγκοσμίως ο αριθμός των πληροφοριών που παράγονται είναι ασύλληπτο. Εκτιμάται σε decimal yottoabytes. Oσο για τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, όχι μόνο θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά μετατρέπονται σε υπερδυνάμεις, όπως είπε ο Mark Zuckerberg, CEO της Meta, για το Facebook.
Μέτωπο κατά της παραπληροφόρησης
Συνεπώς, εφόσον οι διαδικτυακές πλατφόρμες ανέλαβαν τον ειδησεογραφικό ρόλο των ΜΜΕ, οφείλουν να συνεργάζονται με δημοσιογράφους και να υπάγονται στους αυστηρούς κανόνες που διέπουν το λειτούργημα αυτό, όπως έκανε το Twitter, που συνεργάστηκε με το Πρακτορείο Reyters και το Associated Press. Αναντίρρητα, όλοι οι κοινωνικοί φορείς και οι χρήστες του internet ατομικά πρέπει να αποκτήσουμε ενεργό ρόλο στη μάχη κατά της διαδικτυακής παραπληροφόρησης, όμως οι δημοσιογράφοι είναι στο πρώτο μέτωπο.
Αυτό υποστηρίζεται και στο βιβλίο για τη διεθνή παραπληροφόρηση, όπου μάλιστα αναφέρεται το εξής περιστατικό: το 2021, το Νόμπελ Ειρήνης κέρδισαν δύο δημοσιογράφοι, η Φιλιπινο-αμερικανίδα Maria Ressa και ο Ρώσσος Dmitry Muratov. Η πρώτη έγραψε βιβλία για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως όπλο, όπου εξηγεί πώς οι τρομοκρατικές οργανώσεις χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες για τη ριζοσπαστικοποίηση των χρηστών) καθώς και για το ρόλο τους στη φθίνουσα πορεία των δημοκρατιών.
Ο Muratov συνεχίζει να μάχεται, παρά τις διώξεις, για την προστασία της ελευθερίας του λόγου. Στην τελετή απονομής του Βραβείου στο Όσλο είπε: «Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τους συναδέλφους ρεπόρτερ και τη Maria Ressa που έδωσαν τη ζωή τους για αυτό το επάγγελμα και στήριξαν όσους υπέφεραν από διώξεις. Επιθυμία μου είναι οι δημοσιογράφοι να πεθαίνουν γέροι».