Πώς το εργασιακό βάζει στο στόχαστρο την απεργία
16/06/2021Ένα, οιονεί ενδημικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα του δικαίου που αφορά την απεργία στη χώρα μας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ τυπικής νομικής προστασίας και κανονιστικής πραγμάτωσης του δικαιώματος απεργίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη δυναμική ερμηνείας και εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας, συνταγματικής και κρατικής, η οποία έχει οδηγήσει σε μια διαδικασία προϊούσας απορρύθμισης του δικαιώματος.
Η απορρύθμιση αυτή οφείλεται βασικά στον, ακραίο και συχνά άκριτο, πάντως ασφυκτικό έλεγχο καταχρηστικότητας της απεργίας, μέσω μιας κακώς εννοούμενης και ερμηνευόμενης αρχής της αναλογικότητας. Ωστόσο, πέραν αυτού και της ανεπεξέργαστης και άστοχης μεταφοράς στο ελληνικό εργατικό δίκαιο γερμανικής προέλευσης αρχών, η δυναμική αυτή απορρύθμισης επεκτείνεται και σε δικονομικό επίπεδο.
Σε αυτό το επίπεδο, κυριαρχεί βασικά η ερμηνευτική μετάλλαξη της ειδικής διαδικασίας επίλυσης των σχετικών με την απεργία διαφορών σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, που όμως απαγορεύεται ρητά από το νόμο (άρθρο 22 ν. 1264/1982). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διαταγή διακοπής της απεργίας και παράλειψής της στο μέλλον, συνοδευόμενη μάλιστα από την κήρυξη της σχετικής απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής.
Η δραστική αυτή νομολογιακή απορρύθμιση του δικαιώματος απεργίας, ενισχυόμενη ιδίως κατά την περίοδο των μνημονίων, αλλά και από την, προκαλούμενη μέσω της πανδημίας, επιδείνωση της κρίσης απασχόλησης και τον καιροφυλακτούντα κίνδυνο απολύσεων, σε συνδυασμό με την προϊούσα εξασθένιση των συνδικαλιστικών αναχωμάτων, δεν χρειάστηκε μια περαιτέρω νομοθετική απορρύθμιση.
Νεοφιλελεύθερο μοντέλο
Ωστόσο, και σε πείσμα της όποιας προώθησης ενός μοντέλου κοινωνικού καπιταλισμού, έχει κυριαρχήσει από το 2019 (ν. 4635) μία ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη πολιτική και, υπό το καθεστώς φόβου και ανασφάλειας καλλιεργούμενης, σε σημείο σχεδόν παροξυσμού, από τα περιβόητα συστημικά ΜΜΕ και δημιουργίας ενός κλίματος γενικού κοινωνικού μιθριδατισμού, η κυβέρνηση έκρινε ότι «ήγγικεν η ώρα» μιας νέας νομοθετικής και τελειωτικής απορρυθμιστικής παρέμβασης.
Τα επίμαχα σημεία του νομοσχεδίου, τα οποία προκαλούν έντονη κριτική, είναι τα εξής:
Ως προς το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας (νέα ονομασία, “προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας”, άρθρα 92 και 95) προβληματική είναι η ρύθμιση που δεν αφήνει τον καθορισμό του σχετικού ποσοστού στη βούληση εργαζομένων και εργοδοτών, η οποία θα διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες της συγκεκριμένης επιχείρησης, αλλά εντελώς σχηματικά και τυποποιημένα προβλέπει κρατικό νομοθετικό προσδιορισμό.
Πρόκειται για ένα υπερβολικό και δυσανάλογο προς τη φύση και τελολογία του δικαιώματος απεργίας, περιορισμό που ούτε στις ΔΕΚΟ επιτρέπεται, μέσω μείωσης της πιεστικής και ζημιογόνας λειτουργίας του, να απωλέσει τη συνταγματικά διασφαλισμένη αποτελεσματικότητά του. Εξάλλου, εντύπωση προκαλεί η εξαίρεση από τον κατάλογο των ΔΕΚΟ των επιχειρήσεων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.
