Πόσο επηρεάζει η ψήφος στις ευρωεκλογές την πορεία της ΕΕ
09/05/2024Η ανακοίνωση από τα πολιτικά κόμματα των ονομάτων των υποψηφίων για τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024, αποτέλεσε για τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ το έναυσμα για την έναρξη συζητήσεων περί της καταλληλόλητας τους ή μη. Κοινή συνισταμένη είναι η εκτίμηση ότι η επιλογή τους έγινε με όρους αναγνωρισιμότητας και παρουσίας στα κοινωνικά δίκτυα ή στα ΜΜΕ (life style) και όχι για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις ή την πιθανή ικανότητά τους να εκπροσωπήσουν τις εθνικές και κομματικές θέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Πολλοί σχολιαστές και αρθρογράφοι μέμφονται το πολιτικό σύστημα ότι δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις για τη θέση της Ελλάδας εντός της ΕΕ και ότι αντιμετωπίζει την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση ως δημοψήφισμα για την έγκριση ή απόρριψη των κυβερνητικών επιλογών στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Για χάρη της συζήτησης να συμφωνήσουμε ότι τα ανωτέρω ισχύουν ως έχουν.
Εάν εξεταστεί όμως βαθύτερα η τρέχουσα ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα, σε συνάρτηση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, μήπως η όλη εκλογική διαδικασία δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και ουσιαστικά η όλη αντιπαράθεση γίνεται για ένα “αδειανό πουκάμισο”; Μήπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένας ούτως ή άλλως αποδυναμωμένος θεσμός, οπότε ακόμη και εάν η χώρα συγκροτήσει και στείλει ως αντιπροσώπους της σε αυτό μία εθνική “dream team”, στην πραγματικότητα δεν θα αλλάξει κάτι αναφορικά με τον σκληρό πυρήνα των ασκούμενων πολιτικών της ΕΕ;
Σύμφωνα με τα ισχύοντα θεσμικά κείμενα της ΕΕ (τα οποία είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και δυσνόητα για τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη) στο νομοθετικό επίπεδο το Ευρωκοινοβουλίου δεν μπορεί αφ’ εαυτού να εισαγάγει ένα σχέδιο νόμου για ψηφοφορία. Ο μόνος θεσμός που έχει την αρμοδιότητα να προτείνει νέους νόμους είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν είναι αιρετή από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Οι αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψηφίζουν επί αυτών και εισηγούνται εάν υπάρχουν τροποποιήσεις, πριν εισαχθούν στην ολομέλεια για ψήφιση. Αυτό ισχύει μόνο για την απλή νομοθετική διαδικασία. Για ειδικές νομοθετικές διαδικασίες, όπως είναι ο προϋπολογισμός της ΕΕ, το κοινοβούλιο έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Μία παραχώρηση της εκτελεστικής εξουσίας είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η γνωμοδότηση του Ευρωκοινοβουλίου πριν αποκτήσει μία εισήγηση την ισχύ νόμου.
Ευρω-μηχανισμοί και αρμοδιότητες
Στο επίπεδο της διάκρισης των εξουσιών και των μηχανισμών εξισορρόπησης και ελέγχου (checks and balances), για να θεωρηθεί ότι κάποιο κοινοβούλιο ή νομοθετικό Σώμα έχει ισχύ και μπορεί να παρακωλύσει τη λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας όταν απαιτείται, πρέπει να ελέγχει τρεις βασικούς τομείς: Την οικονομία, την εξωτερική πολιτική και την άμυνα – ασφάλεια. Επίσης πρέπει να δύναται να εγκρίνει ή απομακρύνει πρόσωπα που ασκούν εκτελεστική εξουσία.
Στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο τέτοιο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ο/η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (τώρα είναι ο Σαρλ Μισέλ), που εκπροσωπεί τους αρχηγούς των κρατών/κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Εκλέγεται από τα μέλη του Συμβουλίου με ειδική διαδικασία και δεν εμπλέκεται καθόλου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το άλλο όργανο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί εκτελεστική εξουσία είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission), η οποία όπως προαναφέρθηκε είναι μη-αιρετή. Η τελευταία αποτελείται από τον/την Πρόεδρο και τους Επιτρόπους.
