Πόσο καλύπτει την Ελλάδα η θολή ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας;
22/05/2025
Στο Α’ ΜΕΡΟΣ (16-5-2025) αναφερθήκαμε στις γεωοικονομικές και γεωπολιτικές ανατροπές, που επιφέρει η Διοίκηση Τραμπ 2.0, επισημαίνοντας τις αναταράξεις, που προκαλεί ο εμπορικός πόλεμος και η διαχείριση του Ουκρανικού. Στο Β’ ΜΕΡΟΣ, που ακολουθεί, εστιάζουμε στις εγγενείς αδυναμίες της ΕΕ να οργανώσει τη στρατηγική της αυτονομία και να στοιχειοθετήσει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζεται και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας.
Ενώ ο μελλοντικός ρόλος του ΝΑΤΟ παραμένει ζητούμενο, η ΕΕ βιώνει τη δική της υπαρξιακή κρίση. Δέσμια των χρόνιων παθογενειών και ελλειμμάτων της, δυσκολεύεται να οργανώσει τη στρατηγική και αμυντική της θωράκιση/αυτονομία, ώστε να καταστεί ανταγωνιστικός πυλώνας του νέου πολυπολικού κόσμου. Οι εθνικές αποκλίσεις οξύνονται, στο βαθμό που η ΕΕ παραμένει ανεπαρκής σε ό,τι αφορά τις κοινές αμυντικές της δυνατότητες, πολλώ μάλλον αδυνατώντας να διατυπώσει ενιαίο αμυντικό δόγμα (κοινή πρόσληψη ρωσικής απειλής/στρατιωτική παρουσία στο ουκρανικό έδαφος, κοινή υποστήριξη του συνόλου των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ…).
Το ευρωπαϊκό αμυντικό πρόβλημα περιπλέκεται, καθώς παρακάμπτεται το έστω ατελές θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και ρευστοποιούνται σχήματα συνεργασίας/συμμαχίες με το συνασπισμό (-ούς) “προθύμων”, όπου προσκαλούνται μη κράτη-μέλη της ΕΕ ή/και ΝΑΤΟ (Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Τουρκία, Ισλανδία, Νορβηγία…). Η υιοθέτηση της Λευκής Βίβλου της Επιτροπής Leyen επιχειρεί, σπασμωδικά και με πρόταγμα τη ρωσική απειλή, να καλύψει το εγγενές κενό της κοινής αμυντικής πολιτικής.
Αποσκοπώντας στη μείωση της εξοπλιστικής εξάρτησης και στην ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της ΕΕ, εισάγει το γιγαντιαίο χρηματοδοτικό πρόγραμμα ReΑrmEurope των 800 δισ. (150 δις κοινός δανεισμός με εγγύηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και δυνατότητα αμιγώς εθνικών δανεισμών έως 650 δισεκατομμύρια, κατά παρέκκλιση των δημοσιονομικών κανόνων/ενεργοποίηση της “εθνικής ρήτρας διαφυγής”).
Ο ευρωπαϊκός πόλος με τα νέα δεδομένα
Τούτο διαφοροποιεί, περαιτέρω, τις προσεγγίσεις των κρατών-μελών, ιδιαίτερα ως προς την προοπτική “στρατιωτικοποίησης” της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθότι από κάποιους εκλαμβάνεται ως “αναθέρμανση” της ανάπτυξης (κυρίως από την Γερμάνια, που υιοθετεί ένα προφανές μεταπολεμικά εξοπλιστικό πρόγραμμα, υπερβαίνοντας το οικείο συνταγματικό της “φρένο χρέους”), ενώ άλλοι (πιο ευάλωτοι δημοσιονομικά) εμφανίζονται επιφυλακτικότεροι, προσανατολιζόμενοι προς την αντιμετώπιση των ευρύτερων απειλών ασφάλειας (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία…), αλλά και επιδιώκοντας δικαιότερο αναπτυξιακό μέρισμα μέσω επιχορηγήσεων και ισότιμη συμμετοχή στη χρηματοδότηση των εθνικών του αμυντικών βιομηχανιών (μεταξύ άλλων και η Ελλάδα).
Εν μέσω παγκόσμιας εμβέλειας ανατροπών, η ΕΕ μετεωρίζεται ανάμεσα στην ανάγκη ενός αβέβαιου άλματος βίαιης ενηλικίωσης και περαιτέρω κατακερματισμού/δορυφοροποίησης από τις ΗΠΑ. Η μεταβατική και εξόχως σύνθετη διεθνής πραγματικότητα της αποδόμησης και αναδόμησης σχεδιασμών και συμμαχιών δεν επιδέχεται ερμηνευτικές υπεραπλουστεύσεις, που απαξιώνουν και απορρίπτουν συλλήβδην το ευρωπαϊκό εγχείρημα, ως νεοψυχροπολεμική/αντιρωσική οντότητα. Βεβαίως, η ΕΕ οφείλει να αναμετρηθεί με τα θεμελιώδη ταυτοτικά της ζητήματα και να προσαρμόσει την προβλεψιμότητα της ήπιας ισχύος της στα νέα δεδομένα του ρεαλισμού, των συναλλακτικών σχέσεων και της σκληρής ισχύος.