Οι “εσωτερικοί” απεργοσπάστες
Πίσω από την “περίεργη” εξαίρεση αυτή δεν κρύβεται βεβαίως κάποια νέα αντίληψη για το αν και κατά πόσο οι επίμαχες επιχειρήσεις εντάσσονται πια στις ΔΕΚΟ, δηλαδή υπηρετούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Με την εξαίρεση αυτή ο “κουτοπόνηρος” νομοθέτης θέτει εκτός διαδικασίας μονομερούς διαιτησίας τις σχέσεις εργασίας στις επίμαχες επιχειρήσεις. Τούτο δε καθώς μόνο τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ διατηρούν πια το δικαίωμα αυτό (άρθρο 57 ν. 4635/2019).
Όμως πράγματι εκθεμελιωτική ουσιαστικά του δικαιώματος απεργίας είναι η ρύθμιση του άρθρου 93, με τον πομπώδη όσο και παραπλανητικό τίτλο “προστασία του δικαιώματος στην εργασία”, που ωστόσο δεν αποδίδει τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που δεν είναι το δικαίωμα (άρθρο 22 παρ. 1 Σ), αλλά η ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) εργασίας των μη συμμετεχόντων στην απεργία εργαζόμενων.
Πρόκειται για τους λεγόμενους “εσωτερικούς” απεργοσπάστες, που μπορεί να είναι μη οργανωμένοι, οργανωμένοι σε μη απεργούν συνδικάτο ή να είναι μειοψηφήσαντα μέλη του συνδικάτου που έχει κηρύξει την απεργία. Αντιλαμβάνεται κανείς εν πρώτοις τη σχηματικότητα, την αστοχία και το άδικο της αξιολόγησης. Ειδικότερα ως προς την τρίτη κατηγορία μη απεργών, πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση και της δημοκρατικής αρχής του σεβασμού της πλειοψηφίας, η οποία συχνά μάλιστα τιμωρείται πειθαρχικά μέσω σχετικής διάταξης του καταστατικού της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Μειοψηφίες και απειθαρχία
Αντιλαμβάνεται κανείς πού θα οδηγούσε μια τέτοια αντίληψη σε περιπτώσεις ισχυρής μειοψηφίας, όπου η απειθαρχία θα οδηγούσε μαθηματικά στην αχρήστευση της απεργίας. Η τυχόν δε προσπάθεια αιτιολόγησης μιας τέτοιας επιλογής μέσω επίκλησης της ελευθερίας εργασίας και της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας θα απεμπολούσε τη συνταγματική πεμπτουσία του συνδικαλισμού ως συλλογικής αλληλέγγυας δράσης και, συνακόλουθα, του ίδιου του δικαιώματος απεργίας, που συγκροτεί την αναντικατάστατη κεντρική αγωνιστική συνιστώσα του.
Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το δικαίωμα εργασίας, ως συλλογικά διεκδικούμενο δικαίωμα που προϋποθέτει και απαιτεί αποτελεσματική άσκηση της συνδικαλιστικής δράσης και της απεργίας, ικανοποιεί τελικά τα πραγματικά συμφέροντα και των μη συμμετεχόντων στην απεργία, που είναι η βελτίωση και διασφάλιση των όρων και των θέσεων εργασίας. Η μεγάλη, ανεπίστρεπτη και ιστορική, κατάκτηση των εργαζομένων δεν έγκειται βεβαίως στη βούληση αποχής από το συλλογικό γίγνεσθαι, αλλά στη συνειδητή επιλογή ενεργού συμμετοχής σε αυτό.
Το εξωφρενικό όμως και τερατώδες της επίμαχης ρύθμισης είναι η επιβολή υποχρέωσης στο συνδικάτο που απεργεί, αντί να προστατεύσει την απεργία και τους απεργούς, δηλαδή τις επιδιωκόμενες αγωνιστικά διεκδικήσεις, να προστατεύσει τους επιθυμούντες να εργαστούν (εσωτερικούς απεργοσπάστες), ακόμη και αν είναι μειοψηφήσαντα μέλη του συνδικάτου.