Ο/η πρόεδρος (τώρα είναι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) προτείνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Το Ευρωκοινοβούλιο ψηφίζει για την έγκριση ή μη του/της υποψηφίου προέδρου ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις αποφασίζουν για τους Επιτρόπους. Αν και είναι σπάνιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει δικαίωμα να καταψηφίσει την/τον προτεινόμενο και τότε το Συμβούλιο πρέπει να προτείνει έναν άλλο.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ δεν ανήκει στην δικαιοδοσία του Ευρωκοινοβουλίου. Ομοίως εκτός της αρμοδιότητάς του είναι και η λειτουργία του κοινού νομίσματος και της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ. Υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική της Ένωσης και ιδιαίτερα για όσες χώρες συμμετέχουν στο Ευρώ είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η Ευρωομάδα (Eurogroup), καθώς και το ECOFIN. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει περιορισμένη αρμοδιότητα στις ασκούμενες πολιτικές και μπορεί να ασκεί συγκεκριμένο νομοθετικό έργο που αφορά στην οικονομική πολιτική της ΕΕ. Εμείς οι Έλληνες τα τελευταία 14 χρόνια έχουμε ιδία πείρα εάν στις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές λαμβάνονται υπόψη οι λαοί ή το Ευρωκοινοβούλιο.
Η εξωτερική πολιτική της ΕΕ εξακολουθεί να είναι αρμοδιότητα της κάθε χώρας-μέλους, αλλά αντίστοιχα θεσμικά κείμενα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη ενός Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, που προΐσταται του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, στο οποίο συμμετέχουν οι ΥΠΕΞ των κρατών – μελών. Την παρούσα περίοδο είναι ο Ζοζέπ Μπορέλ. Για τον διορισμό του αποφασίζουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ο/η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το Κοινοβούλιο να ασκεί συμβουλευτικό μόνο ρόλο.
Τέλος, η αμυντική πολιτική της ΕΕ παραμένει υπόθεση των κρατών-μελών, ενώ υπάρχουν συντονιστικά όργανα, όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (European External Action Service / EEAS), ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, κ.α. Κοινό γνώρισμα όλων είναι ότι δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΕΚ. Με απλά λόγια δεν υπάρχει ένας κοινός Ευρωπαϊκός Στρατός, ούτε υπάρχει κάποια δέσμευση από την ΕΕ για προστασία των συνόρων των κρατών-μελών. Ομοίως όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, η κάθε χώρα είναι στην πραγματικότητα μόνη της στην αντιμετώπιση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ασχέτως των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της FRONTEX.
Κοινοβούλιο περιορισμένης ευθύνης
Από τα παραπάνω, εκτιμάται ότι είναι ξεκάθαρο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να έχει κάποιες νομοθετικές αρμοδιότητες, αλλά πόρρω απέχει από την έννοια που δίνουμε στα εθνικά κοινοβούλια. Οι κυβερνώντες και τα κομματικά επιτελεία γνωρίζουν τις πραγματικές δυνατότητες και όρια του Ευρωκοινοβουλίου, οπότε σχεδιάζουν και πράττουν ανάλογα. Δημιουργούν τεχνητή πόλωση του πολιτικού κλίματος προκειμένου να μην απαξιωθεί τελείως ο θεσμός
Παράλληλα, χρησιμοποιούν την όλη διαδικασία ως όχημα απομάκρυνσης επικίνδυνων ανταγωνιστών, χωρίς τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων, ενώ ταυτόχρονα επιλέγουν ως αντιπροσώπους ανθρώπους, οι οποίοι δεν πρόκειται να καταστούν μελλοντικά κομματικοί αντίπαλοι στη διαχείριση και νομή της εγχώριας εξουσίας. Εξυπηρετούν επίσης κομματικούς ή προσωπικούς φίλους, οι οποίοι προσεγγίζουν το όριο της “πολιτικής αποστρατείας”.
Δείγμα του κυνισμού και της υποκρισίας των κυβερνώντων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η ευκολία με την οποία καρπώνονται οποιεσδήποτε αποφάσεις-ρυθμίσεις αποδεικνύονται ευνοϊκές για τα εθνικά συμφέροντά τους, ενώ σπεύδουν αμέσως να επιρρίψουν την ευθύνη στα ευρωπαϊκά όργανα για οποιεσδήποτε αρνητικές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι μεγάλο μέρος των κανονιστικών αποφάσεων λαμβάνονται από μη-εκλεγμένους (άρα μη-λογοδοτούντες) ανώνυμους γραφειοκράτες, λειτουργεί ενισχυτικά για την αύξηση της απογοήτευσης των Ευρωπαίων πολιτών όχι μόνο από τη λειτουργία του ΕΚ, αλλά γενικότερα της ΕΕ.
Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει αποδείξει ότι, η ΕΕ ως θεσμός άγεται και φέρεται από κρίση σε κρίση, οι οποίες φαινομενικά υπερβαίνονται κατόπιν διαβουλεύσεων και συμβιβασμών μεταξύ των κυβερνήσεων. Στην πραγματικότητα αυτό που επιτυγχάνεται είναι η αύξηση της δυσπιστίας σε μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού ως προς την ικανότητα των ευρωπαϊκών οργάνων να επιλύουν προβλήματα. Δεν είναι τυχαία η εντυπωσιακή άνοδος ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, ούτε οι Ευρωπαίοι πολίτες παραφρόνησαν ξαφνικά και επιλέγουν ακραίες πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται την επιστροφή σε ένα ισχυρό εθνικό κράτος.
Προς αποσάθρωση της ΕΕ
Άποψη του γράφοντος είναι ότι εάν συνεχιστεί η παρούσα πορεία οδηγούμαστε αναπόδραστα στην αποσάθρωση της ΕΕ και μετατροπή της σε μία μεταμοντέρνα Κοινωνία των Εθνών. Τα θεσμικά όργανα θα συνεδριάζουν και θα λαμβάνονται αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο, αλλά η κάθε χώρα θα πράττει όπως θεωρεί ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα εθνικά της συμφέροντα. Δεν θα διαλυθεί διότι δεν επιθυμεί καμία ηγεσία να επωμισθεί το πολιτικό κόστος και η ΕΕ θα συνεχίσει ως κέλυφος, κενή από κάθε ουσία.
Αυτό που είναι λυπηρό και αποδεικνύει το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού διαλόγου όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και πανευρωπαϊκά, είναι η πλήρης απουσία συζητήσεων για το μέλλον της ΕΕ. Στην παρούσα συγκυρία με τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι πιο απαραίτητο από ποτέ η έναρξη ενός πανευρωπαϊκού διαλόγου για το μέλλον της Ένωσης. Πρέπει οι λαοί και οι ηγεσίες να συνειδητοποιήσουν ότι παρήλθε ανεπιστρεπτί ο καιρός που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κανοναρχούσαν τον κόσμο.
Η κάθε χώρα μόνη της, όσο μεγάλη και ανεπτυγμένη αν είναι, δεν αποτελεί υπολογίσιμο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό μέγεθος. Η ευκολία με την οποία εκπαραθυρώθηκε η Γαλλία από το Σαχέλ, αποτελεί αψευδή μάρτυρα. Η εικόνα του Πρόεδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, να ανακοινώνει τη διακοπή της λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 2, σε περίπτωση εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τον καγκελάριο της Γερμανίας να κοιτάζει αμήχανος τα παπούτσια του, είναι ενδεικτική της προαναφερθείσας αδυναμίας.
Εύλογα θα ισχυριστεί κάποιος και πολύ σωστά, ότι η ΕΕ δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ομοσπονδιακό κράτος και ούτε σχεδιάστηκε να λειτουργεί ως τέτοιο. Εάν οι ευρωπαϊκές χώρες και οι λαοί τους πρόκειται να έχουν λόγο στη διαμόρφωση του μέλλοντός τους και να μην αποτελούν άθυρμα στα σχέδια των ισχυρών, θα πρέπει να κινηθούν για τον ριζικό μετασχηματισμό της ΕΕ σε ομοσπονδία, όπως πολύ σοφά αναγράφεται στον θυρεό των ΗΠΑ “Pluribus Unum” (από τα πολλά ένα)». Αυτό θα μπορέσει να γίνει αποδεκτό από τους λαούς, μόνο εάν πειστούν ότι το εγχείρημα θα είναι προς όφελός τους, θα σέβεται την εθνική τους ιδιοπροσωπεία και ότι αποτελούν συστατικά μέρη μιας ενιαίας ταυτότητας που στηρίζεται πάνω σε κοινές πολιτισμικές βάσεις και αξίες. Το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό θα αναπτυχθεί σε επόμενο άρθρο.