Πότε τελείωσε η Μεταπολίτευση – Ο πολιτικός κύκλος των μεγάλων αντιφάσεων

Πότε "τελείωσε η Μεταπολίτευση"; Γιάννης Μαύρος

Γράφει ο Γιάννης Μαύρος – 

Πολύς λόγος γίνεται, χρόνια τώρα, για το “τέλος της Μεταπολίτευσης” αλλά κανείς, όσο γνωρίζω, δεν έχει θέσει ευθέως το ερώτημα πότε τελείωσε η Μεταπολίτευση. Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται κατάχρηση του όρου και να επικρατεί ασάφεια και σύγχυση. Τόσο ως προς το περιεχόμενό του, όσο και ως προς την ιστορική περίοδο στην οποία αυτός αναφέρεται.Το ερώτημα δεν έχει μόνο θεωρητικό και ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά και πρακτική πολιτική σημασία γιατί η απάντησή του έχει συνέπειες. Όπως συνέπειες έχει και η ασάφεια και η σύγχυση που επικρατεί, όσο δεν τίθεται και δεν απαντιέται.

Κανείς δεν αμφισβητεί την έναρξη της Μεταπολίτευσης, δηλαδή την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στις 24 Ιουλίου 1974 και τη δημιουργία της “Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας”, όποια θέση και αν έχει τόσο απέναντι στο πρώτο όσο και στη δεύτερη. Αν δεχθούμε ότι η Μεταπολίτευση δεν είναι στιγμιαίο γεγονός, αλλά ιστορική περίοδος που εγκαινίασε αυτή η πολιτική και πολιτειακή αλλαγή, τίθεται εκ των πραγμάτων το ερώτημα αν και πότε τελείωσε.

Οι απόψεις μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις καθενός. Κάποιοι ίσως φρονούν ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης δεν έχει τελειώσει εφόσον δεν έχει γίνει δικτατορία ή επανάσταση και μακροημερεύει το κοινοβουλευτικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε η Μεταπολίτευση του 1974, το Δημοψήφισμα που ακολούθησε καθώς και το Σύνταγμα του 1975, έστω αναθεωρημένο το 1986, το 2001, το 2008 και τώρα. Άλλοι μπορεί να υποστηρίξουν με διάφορα επιχειρήματα, ότι η “Μεταπολίτευση” (δηλαδή η ιστορική περίοδος) τελείωσε με την «Αλλαγή» του 1981, το «βρώμικο» 1989, την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση του Μάαστριχ το 1993, στο Ευρώ το 2001 ή στο καθεστώς των Μνημονίων το 2010.

Εφόσον δεν αμφισβητούμε τη νομιμότητα της Μεταπολίτευσης του ’74, υιοθετώντας την πρώτη εκδοχή νομιμοποιούμε έμμεσα το σημερινό καθεστώς. Στη δεύτερη περίπτωση οδηγούμαστε δυνάμει στην αμφισβήτηση του σημερινού (“μετα-Μεταπολιτευτικού”) καθεστώτος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αν η Μεταπολίτευση σήμανε το τέλος της Δικτατορίας και την θεσμοθέτηση δημοκρατικού καθεστώτος, τότε η αναφορά στο “τέλος της Μεταπολίτευσης” εγκυμονεί την αμφισβήτηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του σημερινού καθεστώτος.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η πρώτη εκδοχή συντείνει αντικειμενικά στην ιδεολογική συνοχή των υπερασπιστών του καθεστώτος, εφόσον δεν τίθεται θέμα διαφωνίας επ αυτού μεταξύ των. Αντίθετα, υιοθετώντας τη δεύτερη εκδοχή, εφόσον δεν συμφωνήσουμε στο στοιχειώδες ερώτημα που θέτουμε εδώ, συντελούμε στην ασάφεια και δυνάμει στην σύγχυση και την ασυνεννοησία και συνεπώς στον ιδεολογικό κατακερματισμό των αντικαθεστωτικών δυνάμεων. Αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο απλό ερώτημα πότε τελείωσε η Μεταπολίτευση, πώς μπορούμε να συζητήσουμε και να συμφωνήσουμε, πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση για να αναζητήσουμε διέξοδο από αυτήν;

Με αυτά υπ’ όψιν προτείνω να εννοήσουμε ως Μεταπολίτευση αυστηρά το διάστημα από την πτώση της Χούντας και τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, μέχρι την προκήρυξη των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974. Έτσι, να περιοριστούμε στον χαρακτηρισμό του καθεστώτος που ακολούθησε ως Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ή ακριβέστερα 3η Ελληνική Δημοκρατία.