Η επιβίωσή της περνάει, ακριβώς, μέσα από την αλλαγή και του δικού της υποδείγματος συνεργασίας με την επείγουσα μεθόδευση συνολικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου, προς την κατεύθυνση μιας συνεκτικής και ανταγωνιστικής οικονομίας, κοινής άμυνας και δημοκρατικής νομιμοποίησης. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, μια τέτοια κατεύθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος φαντάζει ουτοπική. Ωστόσο, μόνον υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ήτοι αντιμετωπίζοντας την κρίση αντιπροσώπευσης, αλλά και τους ανερχόμενους πάσης φύσεως λαϊκισμούς, η ΕΕ θα μπορούσε να καταστεί εκ νέου ελκυστικός πόλος ελευθερίας, ευημερίας και ασφάλειας, με ρόλο στο νέο παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Επαναπροσδιορισμός εθνικής στρατηγικής
Σε αυτές τις απρόβλεπτες δυναμικές ενός ανοικτού παιγνίου καλείται να ανταποκριθεί και η Ελλάδα. Για μεν τους δασμούς Τραμπ, ιδιαίτερα αν κρατηθούν έως το 10%, οι εκτιμήσεις είναι ότι δεν έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, παρά μόνο δευτερογενώς ως μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το ενδιαφέρον, ευλόγως, εστιάζεται στον τομέα ασφάλειας και άμυνας λόγω των ιδιαίτερων απειλών, που αντιμετωπίζει η χώρα και που σχετίζονται με τη διπλή πρόκληση της ευρωπαϊκής και περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Ασφαλώς, δεν τίθεται δίλημμα επιλογής μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ του Τραμπ. Η υποχώρηση συνολικά της Δύσης στον παγκόσμιο καταμερισμό δεν συνηγορεί υπέρ της διάλυσης ούτε του ΝΑΤΟ, ούτε της ΕΕ, αλλά της ανάταξης της ευρωατλαντικής σχέσης. Το εθνικό συμφέρον υπηρετείται, ακριβώς, από την ενίσχυση της χώρας ως πυλώνα σταθερότητας του υπό διαμόρφωση νέου ευρωατλαντικού πλαισίου, χωρίς να παραγνωρίζεται η ανάγκη πολυσχιδούς συνεργασίας της και με τους άλλους πόλους ισχύος. Προς τούτο, απαιτείται διαρκής στρατηγική ανάλυση των εναλλασσόμενων δεδομένων και ευέλικτος σχεδιασμός αποτροπής και ουσιαστικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Επιγραμματικά: ο συνδυασμός του εθνικού εξοπλιστικού 12ετούς προγράμματος με την ενεργό συνδιαμόρφωση/βελτίωση και, εν συνεχεία, αξιοποίηση των υπό διαπραγμάτευση εργαλείων της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής/χρηματοδοτήσεων του ReΑrmEurope, η ανάδειξη των συνολικών απειλών της ευρωπαϊκής ασφάλειας και ενίσχυση της προστασίας των εξωτερικών συνόρων (βάσει άρθρ. 42 παραγρ.7 Συνθ. ΕΕ), καθώς και ο καθορισμός όρων και προϋποθέσεων αμυντικής συνεργασίας της ΕΕ με τρίτους εταίρους, ιδιαίτερα με την αναθεωρητική Τουρκία, που θα πρέπει να ικανοποιούν ελληνικές ευαισθησίες (casus belli, Κυπριακό…).
Συγχρόνως: ο επαναπροσδιορισμός ενός σταθεροποιητικού, αλλά και -όπου δει- διεκδικητικού ρόλου στην ευαίσθητη ζώνη της ΝΑ Ευρώπης-Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής, όπου τα εθνικά μας δίκαια συναντώνται με τον επεκτατισμό της γείτονος, προτεραιοποιώντας τη στρατηγική σχέση Ελλάδας-Ισραήλ και τα από κοινού με την Κύπρο σχήματα συνεργασίας 3+1. Αυτά, σε συνδυασμό με την προώθηση του διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC) και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου φυσικού πλούτου της χώρας, βάσει και του νέου Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της, θα μπορούσαν να πολλαπλασιάσουν την ισχύ της, καθιστώντας-την πραγματικό κόμβο ασφαλών διασυνδέσεων εμπορίου, ενέργειας και logistics και αναβαθμίζοντας συνολικά τη διεθνή θέση και ρόλο της.