Προστασία για τους απεργοσπάστες
Ταυτόχρονα δεν καταργούνται μόνο τα όποια, ιστορικά κατακτημένα, δικαιώματα και μέσα που συνδέονται με την περιφρούρηση της απεργίας, αλλά επίσης παραβιάζεται το πνεύμα και η τελολογία της ακόμη ισχύουσας ρύθμισης του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1264/1982, για την απαγόρευση πρόσληψης απεργοσπαστών κατά τη διάρκεια νόμιμης απεργίας.
Άλλωστε, η περιφρούρηση της απεργίας αυτή καθαυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νόμιμη άμυνα κατά της, χαρακτηριζόμενης ως παρούσας και άδικης επίθεσης (ΑΚ 284), προσπάθειας των επιχειρούντων –παραβιάζοντας προφανώς βιαίως την περιφρούρηση– να εργαστούν, κατά του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας, το οποίο μάλιστα, στη σύγκρισή του με τα δικαιώματα των “εσωτερικών” απεργοσπαστών (αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία για τους ασυνδικάλιστους κυρίως και ελευθερία εργασίας), αξιώνει αξιολογική προτεραιότητα.
Βεβαίως, από τα παραπάνω δεν συνάγεται η οποιαδήποτε ατιμωρησία για τους διαπράττοντες, κατά τη διάρκεια της απεργίας, ποινικά κολάσιμες πράξεις απεργούς, οι οποίες, άλλωστε, δεν οδηγούν κατά κανόνα σε ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, αφού απαιτείται εξατομίκευση της σχετικής ευθύνης. Ούτε καθιστούν άνευ άλλου την απεργία καταχρηστική, εκτός αν βεβαίως αποδειχθεί η υποκίνηση των πράξεων αυτών από το συνδικάτο.
Περιορισμός του δικαιώματος
Η επιχειρούμενη από την επίμαχη ρύθμιση πρωτοφανής αλλά και αχρείαστη, λόγω των αντιαπεργιακών εμμονών της νομολογίας, ταύτιση συμφερόντων εργοδότη και απεργοσπαστών, ανεξαρτήτως μάλιστα κατηγοριοποίησης των τελευταίων, αποτελεί “αδιάψευστη” ένδειξη του… “φιλεργατικού πνεύματος” του όλου νομοσχεδίου. Τέλος, αποκαλυπτική των αποδιαρθρωτικών της απεργίας επιδιώξεων του υπό κρίση νομοσχεδίου είναι και η ρύθμιση του άρθρου 94 για το δημόσιο διάλογο, ως προϋπόθεση άσκησης του δικαιώματος αυτού στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ.
Σημειωτέον εν πρώτοις ότι ο θεσμός αυτός έχει, ήδη από την καθιέρωσή του, οδηγήσει σε αυστηρή κριτική, από μεγάλο μέρος της θεωρίας, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για έναν αδικαιολόγητο και υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας στο Δημόσιο, ελεγχόμενο μάλιστα και ως αντισυνταγματικό (Α. Καζάκος). Ωστόσο προβλεπόταν ρητά ότι η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αποτελεί και λόγο αναστολής του δικαιώματος της απεργίας (ν. 2224/1994 άρθρο 3 παρ. 5).
Εντούτοις, η νέα αυτή ρύθμιση, όχι μόνο αγνόησε την ασκηθείσα στο παρελθόν κριτική, αλλά πολύ περισσότερο προβλέπει την αναστολή του δικαιώματος απεργίας. Πρόκειται για μια ρύθμιση που δεν παραβιάζει απλώς την αρχή της αναλογικότητας, καθιστώντας υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος απεργίας στο Δημόσιο, αλλά εγγίζει τον ίδιο, τον συνταγματικά προστατευόμενο, πυρήνα του δικαιώματος. Βεβαίως υπάρχουν και άλλες ρυθμίσεις, που, άμεσα ή έμμεσα, αποσταθεροποιούν το δικαίωμα απεργίας, όπως π.χ. εκείνη που αφορά την, μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, λήψη της σχετικής απόφασης.