Η μεταπολίτευση τελείωσε το 1974

Μπορεί κάποιοι να θεωρήσουν την παραπάνω διάκριση σχολαστικισμό και να μην αντιλαμβάνονται τον λόγο να διαχωρίσουμε την Μεταπολίτευση από την 3η Ελληνική Δημοκρατία, εφόσον η μια οδήγησε σύντομα στην άλλη. Η θέση όμως που υποστηρίζω εδώ είναι ότι δεν ήταν η Μεταπολίτευση που οδήγησε στην 3η Ελληνική Δημοκρατία αλλά το τέλος της, η πρόωρη διακοπή της, η ουσιαστική της αναίρεση και παλιννόστηση του προδικτατορικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, με τη διαφορά βεβαίως της κατάργησης της μοναρχίας και της ψήφισης από τη Βουλή του Συντάγματος του 1975.

Χωρίς να υποτιμώ τη σημασία των παραπάνω, θεωρώ ότι αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία, θεσμικές αλλαγές, οι οποίες επισκίασαν και συγκάλυψαν το κύριο στοιχείο: μιλάμε για το στοιχείο της δομικής κοινωνικοπολιτικής συνέχειας του προδικτατορικού καθεστώτος το οποίο αναγκάστηκε, με υψηλό τίμημα κυρίως για την Κύπρο, να “εκσυγχρονιστεί” στοιχειωδώς.

Αυτή η θεώρηση προέκυψε από το γεγονός ότι ως υιός του Γεωργίου Μαύρου, ο οποίος διετέλεσε Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, είμαι σε θέση να γνωρίζω ορισμένα πράγματα τόσο για το Κυπριακό, το οποίο χειρίστηκε τους δύο κρίσιμους μήνες της Μεταπολίτευσης, όσο και για το πώς επήλθε το πρόωρο τέλος της.

Κυπριακό: Η θεμελιώδης διάσταση Καραμανλή-Μαύρου

Όπως κατέθεσε πρόσφατα ο κ. Πολύβιος Πολυβίου, σύμβουλος του Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη, παρών στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, τον Αύγουστο του 1974, όσο και στην συνάντηση του τελευταίου με τον Πρωθυπουργό Καραμανλή που ακολούθησε στην Αθήνα μετά την κατάρρευσή τους και την εξαπόλυση του δεύτερου ‘Αττίλα’, υπήρχε θεμελιώδης διάσταση απόψεων μεταξύ Μαύρου και Καραμανλή στο Κυπριακό.

Ο Μαύρος πίστευε ότι η θέση της Ελλάδας ήταν πολιτικά και νομικά ισχυρή μετά την κατάρρευση της χούντας, την ψήφιση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και την υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης, του ισχυρού τότε ελληνοαμερικανικού λόμπι καθώς και του πανίσχυρου αμερικανικού Κογκρέσσου, που είχε μόλις οδηγήσει τον Πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση, και γι’ αυτό διαπραγματευόταν ανάλογα.

Ο Καραμανλής όμως είχε άλλη γραμμή, επικαλούμενος αδυναμία να συντρέξει την Κύπρο, αν και ο ίδιος είχε υπογράψει στη Ζυρίχη δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα την ολέθρια Συνθήκη Εγγυήσεως που έδωσε στην Τουρκία το (εριζόμενο βέβαια) νομικό έρεισμα για την εισβολή και επίεσε ασφυκτικά μετά τον Πρόεδρο Μακάριο στο Λονδίνο να την αποδεχτεί, καθώς και την κολοβή και ναρκοθετημένη “ανεξαρτησία” της Κύπρου, που προέβλεπε το Σύνταγμα που της επιβλήθηκε, μαζί με το καθεστώς “κυριαρχίας” των βρετανικών βάσεων.

Η διάσταση αυτή ήταν ασφαλώς εν γνώσει του Κίσινγκερ, που δεν ήταν μόνο Υπουργός Εξωτερικών και Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου αλλά ουσιαστικά ανεξέλεγκτος πρόεδρος αντ αυτού. Κατά διαβολική μάλιστα σύμπτωση, η διαδικασία καθαίρεσης του Προέδρου Νίξον ξεκίνησε ταυτόχρονα με την πρώτη Διάσκεψη της Γενεύης και ολοκληρώθηκε με την παραίτησή του, κατά τη διάρκεια της δεύτερης!

Ο Καραμανλής, κατά τον αυτόπτη στην συνάντηση κ. Πολυβίου, αρνούμενος κατηγορηματικά τις εκκλήσεις του Κληρίδη για οποιαδήποτε στρατιωτική βοήθεια, με το πρόσχημα της αδυναμίας, όταν ρωτήθηκε από τον τελευταίο «γιατί τότε ο Μαύρος δήλωσε (στη Γενεύη) ότι μεταξύ ατιμώσεως και πολέμου θα επιλέξουμε τον πόλεμο» του απάντησε κυνικά «άλλο ο Μαύρος, άλλο εγώ». Αυτή η διάσταση Καραμανλή-Μαύρου ήταν ευρέως γνωστή και υπονόμευσε την διαπραγματευτική θέση του τελευταίου στη Γενεύη αλλά και γενικότερα.

Όταν ο Κίσινκερ τον επισκέφθηκε στη σουίτα του στο ξενοδοχείο Πλάζα στη Νέα Υόρκη, μετά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, του πρότεινε ωμά να του δώσει «κάτι να πουλήσει στους Τούρκους». Την ίδια στιγμή που ο Μαύρος μιλούσε για εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Στο ταξίδι της επιστροφής εκμυστηρεύτηκε στην μητέρα μου ότι οι μέρες του στην Κυβέρνηση ήταν μετρημένες. Πράγματι, λίγες μέρες μετά, ο Καραμανλής προκήρυξε αιφνιδιαστικά εκλογές για να απαλλαγεί από τον “μη συνεργάσιμο” εταίρο.

Έτσι τελείωσε η Μεταπολίτευση. Έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα και
την Κύπρο, έτσι δρομολογήθηκε -με τη βοήθεια και του Μίκη Θεοδωράκη, με εκείνο το
άθλιο “Καραμανλής ή τάνκς”, για το οποίο μέχρι σήμερα επαίρεται- το προσωποπαγές καθεστώς που σφραγίστηκε με το Σύνταγμα του 1975, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της περιστασιακής μονοκομματικής πλειοψηφίας και του αρχηγού της, το οποίο κληρονόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου για να βαδίσει στα χνάρια του προκατόχου του, απεμπολώντας την δεύτερη μεγάλη ευκαιρία που αποτέλεσε η λαϊκή εντολή για Αλλαγή το 1981.

Το τέλος της Μεταπολίτευσης δεν είναι λοιπόν απλώς ζήτημα χρονολογίας αλλά
κρίσιμο ζήτημα ερμηνείας από την οποία εξαρτάται η γενικότερη θεώρηση της πορείας
της Χώρας από τη Μεταπολίτευση μέχρι τα Μνημόνια και την άδοξη κατάληξή της στο
σημερινό καθεστώς φτωχοποιημένης αποικίας χρέους, με την Τουρκία να έχει
αποθρασυνθεί λόγω της πολιτικής χρεοκοπίας της Αθήνας που συνοψίζεται στο
Καραμανλικό (πάση θυσία) “ανήκομεν στη Δύση” και τη σύγχρονη εκδοχή του που
συνοψίζεται στο “πάση θυσία στο Ευρώ”. Η Μεταπολίτευση τελείωσε. Να τελειώνουμε επιτέλους με τους μύθους και με την “ιδεολογία” της Μεταπολίτευσης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι